31. (1)(α) Σε περίπτωση που ο Επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του εδαφίου (1) ή/και (2) του άρθρου 29, έχει εξουσία να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος.
(β) Το χρηματικό ποσό της εξώδικης ρύθμισης που καθορίζεται είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα του αδικήματος, αλλά δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000).
(γ) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Αρχιεπιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει αδίκημα το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 6, στο εδάφιο (1) του άρθρου 8, στο άρθρο 14, στο άρθρο 14Α, στο άρθρο 16Α, στο εδάφιο (1) ή (2) του άρθρου 17 ή στα εδάφια (1), (2) ή (3) του άρθρου 29, έχει εξουσία να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος.
(δ)(i) Τηρουμένων των διατάξεων της υποπαραγράφου (ii), το χρηματικό ποσό της εξώδικης ρύθμισης που καθορίζει ο Αρχιεπιθεωρητής είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα του αδικήματος αλλά δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000).
(ii) Σε περίπτωση διάπραξης αδικήματος που προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 29 το ποσό της εξώδικης ρύθμισης που καθορίζει ο Αρχιεπιθεωρητής είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα του αδικήματος αλλά δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).
(2)(α) Για τους σκοπούς της εξώδικης ρύθμισης που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ο Επιθεωρητής επιδίδει στο πρόσωπο που πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα σχετική ειδοποίηση, στην οποία καθορίζεται το αδίκημα, ο χρόνος της διάπραξής του και το χρηματικό ποσό που το πρόσωπο καλείται να καταβάλει.
(β) Σε περίπτωση αντικειμενικής και επαληθεύσιμης αδυναμίας επίδοσης της ειδοποίησης στο πρόσωπο που ο Επιθεωρητής πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα, η επίδοση μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει την εποπτεία της λειτουργίας της εγκατάστασης ή της εκτέλεσης της δραστηριότητας.
(3)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία η πράξη ή η παράλειψη, την οποία ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής θεωρεί, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ότι συνιστά αδίκημα, δεν τερματιστεί εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την ώρα επίδοσης της προβλεπόμενης στο εδάφιο (2) ειδοποίησης, τότε ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής καθορίζει ποσό εξώδικου προστίμου διπλάσιο του ποσού που καθορίστηκε κατά την πρώτη παράβαση.
(β) Σε περίπτωση κατά την οποία η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) πράξη ή η παράλειψη συνεχίζεται για διάστημα πέραν των ενενήντα έξι (96) ωρών από την ώρα επίδοσης της πρώτης ειδοποίησης, ή επαναληφθεί εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της πρώτης επίδοσης, ο Αρχιεπιθεωρητής προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για ποινική δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(γ) Το ποσό της ειδοποίησης εξώδικης ρύθμισης αδικήματος που δύναται να καθορίσει ο Αρχιεπιθεωρητής δεν υπερβαίνει σε καμία των παρά πάνω περιπτώσεων, τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000).
(4) Κάθε ποσό που καταβάλλεται δυνάμει των εδαφίων (1) ή (2), θεωρείται χρηματική ποινή που επιβλήθηκε λόγω καταδίκης για το σχετικό αδίκημα.
(5)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), αν το χρηματικό ποσό που προβλέπεται στα εδάφια (1) ή (2) καταβληθεί στο λογιστήριο του Τμήματος Περιβάλλοντος ή στο λογιστήριο των κατά τόπους επαρχιακών γραφείων του Τμήματος Περιβάλλοντος, πριν από τη χρονική περίοδο των δεκατεσσάρων (14) ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης, εκδίδεται απόδειξη και ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με τη διάπραξη του σχετικού αδικήματος.
(β) Στην απόδειξη που αναφέρεται στην παράγραφο (α) αναφέρονται τα ακόλουθα:
(i) το όνομα του προσώπου που πιστεύεται ότι διέπραξε το αδίκημα,
(ii) συνοπτική αναφορά του αδικήματος,
(iii) ο τόπος και ο χρόνος διάπραξης του αδικήματος, και
(iv) το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται.
(6) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), μετά την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού και την έκδοση της απόδειξης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (5), δε χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω ποινική διαδικασία σχετικά με το αδίκημα και η προσαγωγή στο δικαστήριο της απόδειξης που αναφέρεται στο εδάφιο (5) αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σε αυτήν και συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου.
(7)(α) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις δε θεωρείται ως καταδίκη.
(β) Σε περίπτωση όμως καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου, παρόμοιας φύσης, αδικήματος, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής.
(8) Σε περίπτωση που περιέλθουν στην αντίληψη του Αρχιεπιθεωρητή ή του Επιθεωρητή νέα στοιχεία που να το δικαιολογούν, αυτός, παρέχοντας γραπτώς την απαραίτητη αιτιολόγηση και τεκμηρίωση, δύναται να αποσύρει ή να τροποποιήσει την Ειδοποίηση Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος.