17.—(1)(α) Οποιοσδήποτε κτηνίατρος διαπιστώσει ή υποπτευθεί την εκδήλωση οποιασδήποτε μεταδοτικής ασθένειας η οποία είναι δυνατό να μεταδίδεται μέσω του γενετικού υλικού ή ασθένειας ή νοσήματος ή ανωμαλίας κληρονομικής φύσης ή κληρονομικής προδιάθεσης προς τούτο, υποχρεούται να ειδοποιήσει πάραυτα το Διευθυντή ή τον επαρχιακό κτηνιατρικό λειτουργό της επαρχίας, στην οποία διαπίστωσε ή υποπτεύθηκε την εκδήλωση της νόσου.
(β) Παράλειψη συμμόρφωσης με τις διατάξεις της παραγράφου (α), αποτελεί αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και η παράλειψη αυτή, θεωρείται ανάρμοστη διαγωγή για τους σκοπούς των διατάξεων του άρθρου 17, του περί της Ασκήσεως της Κτηνιατρικής και της Εγγραφής Κτηνιάτρων Νόμου.
(2) Οποιοσδήποτε επιχειρηματίας ή κτηνοτρόφος ή πρόσωπο που έχει στη φύλαξη, φροντίδα ή την κατοχή του ζώο ή ζώα που χρησιμοποιούνται για αναπαραγωγή ή για γενετικό υλικό, που πιθανόν να ευθύνεται για τη μετάδοση μολυσματικών ασθενειών ή νοσημάτων ή ανωμαλιών κληρονομικής φύσης, οφείλει πάραυτα να σταματήσει να χρησιμοποιεί αυτά τα ζώα και το γενετικό υλικό και να ειδοποιήσει το ταχύτερο το Διευθυντή ή τον επαρχιακό κτηνιατρικό λειτουργό ή κτηνίατρο.