12.—(1) Πρόσωπο το οποίο, για να εξασφαλίσει δωρεάν νομική αρωγή για τον εαυτό του ή για άλλο πρόσωπο με βάση τον παρόντα Νόμο προβαίνει, προφορικά ή γραπτά, σε δόλια ή ψευδή δήλωση ή παράσταση ή αποκρύπτει ουσιώδες γεγονός, είναι ένοχο αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Δικαστήριο το οποίο καταδικάζει πρόσωπο για αδίκημα σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δύναται να διατάξει το πρόσωπο αυτό να επιστρέψει ολόκληρο ή μέρος του ποσού που του καταβλήθηκε για σκοπούς νομικής αρωγής σε σχέση με την οποία διαπράχθηκε το αδίκημα.
(3) Δικηγόρος ο οποίος ζητεί και λαμβάνει οποιοδήποτε άλλο ποσό σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχει στο πλαίσιο της νομικής αρωγής, επιπρόσθετα της αμοιβής που λαμβάνει σύμφωνα με τις διατάξεις του εδάφιο (3) του άρθρου 9, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.