2. Κατά την έννοια του παρόντος Νομού, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
- «Αίτια» (causes) σημαίνει ενέργειες, παραλείψεις, γεγονότα, συνθήκες ή συνδυασμό αυτών που οδήγησαν σε ατύχημα ή συμβάν. Η διαπίστωση των αιτιών δεν συνεπάγεται τον καταλογισμό σφάλματος ή τον καθορισμό διοικητικής, αστικής ή ποινικής ευθύνης.
- «Άδεια αεροδρομίου» (aerodrome licence) σημαίνει την άδεια κατασκευής και λειτουργιάς αερολιμένα (άδεια αερολιμένα, airport licence) ή πεδίου προσγειώσεως (άδεια πεδίου προσγειώσεως, airfield licence).
«Άδεια εκμεταλλεύσεως» (operating licence) σημαίνει την έγκριση η οποία –
* χορηγείται σε επιχείρηση από την Δημοκρατία ή το υπεύθυνο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή το υπεύθυνο κράτος που ανήκει στον Ευρωπαϊκό Κοινό Αεροπορικό Χώρο , και
* επιτρέπει στην επιχείρηση αυτή να διενεργεί αεροπορικές μεταφορές, σύμφωνα με τους όρους της άδειας, έναντι αμοιβής ή/και μισθώσεως.
«Άδεια μέλους ιπτάμενου τεχνικού πληρώματος» (license of a member of the cockpit personnel) σημαίνει ένα έγκυρο έγγραφο το οποίο-
* εκδίδεται από τη Δημοκρατία ή κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή κράτος μέλος που ανήκει στον Ευρωπαϊκό Κοινό Αεροπορικό Χώρο, και
* επιτρέπει στον κάτοχο του την άσκηση καθηκόντων μέλους του ιπτάμενου τεχνικού προσωπικού σε αεροσκάφος που είναι νηολογημένο στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή σε κράτος μέλος που ανήκει στον Ευρωπαϊκό Κοινό Αεροπορικό Χώρο. Ο ορισμός περιλαμβάνει και δικαιώματα συνδεδεμένα με το έγγραφο.
- «Άδεια χειριστή» (pilot licence) σημαίνει την άδεια χειρισμού αεροσκάφους με την ιδιότητα του κυβερνήτη ή συγκυβερνήτη.
- «Αδιάκοπη πτήση» (non-stop flight) σημαίνει την πτήση μεταξύ δύο αεροδρομίων, η οποία δεν περιλαμβάνει ενδιάμεσες προσγειώσεις.
(Βλ. επίσης «αδιάκοπο αεροπορικό δρομολόγιο», «πτήση»)
«Αδιάκοπο αεροπορικό δρομολόγιο» (non-stop air service) σημαίνει το δρομολόγιο μεταξύ δύο αεροδρομίων, το οποίο δεν περιλαμβάνει ενδιάμεσες προσγειώσεις.
(Βλ. επίσης «αδιάκοπη πτήση», «απευθείας πτήση», «αεροπορικό δρομολόγιο», «απευθείας αεροπορικό δρομολόγιο», «έκτακτο αεροπορικό δρομολόγιο», «τακτικό αεροπορικό δρομολόγιο
- «Αεριωθούμενο υποηχητικό πολιτικό αεροπλάνο» (civil subsonic jet aeroplane) σημαίνει το αεριωθούμενο υποηχητικό πολιτικό αεροπλάνο, του οποίου η μεγίστη πιστοποιημένη μάζα απογειώσεως είναι τουλάχιστον 34000 χιλιόγραμμα ή του οποίου η μέγιστη πιστοποιημένη χωρητικότητα για τον τύπο του συγκεκριμένου αεροπλάνου είναι τουλάχιστον 19 θέσεις επιβατών, εκτός από τις θέσεις μόνο για το πλήρωμα·
(Βλ. επίσης «επαναπιστοποιημένο αεριωθούμενο υποηχητικό πολιτικό αεροπλάνο»)
- «Αεροδρόμιο» (aerodrome) σημαίνει κάθε χερσαίο, υδάτινο ή άλλο τεχνητά κατασκευασμένο χώρο που είναι προορισμένος να χρησιμοποιείται για την άφιξη και αναχώρηση αεροσκαφών.
- «Αεροδρόμιο δημόσιας χρήσεως» (aerodrome in public use) σημαίνει το αεροδρόμιο, του οποίου η χρήση είναι ανοικτή, στο πλαίσιο της χωρητικότητάς του και σύμφωνα με τους κανόνες λειτουργίας του, σε οποιοδήποτε αεροσκάφος δικαιούμενο να κυκλοφορεί στον Κυπριακό εναέριο χώρο, σε οποιονδήποτε αερομεταφορέα και στο κοινό εν γένει.
- «Αεροδρόμιο ιδιωτικής χρήσεως» (aerodrome in private use) σημαίνει το αεροδρόμιο που δεν είναι δημόσιας χρήσεως.
(Βλ. επίσης «δημόσιο αεροδρόμιο», «ιδιωτικό αεροδρόμιο», «κρατικό αεροδρόμιο», «στρατιωτικό αεροδρόμιο».)
- «Αερολιμένας» (airport) σημαίνει το αεροδρόμιο που διαρρυθμίστηκε ειδικά για την άφιξη, την προσγείωση, την απογείωση και τους ελιγμούς των αεροσκαφών, και περιλαμβάνει τις βοηθητικές εγκαταστάσεις που είναι δυνατόν να χρειάζονται για την κυκλοφορία και την εξυπηρέτηση των αεροσκαφών, καθώς και τις εγκαταστάσεις που απαιτούνται για τις εμπορικές αεροπορικές υπηρεσίες.
(Βλ. επίσης «πλήρως συντονισμένος αερολιμένας», «συντονισμένος αερολιμένας», «σύστημα αερολιμένων».)
- «Αερομεταφορέας» (air carrier) σημαίνει κάθε επιχείρηση αεροπορικών μεταφορών με έγκυρη άδεια εκμεταλλεύσεως.
(Βλ. επίσης «αερομεταφορέας του Ευρωπαϊκού Κοινού Αεροπορικού Χώρου», «κοινοτικός αερομεταφορέας».)
- «Αερομεταφορέας του Ευρωπαϊκού Κοινού Αεροπορικού Χώρου» (ΕΚΑΧ) (European Common Aviation Area air carrier) σημαίνει τον αερομεταφορέα, του οποίου η άδεια εκμεταλλεύσεως έχει εκδοθεί από κράτος που ανήκει στον ΕΚΑΧ, σύμφωνα με την Συμφωνία για τον ΕΚΑΧ.
(Βλ. επίσης «αερομεταφορέας», «κοινοτικός αερομεταφορέας».)
- «Αεροναυτιλιακές υπηρεσίες» (air navigation services) περιλαμβάνουν πληροφορίες, οδηγίες και άλλες διευκολύνσεις παρεχόμενες σχετικά με την πτήση ή την κίνηση αεροσκαφών, στον αέρα ή στο έδαφος, καθώς και τον έλεγχο κινήσεως οχημάτων σε οποιοδήποτε μέρος του αεροδρομίου που χρησιμοποιείται για την κίνηση αεροσκαφών.
- «Αεροπορική γραμμή» (air route) σημαίνει την αεροπορική σύνδεση δύο αερολιμένων προς εκτέλεση δημοσίων αεροπορικών μεταφορών.
- «Αεροπορική μεταφορά» (carriage by air) σημαίνει την αεροπορική μεταφορά προσώπων ή/και φορτίου έναντι αμοιβής ή/και μισθώσεως.
(Βλ. επίσης «δημόσια αεροπορική μεταφορά», «διεθνής αεροπορική μεταφορά».)
- «Αεροπορικό ατύχημα» (air accident), βλ. «ατύχημα».
- «Αεροπορικό δρομολόγιο» (air service) σημαίνει την πτήση ή σειρά πτήσεων προς μεταφορά επιβατών ή/και φορτίου έναντι αμοιβής ή/και μισθώσεως.
(Βλ. επίσης «αδιάκοπο αεροπορικό δρομολόγιο», «απευθείας αεροπορικό δρομολόγιο», «έκτακτο αεροπορικό δρομολόγιο», «τακτικό αεροπορικό δρομολόγιο».)
- «Αεροπορικό επάγγελμα» περιλαμβάνει τα επαγγέλματα του ιπτάμενου τεχνικού προσωπικού και του προσωπικού θαλάμου επιβατών του αεροσκάφους.
- «Αεροπορικός ναύλος» [Διαγράφηκε].
(Βλ. επίσης «βασικός ναύλος», «κανονικό κόμιστρο», «κόμιστρο», «τιμή ναυλώσεως», «τιμή ναυλώσεως κατά θέση».)
«Αεροσκάφος» (aircraft) σημαίνει κάθε συσκευή ικανή προς πτήση σε ύψος τριάντα τουλάχιστον μέτρων από το έδαφος και περιλαμβάνει:
1. αεροσκάφη ελαφρότερα από τον αέρα ( lighter than air aircraft)
(α) χωρίς κινητήρα (non-power driven) (αερόστατα, balloons)
(αα) ελεύθερα αερόστατα (free balloons)
(αα) προσδεμένα αερόστατα (captive balloons)
(β) με κινητήρα (power driven) (αερόπλοια,airships)
2. αεροσκάφη βαρύτερα από τον αέρα (heavier than air aircraft)
(α) χωρίς κινητήρα (non-power driven)
(αα) ανεμόπτερα (gliders)
(ββ) αετούς (kites)
(β) με κινητήρα (power driven) (πτητικές μηχανές, flying mashines)
(αα) αεροπλάνα (aeroplanes)
(ι) αεροπλάνα ξηράς (landplanes)
(ιι) αεροπλάνα θάλασσας (seaplanes)
(ιιι) αεροπλάνα αμφίβια (amphibian aeroplanes)
(ι) ελικοφόρα αεροπλάνα (propeller driven aeroplanes)
(ιι) αεριωθούμενα αεροπλάνα (jet powered aeroplanes)
- υποηχητικά (subsonic)
- υπερηχητικά (supersonic)
(ββ) στροφειόπτερα (rotocraft)
(ι) ελικόπτερα (helicopters)
(ιι) γυροπλάνα (gyroplanes)
3. άλλα αεροσκάφη τα οποία καθορίζει ο Υπουργός με διάταγμα.
(Βλ. επίσης «αεροσκάφος εν πτήσει», «κρατικό αεροσκάφος», «πολιτικό αεροσκάφος», «στρατιωτικό αεροσκάφος».
- «Αεροσκάφος εν λειτουργία» (aircraft in service) λογίζεται το αεροσκάφος από την στιγμή ενάρξεως της προετοιμασίας της πτήσεως του από το προσωπικό εδάφους ή το πλήρωμα για μια συγκεκριμένη πτήση μέχρι την πάροδο εικοσιτεσσέρων ωρών από οποιαδήποτε προσγείωση. Η περίοδος λειτουργιάς περιλαμβάνει εν πάση περιπτώσει ολόκληρη την περίοδο κατά την οποία το αεροσκάφος είναι εν πτήση.
- «Αεροσκάφος εν πτήση» (aircraft in flight) λογίζεται το αεροσκάφος σε οποιοδήποτε χρόνο από την στιγμή που, μετά την επιβίβαση των επιβατών, κλείνονται όλες οι εξωτερικές θύρες του αεροσκάφους, μέχρι την στιγμή που μια από τις θύρες αυτές ανοίγεται προς αποβίβαση. Σε περίπτωση αναγκαστικής προσγειώσεως η πτήση θεωρείται ότι συνεχίζεται, μέχρι ότου οι αρμόδιες κρατικές αρχές αναλάβουν την ευθύνη για το αεροσκάφος, τα επιβαίνοντα πρόσωπα, το φορτίο και τα λοιπά μεταφερόμενα αντικείμενα.
- «Αίτια» (causes) σημαίνει ενέργειες, παραλείψεις, γεγονότα, συνθήκες ή συνδυασμό αυτών που οδήγησαν σε ατύχημα ή συμβάν. Η διαπίστωση των αιτιών δεν συνεπάγεται τον καταλογισμό σφάλματος ή τον καθορισμό διοικητικής, αστικής ή ποινικής ευθύνης.
- «Αναγνώριση άδειας» (recognition of license) σημαίνει την έγκριση χρησιμοποιήσεως σε αεροσκάφος νηολογημένο στη Δημοκρατία ή σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε κράτος μέλος που ανήκει στον Ευρωπαϊκό Κοινό Αεροπορικό Χώρο, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε αυτήν δικαιώματα.
- «Αναλογία παρακάμψεως» (by-pass ratio) σημαίνει τον λόγο της μάζας του αέρα που παρακάμπτει τον θάλαμο καύσεως προς την μάζα του αέρα που διέρχεται μέσω του θαλάμου καύσεως κατά την μέγιστη ώθηση, όταν η μηχανή βρίσκεται ακίνητη υπό συνθήκες Διεθνούς Υποδειγματικής Ατμόσφαιρας στο επίπεδο της θάλασσας.
- «Απαγορευμένη περιοχή» (prohibited area) σημαίνει τον καθορισμένων διαστάσεων εναέριο χώρο πάνω από το έδαφος της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων, εντός του οποίου απαγορεύεται η πτήση πολιτικών αεροσκαφών.
- «Απευθείας αεροπορικό δρομολόγιο» (direct air service) σημαίνει το δρομολόγιο μεταξύ δυο αεροδρομίων, το οποίο περιλαμβάνει ενδιάμεσες προσγειώσεις, άλλα εκτελείται με το ίδιο αεροσκάφος και τον ίδιο αριθμό πτήσεως.
- «Απευθείας πτήση» (direct flight) σημαίνει την πτήση μεταξύ δύο αεροδρομίων, η οποία περιλαμβάνει ενδιάμεσες προσγειώσεις, αλλά εκτελείται με το ίδιο αεροσκάφος και τον ίδιο αριθμό πτήσεως.
- «Απλό προϊόν αεροπορικής μεταφοράς» (unbundled air transport product) σημαίνει την αεροπορική μεταφορά επιβάτη μεταξύ δύο αερολιμένων, συμπεριλαμβανομένων όλων των συναφών υπηρεσιών και πρόσθετων παροχών που προσφέρονται προς πώληση ή/και πωλούνται ως συστατικό μέρος του προϊόντος αυτού.
(Βλ.«προϊόν αεροπορικής μεταφοράς», «συνδυασμένο προϊόν αεροπορικής μεταφοράς».)
- «Απογείωση» (take-off) περιλαμβάνει και την αποθαλάσσωση.
- «Αποδοχή άδειας» (acceptance of license) σημαίνει οποιαδήποτε πράξη αναγνωρίσεως ή επικυρώσεως από τη Δημοκρατία ή κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή κράτος που ανήκει στον Ευρωπαϊκό Κοινό Αεροπορικό Χώρο μιας άδειας που εκδόθηκε από ένα από αυτά τα κράτη μαζί με τα προβλεπόμενα σε αυτήν δικαιώματα και πιστοποιήσεις. Η αποδοχή, η οποία μπορεί να γίνει και με την έκδοση εθνικής άδειας, δεν μπορεί να επεκτείνεται σε χρόνο μικρότερο από τον χρόνο ισχύος της αρχικής άδειας.
- «Αποσκευή» (baggage) σημαίνει κάθε αντικείμενο που φέρεται με οποιοδήποτε τρόπο από ένα πρόσωπο κατά την διάρκεια του ταξιδιού του. Στην περίπτωση αεροπορικού ταξιδιού η αποσκευή θεωρείται ως-
* παραδιδόμενη, όταν, μετά την καταγραφή της στον αερολιμένα αναχωρήσεως, δεν είναι προσιτή στο εν λόγω πρόσωπο κατά την διάρκεια της πτήσεως ούτε κατά την ενδεχόμενη ενδιάμεση στάση,
* χειραποσκευή, όταν το εν λόγω πρόσωπο την παίρνει στον θάλαμο του αεροσκάφους.
- «Αποτελεσματικός έλεγχος» (effective control) σημαίνει την σχέση που συνιστάται από δικαιώματα, συμβάσεις ή άλλα μέσα, τα οποία, είτε χωριστά είτε από κοινού, λαμβάνοντας επίσης υπ’ όψη τις συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές περιστάσεις, επιτρέπουν την άμεση ή έμμεση άσκηση αποφασιστικής επιρροής σε μια επιχείρηση, βάσει ιδίως –
- του δικαιώματος χρήσεως του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως,
- δικαιωμάτων ή συμβάσεων που παρέχουν αποφασιστική επιρροή στην σύνθεση, την ψηφοφορία ή τις αποφάσεις των οργάνων της επιχειρήσεως ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο επηρεάζουν αποφασιστικά την λειτουργιά της επιχειρήσεως.
- «Αρμόδια αρχή» (competent authority) σημαίνει το Τμήμα Πολίτικης Αεροπορίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων.
- «Άρνηση επιβιβάσεως» [Διαγράφηκε].
- «Αρχή» (authority) βλ. «αρμόδια αρχή».
- «Αρχή αδειών» (air transport licensing authority) σημαίνει την κατά το άρθρο 112 (άδεια εκμεταλλεύσεως) παράγραφος 5 αρχή.
- «Ατύχημα» (accident) σημαίνει γεγονός συνδεόμενο με τη λειτουργία αεροσκάφους, το οποίο, στην περίπτωση επανδρωμένου αεροσκάφους, επέρχεται στο χρονικό διάστημα μεταξύ της στιγμής που ένα πρόσωπο επιβιβάζεται σε αεροσκάφος που πρόκειται να αναχωρήσει και της στιγμής που όλοι οι επιβαίνοντες έχουν αποβιβασθεί ή στην περίπτωση μη επανδρωμένου αεροσκάφους, συμβαίνει στο χρονικό διάστημα μεταξύ της στιγμής που το αεροσκάφος είναι έτοιμο να κινηθεί για να αναχωρήσει μέχρι τη στιγμή που φθάνει στο τέλος της διαδικασίας της πτήσης και το πρωτογενές σύστημα πρόωσης απενεργοποιείται, κατά το οποίο:
(α) επέρχεται θάνατος ή σοβαρός τραυματισμός προσώπου εξαιτίας:
(i) του γεγονότος ότι βρισκόταν μέσα στο αεροσκάφος,
(ii) της άμεσης επαφής του με οποιοδήποτε τμήμα του αεροσκάφους συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων που τυχόν αποσπάστηκαν από το αεροσκάφος, ή
(iii) της άμεσης έκθεσης του στα αέρια των στροβιλοκινητήρων,
εκτός αν πρόκειται για τραυματισμούς οφειλομένους σε φυσικά αίτια, για αυτοτραυματισμούς ή τραυματισμούς από άλλα πρόσωπα ή σε περίπτωση που ο τραυματισμός συμβαίνει σε λαθρεπιβάτες που κρύβονται εκτός των ζωνών, στις οποίες έχουν κανονικά πρόσβαση οι επιβάτες και το πλήρωμα. ή
(β) το αεροσκάφος υφίσταται βλάβη ή θραύση στα δομικά του μέρη, η οποία αλλοιώνει τη δομική αντοχή του, τις επιδόσεις του ή τα πτητικά χαρακτηριστικά του και για την οποία κανονικά απαιτείται σημαντική επισκευή ή αντικατάστηση του δομικού στοιχείου που έχει υποστεί βλάβη, εκτός εάν πρόκειται για ζημιά ή βλάβη κινητήρα, όταν η ζημιά περιορίζεται σε ένα κινητήρα συμπεριλαμβανομένων του περιβλήματος ή των εξαρτημάτων του, στους έλικες, τα ακροπτερύγια, τις κεραίες, τους ανιχνευτήρες, τα ελαστικά, το σύστημα πέδησης, τους τροχούς, τα αεροδυναμικά περιβλήματα, τα τοιχώματα, τις θυρίδες σκέλους προσγείωσης, τους υαλοπίνακες, το περίβλημα του αεροσκάφους, όπως μικρές οδοντώσεις ή διατρήσεις ή σε ελάσσονες ζημιές στα πτερύγια του κύριου στροφείου, στα πτερύγια του ουραίου στροφείου, στο σύστημα προσγείωσης, καθώς επίσης σε ζημιές λόγω χαλαζόπτωσης ή πρόσκρουσης πτηνών συμπεριλαμβανομένων των οπών στο ραδιοθόλο. ή
(γ) το αεροσκάφος απολεσθεί ή είναι τελείως απρόσιτο.
«Αυτοεξυπηρέτηση» (self-handling) σημαίνει την παροχή εις εαυτόν από ένα χρήστη του αερολιμένα υπηρεσιών εδάφους μιας ή περισσότερων κατηγοριών, χωρίς την σύναψη οποιασδήποτε συμβάσεως με τρίτο για την παροχή τους. Κατά την έννοια του παρόντος ορισμού, οι χρηστές δεν λογίζονται έναντι αλλήλων ως τρίτοι, όταν ο ένας κατέχει πλειοψηφική συμμέτοχη στον άλλο ή όταν μια και η αυτή ενότητα κατέχει πλειοψηφική συμμέτοχη στον καθένα.
- «Βασικός ναύλος» [Διαγράφηκε].
- «Βελτίωση παροχής» [Διαγράφηκε].
- «Γνωστοποίηση», σε περίπτωση που γίνεται από τον Υπουργό ή τον διευθυντή της αρμόδιας αρχής σημαίνει γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
- «Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία.
- «Δημόσια αεροπορική μεταφορά» (public carriage by air) σημαίνει την αεροπορική μεταφορά που είναι ανοικτή στο κοινό
(Βλ. «αεροπορική μεταφορά», «διεθνής αεροπορική μεταφορά».)
- «Δημόσιο αεροδρόμιο» (public aerodrome) σημαίνει το αεροδρόμιο, του οποίου η εκμετάλλευση, άσχετα από την επ’αυτού κυριότητα, ασκείται από το κράτος, οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλο νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ελεγχόμενο οικονομικά από το κράτος, οργανισμό τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλο νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου.
- «Διάρκεια ταξιδιού» (journey time) σημαίνει το χρονικό διάστημα μεταξύ προγραμματισμένης αναχωρήσεως και αφίξεως.
- «Διάρκεια πτήσεως» (duration of flight) σημαίνει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το αεροσκάφος βρίσκεται εν πτήση.
(Βλ. «εν πτήσει»)
- «Διάταγμα», σημαίνει το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 260 (εξουσιοδοτήσεις προς τον Υπουργό) παράγραφος 1.
- «Διεθνής αεροπορική μεταφορά» (international carriage by air) σημαίνει την αεροπορική μεταφορά στην οποία, βάσει της συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, ο τόπος αναχωρήσεως και ο τόπος προορισμού, ανεξαρτήτως αν υπάρχει ή όχι διακοπή της μεταφοράς η μεταφόρτωση, βρίσκονται είτε εντός των εδαφών δυο κρατών, είτε όντος του εδάφους ενός και μόνον κράτους, εφόσον έχει συμφωνηθεί ο τόπος ενδιάμεσου σταθμού όντος του εδάφους αλλού κράτους. Η αεροπορική μεταφορά μεταξύ δύο σημείων εντός του εδάφους ενός και μόνον κράτους, χωρίς να έχει συμφωνηθεί ο τόπος ενδιάμεσου σταθμού εντός του εδάφους άλλου κράτους, δεν νοείται ως διεθνής αεροπορική μεταφορά, έστω και αν έχει συμφωνηθεί να εγκαταλείπει η πτήση προσωρινά τον εναέριο χώρο του πρώτου κράτους. Η αεροπορική μεταφορά που εκτελείται από διαδοχική σειρά αερομεταφορέων θεωρείται αδιαίρετη αερομεταφορά, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη την εκλαμβάνουν ως μια και μόνη δραστηριότητα, είτε αυτή έχει συμφωνηθεί υπό την μορφή μιας και μόνο συμβάσεως ή σειράς συμβάσεων, και δεν χάνει τον διεθνή της χαρακτήρα απλώς επειδή μια σύμβαση ή μια σειρά συμβάσεων εκτελείται πλήρως εντός του εδάφους του ίδιου κράτους.
(Βλ. «αεροπορική μεταφορά», «δημόσια αεροπορική μεταφορά».)
- «Διεθνής κοινοτικός αερολιμένας» (international Community airport) σημαίνει κάθε κοινοτικό αερολιμένα, ο οποίος, μετά από άδεια που χορηγείται από την αρμόδια αρχή, μπορεί να χρησιμοποιείται για τις αεροπορικές συγκοινωνίες με τρίτες χώρες.
- «Διεθνής σύμβαση της Βαρσοβίας 1929» σημαίνει-
* την διεθνή σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικών με τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, που υπογράφηκε στην Βαρσοβία στις 12 Οκτωβρίου 1929, και κυρώθηκε με το περί Μεταφοράς δι’ Αέρος (Αποικίες, Προτεκτοράτα και Εμπιστευμένα Εδάφη) Διάταγμα του 1953,
* την διεθνή σύμβαση της Βαρσοβίας όπως τροποποιήθηκε στην Χάγη στις 28 Σεπτεμβρίου 1955, και κυρώθηκε με τον περί του Πρωτοκόλλου της Χάγης και της Συμβάσεως της Γκουανταλαχάρας (Κυρωτικό) Νόμο του 1970,
* την συμπληρωματική της συμβάσεως της Βαρσοβίας διεθνή σύμβαση που υπογράφηκε στην Γκουανταλαχάρα στις 18 Σεπτεμβρίου 1961 και κυρώθηκε με τον περί του Πρωτοκόλλου της Χάγης και της Συμβάσεως της Γκουανταλαχάρας (Κυρωτικό) Νόμο του 1970,
ανάλογα με το ποια από αυτές διέπει την σύμβαση μεταφοράς του συγκεκριμένου επιβάτη, καθώς και -
* όλες τις διεθνείς πράξεις που συμπληρώνουν την σύμβαση της Βαρσοβίας, συνδέονται με αυτήν και είναι σε ισχύ.
- “Διεθνής σύμβαση του Μόντρεαλ 1971”σημαίνει την διεθνή σύμβαση περί καταστολής παρανομών πράξεων στρεφόμενων κατά της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας, που υπογράφηκε στο Μόντρεαλ στις 23 Σεπτεμβρίου 1971 και κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως περί Καταστολής Παρανόμων Πράξεων στρεφομένων κατά της ασφάλειας της Πολιτικής Αεροπορίας (Κυρωτικό) Νόμο του 1973 - όπως συμπληρώθηκε με το πρωτόκολλο του Μόντρεαλ 1988 περί καταστολής παράνομων πράξεων βίας σε αερολιμένες που υπηρετούν την διεθνή πολιτική αεροπορία, που υπογράφηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1988 και κυρώθηκε με τον περί του Πρωτοκόλλου της Πόλης της Γουατεμάλας και των Τεσσάρων Πρωτοκόλλων του Μόντρεαλ (Κυρωτικό) Νόμο του 1989.
- «Διεθνής σύμβαση του Μόντρεαλ 1999» σημαίνει την διεθνή σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, που υπογράφηκε στο Μόντρεαλ στις 28 Αυγούστου 1999 και κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Σύμβασης για την Ενοποίηση Ορισμένων Κανόνων στις Διεθνείς Αεροπορικές Μεταφορές (Κυρωτικό) Νόμο του 2002.
- «Διεθνής σύμβαση του Σικάγου 1944» σημαίνει την διεθνή σύμβαση περί διεθνούς πολιτικής αεροπορίας, που υπογράφηκε στο Σικάγο στις 7 Δεκεμβρίου 1944 και κυρώθηκε με τον περί της Σύμβασης Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας του 1944 και Δεκατριών Πρωτόκολλων αυτής του 1947εως 1984 (Κυρωτικό) και περί συναφών Θεμάτων Νόμο του 1988.
- “Διεθνής σύμβαση του Τόκυο 1963” σημαίνει την διεθνή σύμβαση περί αδικημάτων και ετέρων πράξεων τελουμένων επί αεροσκαφών, που υπογράφηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1963 και κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως περί Αδικημάτων και Ετέρων Πράξεων Τελουμένων επί Αεροσκαφών (Κυρωτικό) Νόμο του 1972.
- “Διεθνής σύμβαση της Χάγης 1970” σημαίνει την διεθνή σύμβαση περί καταστολής παρανόμων καταλήψεων αεροσκαφών, που υπογράφηκε στην Χάγη στις 16 Δεκεμβρίου 1970 και κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως περί Καταστολής Παρανόμων Καταλήψεων Αεροσκαφών (Κυρωτικό) Νόμο του 1972.
- «Διερεύνηση αεροπορικού ατυχήματος ή συμβάντος», βλ. «έρευνα».
- «Διεύθυνση αερολιμένα» [Διαγράφηκε].
- «Διευκολύνσεις διανομής» [Διαγράφηκε].
- «Δικαιούχος αποζημιώσεως» (person entitled to compensation) σημαίνει τον επιβάτη ή οποιοδήποτε πρόσωπο που δικαιούται να εγείρει αξιώσεις αποζημιώσεως κατά του αερομεταφορέα, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο.
- «Δικαίωμα μεταφορών» (traffic right) σημαίνει το δικαίωμα ενός αερομεταφορέα να μεταφέρει επιβάτες ή/και φορτίο στο πλαίσιο ενός αεροπορικού δρομολογίου.
- «Δικαιώματα άδειας» (ratings) σημαίνουν τις παρατηρήσεις που αναγράφονται σε άδεια ή σε ξεχωριστό έγγραφο και που καθορίζουν ειδικούς όρους, δικαιώματα ή περιορισμούς συνδεδεμένους με την άδεια.
- «Διπλή κράτηση» [Διαγράφηκε].
- «Δρομολόγιο» (air service), βλ. «αεροπορικό δρομολόγιο».
- «Εθελοντής επιβάτης» [Διαγράφηκε].
- «Ειδικό Τραβηχτικό Δικαίωμα, ΕΤΔ» (Special Drawing Right, SDR) σημαίνει το δικαίωμα όπως ορίζεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (International Monetary Fund).
- «Εισιτήριο» (ticket) σημαίνει το έγκυρο έγγραφο που παρέχει αξίωση προς μεταφορά ή το ισοδύναμο του, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής μορφής του, το οποίο έχει εκδοθεί ή εγκριθεί από τον αερομεταφορέα ή τον εξουσιοδοτημένο πράκτορα του.
- «Έκτακτο αεροπορικό δρομολόγιο» (non-scheduled air service) σημαίνει το αεροπορικό δρομολόγιο που δεν είναι τακτικό.
(Βλ. επίσης «αεροπορικό δρομολόγιο», «αδιάκοπο αεροπορικό δρομολόγιο», «απευθείας αεροπορικό δρομολόγιο», «τακτικό αεροπορικό δρομολόγιο».)
- «Ελάχιστο Όριο Παροχής Υπηρεσίας διαχείρισης της ροής εναέριας κυκλοφορίας» σημαίνει:
-Αναφορικά με Υπηρεσίες διαχείρισης της ροής εναέριας κυκλοφορίας σε αεροσκάφη που υπερίπτανται του εδάφους της Δημοκρατίας, τη διατήρηση τριών τομέων ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας για την περίοδο μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου (περιλαμβανομένων) και δύο τομέων για την υπόλοιπη περίοδο του έτους, νοουμένου ότι σε κάθε περίπτωση, καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους, ο χρόνος ανοίγματος τομέων δεν θα είναι λιγότερος από το εβδομήντα πέντε τοις εκατό της υπηρεσίας που καθορίζει η Κεντρική Μονάδα διαχείρισης της ροής της εναέριας κυκλοφορίας.
-Αναφορικά με Υπηρεσίες διαχείρισης της ροής εναέριας κυκλοφορίας σε αεροσκάφη που ευρίσκονται εν πτήσει ή κινούνται στην περιοχή ελιγμών ορισμένου αεροδρομίου, τη συνεχή διατήρηση της παρεχόμενης υπηρεσίας με διακοπή των υπηρεσιών όχι συχνότερα από μία φορά ανά εβδομάδα και για διάρκεια όχι μεγαλύτερη από δύο ώρες κάθε φορά, νοουμένου ότι σε ουδεμία τέτοια διακοπή θα επηρεάζονται περισσότερες από οκτώ πτήσεις και ότι τέτοιες διακοπές δεν θα γίνονται ταυτόχρονα στους αερολιμένες Λάρνακας και Πάφου.
- «Έλεγχος» (control), βλ. «αποτελεσματικός έλεγχος».
- «Εμπλεκόμενο πρόσωπο» (person involved) σημαίνει -
(α) ιδιοκτήτη, μέλος πληρώματος ή φορέα εκμετάλλευσης του εμπλεκόμενου σε ατύχημα ή σοβαρό συμβάν αεροσκάφους·
(β) κάθε πρόσωπο εμπλεκόμενο στη συντήρηση, σχεδιασμό, κατασκευή του εν λόγω αεροσκάφους ή στην κατάρτιση του προσωπικού του·
(γ) κάθε πρόσωπο εμπλεκόμενο στην παροχή υπηρεσιών ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας, πληροφοριών πτήσης ή αερολιμενικής εξυπηρέτησης, που έχει παράσχει υπηρεσίες για το αεροσκάφος·
(δ) το προσωπικό της αρμόδιας αρχής· ή
(ε) το προσωπικό του EASA·
- «Εν πτήσει» (in flight) βλ. «αεροσκάφος εν πτήσει».
- «Εναέρια κυκλοφορία» (air traffic) σημαίνει το σύνολο των αεροσκαφών που ευρίσκονται εν πτήσει ή κινούνται στην περιοχή ελιγμών ορισμένου αεροδρομίου.
- «Ενδοκοινοτική πτήση» (intra-Community flight) σημαίνει την πτήση αεροσκάφους μεταξύ δύο κοινοτικών αεροδρομίων χωρίς ενδιάμεσες στάσεις, η οποία δεν αναχωρεί από αεροδρόμιο τρίτης χώρας ούτε φθάνει σε τέτοιο αεροδρόμιο.
- «Εντεταλμένος επιθεωρητής» (investigator-in-charge) σημαίνει το μέλος της Επιτροπής Εξερευνήσεως Αεροπορικών Ατυχημάτων και Συμβάντων στο οποίο ανατίθεται, με βάση τα προσόντα του, η ευθύνη για την διοργάνωση, την διεξαγωγή και τον έλεγχο μιας έρευνας.
- «Επαναπιστοποιημένο πολιτικό υποηχητικό αεριωθούμενο αεροπλάνο» (recertificated civil subsonic jet aeroplane) σημαίνει το αεριωθούμενο υποηχητικό πολιτικό αεροπλάνο, για το οποίο είχε αρχικά εκδοθεί πιστοποιητικό θορύβου βάσει των προδιαγραφών του Κεφαλαίου 2 ή ισοδύναμων προδιαγραφών, ή για το οποίο δεν είχε αρχικά εκδοθεί πιστοποιητικό θορύβου, και το οποίο έχει τροποποιηθεί με τρόπο που να ικανοποιεί τις προδιαγραφές του Κεφαλαίου 3 είτε άμεσα με την λήψη τεχνικών μέτρων είτε έμμεσα με την επιβολή λειτουργικών περιορισμών. Το αεριωθούμενο υποηχητικό πολιτικό αεροπλάνο, για το οποίο αρχικά μπορούσε να εκδοθεί μόνο διπλό πιστοποιητικό βάσει των προδιαγραφών του κεφαλαίου 3 επιβάλλοντας περιορισμούς βάρους, θεωρείται ως επαναπιστοποιημενό. Το αεριωθούμενο υποηχητικό πολιτικό αεροπλάνο το οποίο έχει τροποποιηθεί με τρόπο που να ικανοποιεί τις προδιαγραφές του Κεφαλαίου 3, αντικαθιστώντας πλήρως τους κινητήρες του με νέους που έχουν αναλόγια παρακάμψεως τουλάχιστον τρία, δεν θεωρείται ως επαναπιστοποιημένο αεροπλάνο.
(Βλ. «αεριωθούμενο υποηχητικό πολιτικό αεροπλάνο»).
- «Επιβεβαιωμένη κράτηση» [Διαγράφηκε].
- «Επικύρωση» (validation) σημαίνει τη ρητή δήλωση της Δημοκρατίας ή ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή ενός κράτους που ανήκει στον Ευρωπαϊκό Κοινό Αεροπορικό Χώρο ότι μια άδεια που εκδόθηκε από ένα από τα κράτη αυτά μπορεί να χρησιμοποιείται όπως μια άδεια που εκδόθηκε από το κράτος που επικυρώνει.
- «Επιχείρηση» (undertaking) σημαίνει κάθε φυσικό πρόσωπο, κάθε νομικό πρόσωπο κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα, κάθε δημόσιο οργανισμό με ή χωρίς νομική προσωπικότητα.
- «Επιχειρησιακό αεροσκάφος» (business aircraft), βλ. “τουριστικό ή επιχειρησιακό αεροσκάφος”.
- «Επιχειρησιακό πρόγραμμα» (business plan) σημαίνει την λεπτομερή περιγραφή των προβλεπόμενων εμπορικών δραστηριοτήτων του αερομεταφορέα για μια συγκεκριμένη περίοδο, ιδίως σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς και των σχεδιαζόμενων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών και οικονομικών επιπτώσεων των δραστηριοτήτων αυτών.
- «Έρευνα» (investigation) σημαίνει την διαδικασία που διεξάγεται με σκοπό την πρόληψη ατυχημάτων και συμβάντων και περιλαμβάνει την συλλογή και ανάλυση πληροφοριών, την συναγωγή πορισμάτων, συμπεριλαμβανόμενου του καθορισμού του αίτιου ή των αιτιών και, οπού πρόσφορο, την έκδοση συστάσεων ασφαλείας.
- «ΕΤΔ» (SDR, Special Drawing Right) σημαίνει το ειδικό τραβηχτικό δικαίωμα, όπως αυτό ορίζεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
- «Ευρωπαϊκός Κοινός Αεροπορικός Χώρος», βλ. «Συμφωνία Ευρωπαϊκού Κοινού Αεροπορικού Χώρου».
- «Ζώνη κυκλοφορίας αεροδρομίου» (aerodrome traffic zone) σημαίνει τον εναέριο χώρο καθορισμένων διαστάσεων υπεράνω του αεροδρομίου, ο οποίος υπηρετεί την προστασία της κυκλοφορίας αεροδρομίου.
- «Ηλεκτρονικό σύστημα κρατήσεων» [Διαγράφηκε].
- «Θανάσιμος τραυματισμός» (fatal injury) σημαίνει τον τραυματισμό προσώπου σε ατύχημα με συνέπεια τον θάνατο του εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία του ατυχήματος.
(Bλ. επίσης «τραυματισμός».)
- «Ιδιωτικό αεροδρόμιο» (private aerodrome) σημαίνει το αεροδρόμιο που δεν είναι δημόσιο.
- «Ιπτάμενο τεχνικό πλήρωμα» (flying technical crew) περιλαμβάνει τους χειριστές, πλοηγούς και μηχανικούς με έγκυρες επαγγελματικές άδειες, που ασκούν καθήκοντα αφορώντα άμεσα τον χειρισμό του αεροσκάφους κατά την πτήση.
(Bλ. επίσης «πλήρωμα θαλάμου επιβατών».)
- «Κανονικό κόμιστρο» [Διαγράφηκε].
- «Κανονισμός» σημαίνει τον κανονισμό που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 259 (εξουσιοδοτήσεις προς το Υπουργικό Συμβούλιο) παράγραφοι 1 εώς 5.
- «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 996/2010» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 996/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Οκτωβρίου 2010 σχετικά με τη διερεύνηση και την πρόληψη ατυχημάτων και συμβάντων στην πολιτική αεροπορία και την κατάργηση της οδηγίας 94/56/ΕΚ, όπως τροποποιείται ή αντικαθίσταται εκάστοτε.
- «Καταγραφέας πτήσεως» (flight recorder) σημαίνει καταγραφέα οποιουδήποτε τύπου, εγκατεστημένο στο αεροσκάφος με σκοπό να διευκολύνει την διερεύνηση ατυχήματος ή συμβάντος.
- «Καταναλωτής» (consumer) σημαίνει το πρόσωπο που ζητεί πληροφορίες ή προτίθεται να αγοράσει ή χρησιμοποιεί προϊόν αεροπορικής μεταφοράς.
- «Κεντρική Μονάδα διαχείρισης της ροής της εναέριας κυκλοφορίας» σημαίνει την κεντρική μονάδα διαχείρισης της ροής της εναέριας κυκλοφορίας την οποία έχει συστήσει o Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας (EUROCONTROL), η οποία έχει αναλάβει το σχεδιασμό, το συντονισμό και την εκτέλεση των μέτρων διαχείρισης της ροής της εναέριας κυκλοφορίας.
- «Κεφάλαιο 2» και «κεφάλαιο 3» ( chapter 2, chapter 3) σημαίνουν τις προδιαγραφές θορύβου όπως ορίζονται στον Τόμο Ι, Μέρος ΙΙ, Κεφάλαιο 2 και Κεφάλαιο 3, αντιστοίχως, του Παραρτήματος 16 της Διεθνούς Συμβάσεως του Σικάγου.
- «Κίνηση αεροσκάφους» (aircraft movement) σε ένα αεροδρόμιο σημαίνει την προσγείωση ή απογείωση αεροσκάφους στο αεροδρόμιο αυτό.
- «Κίνηση επιβάτη» (passenger movement) σε ένα αεροδρόμιο σημαίνει την αποβίβαση ή επιβίβαση επιβάτη σε ή από αεροσκάφος που προσγειώθηκε ή πρόκειται να απογειωθεί στο αεροδρόμιο αυτό.
- «Κοινοτικό αεροδρόμιο» (Community aerodrome), σημαίνει αεροδρόμιο που βρίσκεται στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
- «Κοινοτικός αερολιμένας» (Community airport) σημαίνει αερολιμένα που βρίσκεται στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
- «Κοινοτικός αερομεταφορέας» (Community air carrier) σημαίνει τον αερομεταφορέα του οποίου η άδεια εκμεταλλεύσεως έχει εκδοθεί από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.
- «Κοινοτικός αερομεταφορέας φορτίου» (Community air cargo carrier) σημαίνει
* τον αερομεταφορέα φορτίου, ο όποιος έχει και διατηρεί την κεντρική του διοίκηση και τον κύριο τόπο εργασιών του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και του οποίου η πλειοψηφία των μετοχών είναι και παραμένει στην κατοχή κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ή/και υπηκόων κρατών μελών, και η όποια είναι και συνεχίζει να βρίσκεται υπό τον αποτελεσματικό έλεγχο των κρατών ή πρόσωπων αυτών, ή
* τον αερομεταφορέα φορτίου, που ανταποκρίνεται στον ορισμό του κοινοτικού αερομεταφορέα.
(Βλ. επίσης «αερομεταφορέας», «αερομεταφορέας του Ευρωπαϊκού Κοινού Αεροπορικού Χώρου».)
- «Κόμιστρο» [Διαγράφηκε].
- «Κρατική υπηρεσία» σημαίνει την υπηρεσία που εξυπηρετεί κρατικούς σκοπούς και περιλαμβάνει και τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία, το τελωνείο και την πυροσβεστική υπηρεσία.
- «Κρατικό αεροδρόμιο» (state aerodrome) σημαίνει το αεροδρόμιο που χρησιμοποιείται για σκοπούς των κρατικών υπηρεσιών και περιλαμβάνει και τα στρατιωτικά αεροδρόμια.
- «Κρατικό αεροσκάφος» (state aircraft) σημαίνει το αεροσκάφος που χρησιμοποιείται για σκοπούς των κρατικών υπηρεσιών και περιλαμβάνει και τα στρατιωτικά αεροσκάφη.
- «Κράτος εκμεταλλεύσεως» (state of the operator) σημαίνει το κράτος στην επικράτεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως που εκμεταλλευτεί το αεροσκάφος ή, αν δεν υπάρχει έδρα, η κατοικία του προσώπου που εκμεταλλεύεται το αεροσκάφος.
- «Κράτος κατασκευής» (state of manufacture) σημαίνει το κράτος το οποίο ασκεί δικαιοδοσία επί της επιχειρήσεως η όποια είναι υπεύθυνη για την τελική συναρμολόγηση του αεροσκάφους.
- «Κράτος νηολογήσεως» (state of registry) σημαίνει το κράτος στο νηολόγιο του οποίου είναι εγγεγραμμένο το αεροσκάφος.
- «Κράτος περιστατικού» (state of occurrence) σημαίνει το κράτος στην επικράτεια του οποίου λαμβάνει χωρά αεροπορικό ατύχημα ή συμβάν.
- «Κράτος σχεδιασμού» (state of design) σημαίνει το κράτος το οποίο ασκεί δικαιοδοσία επί της επιχειρήσεως η όποια είναι υπεύθυνη για τον σχεδιασμό του τύπου του αεροσκάφους.
- «Κυβερνήτης» (pilot in-command) σημαίνει τον χειριστή, ο όποιος ορίσθηκε από τον εκμεταλλευόμενο το αεροσκάφος ως κυβερνήτης του αεροσκάφους, ή, έλλειψη τέτοιου προσώπου ή, αν ο κυβερνήτης χάσει για οποιονδήποτε λόγο την ικανότητα να κυβερνά το αεροσκάφος, το πρόσωπο που κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο κυβερνά το αεροσκάφος.
- «Κυκλοφορία αεροδρόμιου» (aerodrome traffic) σημαίνει την επί του εδάφους κυκλοφορία αεροσκαφών όντος της περιοχής ελιγμών του αεροδρόμιου, και την κυκλοφορία αεροσκαφών που εισέρχονται, εξέρχονται ή ευρίσκονται όντος του αεροδρόμιου, καθώς και την κυκλοφορία ιπτάμενων αεροσκαφών που βρίσκονται υπεράνω ή πλησίον του αεροδρόμιου.
(Βλ. επίσης «εναέρια κυκλοφορία».)
- «Κυπριακό αεροσκάφος» σημαίνει αεροσκάφος εγγεγραμμένο στο Κυπριακό Νηολόγιο Αεροσκαφών δυνάμει του άρθρου 11 (εγγραφή).
- «Κυπριακός εναέριος χώρος» σημαίνει τον εναέριο χώρο της Δημοκρατίας.
- «Κύριο έκθεμα» [Διαγράφηκε].
- «Λειτουργικός περιορισμός» (operational restriction) σημαίνει τον περιορισμό μάζας που επιβάλλεται στο αεροπλάνο ή/και τον λειτουργικό περιορισμό όντος του πεδίου έλεγχου του κυβερνήτη αεροσκάφους ή του εκμεταλλευομένου το αεροσκάφος, όπως η μειωμένη χρήση των πτερυγίων.
- «Λογαριασμός διαχειρίσεως» (management account) σημαίνει την λεπτομερή αναφορά εσόδων και εξόδων κατά την συγκεκριμένη περίοδο με μιαν ανάλυση των σχετικών με τις αεροπορικές μεταφορές και των λοιπών δραστηριοτήτων, καθώς και των χρηματικών και μη χρηματικών στοιχείων.
- «Μητρικός αερομεταφορέας» (parent air carrier) σημαίνει τον αερομεταφορέα ο όποιος, άμεσα ή έμμεσα, μόνος ή από κοινού με άλλους, έχει την κυριότητα ενός πωλητή συστημάτων ή ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επ’ αυτού, καθώς και τον αερομεταφορέα ο όποιος ανήκει στον μητρικό αερομεταφορέα ή ελέγχεται αποτελεσματικά από αυτόν.
- «Νεοεισερχόμενος αερομεταφορέας» [Διαγράφηκε].
- « Οδηγία 2009/12/ΕΚ», σημαίνει την Οδηγία 2009/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2009 για τα αερολιμενικά τέλη, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
- «Οργανισμός εκμεταλλεύσεως αερολιμένα» (airport operator) σημαίνει το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου που κατέχει αδεία αερολιμένα.
- «Πάροχος υπηρεσιών εδάφους» (supplier of groundhandling services) σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει σε τρίτους μια ή περισσότερες κατηγορίες υπηρεσιών εδάφους.
- «Παράρτημα 16/5» (Αnnex 16/5) σημαίνει τον Τόμο Ι (Θόρυβος Αεροσκαφών) του Παραρτήματος 16 της Διεθνούς Συμβάσεως του Σικάγου, όπως αυτό ισχύει από 26 Νοέμβριου 1981, συμφώνα με την Τροποποίηση 5.
- «Πεδίο προσγειώσεως» (airfield) σημαίνει το αεροδρόμιο που δεν είναι αερολιμένας.
- «Περίοδος προγραμματισμού δρομολογίων» (scheduling period) σημαίνει την θερινή ή χειμερινή περίοδο στα προγράμματα των αερομεταφορέων.
- «Περιοχή αεροδρόμιου» (aerodrome area) σημαίνει την οριζόμενη στο άρθρο 38 (περιορισμοί κυριότητας) παράγραφος 3 περιοχή.
- «Περιοχή ελιγμών» (manoeuvring area) σημαίνει το τμήμα του αεροδρόμιου το οποίο χρησιμοποιείται για την προσγείωση και απογείωση αεροσκαφών, καθώς και για τις κινήσεις αεροσκαφών που σχετίζονται με προσγειώσεις και απογειώσεις, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται οι χώροι σταθμεύσεως.
- «Περιοχή κινήσεως» (movement area) σημαίνει το τμήμα του αεροδρομίου το οποίο χρησιμοποιείται για την επί του εδάφους κίνηση αεροσκαφών και περιλαμβάνει την περιοχή ελιγμών και τους χώρους σταθμεύσεως.
(Βλ. επίσης «απαγορευμένη περιοχή».)
- «Πιστοποιητικό αερομεταφορέα» (air operator’s certificate, AOC) σημαίνει το έγγραφο το οποίο -
–χορηγείται σε επιχείρηση ή ομάδα επιχειρήσεων από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας ή την αρμόδια αρχή αλλού κράτους, και
- πιστοποιεί ότι ο εν λόγω αερομεταφορέας διαθέτει την επαγγελματική ικανότητα και οργάνωση να εξασφαλίζει την ασφαλή λειτουργιά αεροσκαφών για τις αεροπορικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο πιστοποιητικό.
-«Πιστοποιητικό θορύβου» σημαίνει το προβλεπόμενο στο άρθρο 203 (Χρήση Αεριωθούμενων υποηχητικών πολιτικών αεροπλάνων) πιστοποιητικό θορύβου, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή ή αρμόδια αρχή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Συμβαλλόμενου Μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινού Αεροπορικού Χώρου·
-«Πιστοποιητικό καταλληλότητας για πτήση» (certificate of fitness for flight) σημαίνει το πιστοποιητικό που εκδίδει μηχανικός Συντηρήσεως αεροσκαφών συμφώνα με τα οριζόμενα σε κανονισμό.
-«πιστοποιητικό πτητικής ικανότητας» σημαίνει το πιστοποιητικό ή τη έγκριση που προβλέπεται στο άρθρο 16·
-«Πλήρωμα θαλάμου επιβατών» (passenger cabin crew) περιλαμβάνει τους φροντιστές και τους αεροσυνοδούς.
(Βλ. επίσης «ιπτάμενο τεχνικό πλήρωμα».)
- «Πολιτικό αεροδρόμιο» (civil aerodrome) σημαίνει το μη κρατικό αεροδρόμιο.
- «Πολιτικό αεροσκάφος» (civil aircraft) σημαίνει το μη κρατικό αεροσκάφος.
- «Προϊόν αεροπορικής μεταφοράς» (air transport product) σημαίνει τόσο το απλό όσο και το συνδυασμένο προϊόν αεροπορικής μεταφοράς.
(Βλ. «απλό προϊόν αεροπορικής μεταφοράς», «συνδυασμένο προϊόν αεροπορικής μεταφοράς».)
- «Προσγείωση» (landing) περιλαμβάνει και την προσθαλάσσωση.
- «Πρωτόκολλο Βρυξελλών 1997» ( Brussels Protocol 1997) σημαίνει το (τροποποιημένο μεταγενέστερα) πρωτόκολλο ενοποιήσεως της διεθνούς συμβάσεως Εurocontrol σχετικά με την συνεργασία για την ασφάλεια της αεροναυτιλίας της 13 Δεκεμβρίου 1960, το οποίο υπογράφηκε στις 27 Ιουνίου 1997 στις Βρυξέλλες και κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Συμβάσεως Eurocontrol (Κυρωτικούς) Νομούς του 1990 και του 2000.
-«Πώλησης θέσεων μόνο» (seat-only sales) σημαίνει την πώληση θέσεων χωρίς οποιαδήποτε άλλη συνδυαζόμενη υπηρεσία, π.χ. την παροχή καταλύματος, απευθείας στο κοινό από τον αερομεταφορέα ή τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο του ή ένα ναυλωτή.
- «Πωλητής συστημάτων» [Διαγράφηκε].
- «Σοβαρό συμβάν» (serious incident) σημαίνει συμβάν συνδεόμενο με τη λειτουργία αεροσκάφους και συντελούμενο υπό συνθήκες από τις οποίες διαφαίνεται ότι υπήρξε μεγάλη πιθανότητα να σημειωθεί ατύχημα, το οποίο επέρχεται, στην περίπτωση επανδρωμένου αεροσκάφους, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της στιγμής που οιονδήποτε πρόσωπο επιβιβάζεται στο αεροσκάφος για να αναχωρήσει με την πτήση και τη στιγμή που όλοι οι επιβαίνοντες στο αεροσκάφος έχουν αποβιβασθεί ή στην περίπτωση μη επανδρωμένου αεροσκάφους, κατά το χρονικό διάστημα από τη στιγμή που το αεροσκάφος είναι έτοιμο να κινηθεί για να αναχωρήσει μέχρι τη στιγμή που φθάνει στο τέλος της διαδικασίας της πτήσης και το πρωτογενές σύστημα πρόωσης απενεργοποιείται και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα συμβάντα που παρατίθενται στο Παράρτημα του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 996/2010, τα οποία όπως αναφέρεται στο εν λόγω Παράρτημα, πιθανόν να αποτελέσουν σοβαρό συμβάν.
- «Σοβαρός τραυματισμός» (serious injury) σημαίνει τον τραυματισμό προσώπου-
* σε περιστατικό στο οποίο οδήγησε επαληθευμένη έκθεση σε μολυσματικές ουσίες ή σε επιβλαβείς ακτινοβολίες, ή
* σε περιστατικό το οποίο είχε τις έξης συνέπειες:
(α) ανάγκη νοσηλείας σε νοσοκομείο διάρκειας 48 τουλάχιστον ωρών, που άρχισαν εντός επτά ημερών από την ημέρα του τραυματισμού, ή
(β) κάταγμα οποιουδήποτε οστού, έκτος από απλά κατάγματα της μύτης, δακτύλων του χεριού ή δακτύλων του ποδιού, ή
(γ) λύση της συνέχειας ιστών με αποτέλεσμα σοβαρή αιμορραγία ή βλάβη νεύρων, μυών ή τενόντων, ή
(δ) βλάβη σε οποιοδήποτε εσωτερικό όργανο, ή
(ε) εγκαύματα δευτέρου ή τρίτου βαθμού ή οποιαδήποτε άλλα εγκαύματα σε ποσοστό μεγαλύτερο του 5% της επιφάνειας του σώματος.
(Βλ. επίσης «θανάσιμος τραυματισμός»).
- «Στάθμευση», βλ. «χώρος σταθμεύσεως.
- «συγγενείς» (relatives) σημαίνει το στενό οικογενειακό περιβάλλον και/ή τους πλησιέστερους συγγενείς και/ή τα άτομα του άμεσου περιβάλλοντος του θύματος του ατυχήματος.
- «Συμβάν» (incident) σημαίνει το γεγονός το οποίο, χωρίς να είναι ατύχημα, συσχετίζεται με χρήση αεροσκάφους, η όποια θέτει ή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια της λειτουργίας του.
- «Συμμέτοχος αερομεταφορέας» [Διαγράφηκε].
-«Συμφωνία για την Ίδρυση Ευρωπαϊκού Κοινού Αεροπορικού Χώρου» σημαίνει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο που υπογράφθηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαΐου 1992, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται, και για τους σκοπούς του δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου κεφαλαίου του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνει τη Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές, η οποία υπογράφθηκε στο Λουξεμβούργο στις 21.6.1999, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται·
-«Συνδυασμένη Αεροπορική Προδιαγραφή» (Joint Aviation Requirement, JAR) σημαίνει μια προδιαγραφή θεσπιζομένη από τις Συνδυασμένες Αεροπορικές Αρχές (Joint Aviation Authorities, JAA), ένα κλάδο της Ευρωπαϊκής Συνδιασκέψεως Πολίτικης Αεροπορίας (European Civil Aviation Conference, ECAC).
- «Συνδρομητής ηλεκτρονικού συστήματος κρατήσεων» [Διαγράφηκε].
- «Συνδυασμένο προϊόν αεροπορικής μεταφοράς» (bundled air transport product) σημαίνει τον προετοιμασμένο συνδυασμό απλού προϊόντος αεροπορικής μεταφοράς με άλλες υπηρεσίες μη βοηθητικές της αεροπορικής μεταφοράς, ο όποιος συνδυασμός προσφέρεται προς πώληση ή/και πωλείται σε συνολική τιμή.
(Βλ. επίσης «προϊόν αεροπορικής μεταφοράς», «απλό προϊόν αεροπορικής μεταφοράς».
«Συνολικός πολίτικος υποηχητικός αεριωθούμενος στόλος» (total civil subsonic jet fleet) σημαίνει το σύνολο του στόλου πολιτικών υποηχητικών αεριωθούμενων αεροσκαφών που είναι στην διάθεση ενός αερομεταφορέα, είτε κατά κυριότητα είτε κατά οποιαδήποτε μορφή χρηματοδοτικής μισθώσεως διάρκειας ενός τουλάχιστον έτους.
- «Σύσταση ασφαλείας» (safety recommendation) σημαίνει πρόταση της Επιτροπής Διερευνήσεως Αεροπορικών Ατυχημάτων και Συμβάντων, που βασίζεται σε πληροφορίες που προέκυψαν από έρευνα ή άλλες πηγές, όπως μελέτες ασφαλείας, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την πρόληψη ατυχήματος και συμβάντος.
- «Σύστημα αερολιμένων» (airport system) σημαίνει δύο ή περισσότερους αερολιμένες, οι οποίοι εξυπηρετούν μαζί την ίδια πόλη ή το ίδιο αστικό κέντρο.
- «Τακτική πτήση» (scheduled flight) σημαίνει την πτήση, η όποια έχει όλα τα εξής χαρακτηριστικά:
(α) εκτελείται με αεροσκάφη προορισμένα για την μεταφορά επιβατών ή/και φορτίου, έναντι αμοιβής και με τρόπο ώστε κάθε πτήση διαθέτει θέσεις προς ατομική πώληση στο κοινό, είτε απευθείας από τον αερομεταφορέα είτε από τους εξουσιοδοτημένους πράκτορες του,
(β) εξυπηρετεί την σύνδεση δύο ή περισσότερων, πάντοτε των ιδίων αερολιμένων, είτε συμφώνα με ένα δημοσιευμένο πρόγραμμα είτε με πτήσεις τόσο τακτικές ή συχνές, ώστε να πρόκειται προφανώς για συστηματική σειρά.
- «Τακτικό αεροπορικό δρομολόγιο» (scheduled air service) σημαίνει το αεροπορικό δρομολόγιο που έχει όλα τα εξής χαρακτηριστικά:
(α) εκτελείται με αεροσκάφη προορισμένα για την μεταφορά επιβατών ή/και φορτίου, έναντι αμοιβής και με τρόπο ώστε κάθε πτήση διαθέτει θέσεις προς ατομική πώληση στο κοινό, είτε απευθείας από τον αερομεταφορέα είτε από τους εξουσιοδοτημένους πράκτορες του,
(β) εξυπηρετεί την σύνδεση δύο ή περισσότερων, πάντοτε των ίδιων αερολιμένων, είτε συμφώνα με ένα δημοσιευμένο πρόγραμμα είτε με πτήσεις τόσο τακτικές ή συχνές, ώστε να πρόκειται προφανώς για συστηματική σειρά.
- «Τέλη» (charges, fees) σημαίνουν δικαιώματα.
- «Τέλη άδειας αερολιμένα» (airport licence charges) σημαίνουν τα κατά το άρθρο 33 (αδεία αεροδρομίου) παράγραφος 11 τέλη.
- «Τέλη άδειας χειριστή» (pilot licence charges) σημαίνουν τα κατά το άρθρο 20 (αδεία χειριστή αεροσκάφους) παράγραφος 5 τέλη.
- « Τέλη αερολιμένα» (airport charges) σημαίνει την εισφορά που εισπράττεται από τον Φορέα Διαχείρισης Αερολιμένα και καταβάλλεται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που μεταφέρουν αεροπορικώς επιβάτες, ταχυδρομείο ή και φορτίο, από ή προς το συγκεκριμένο δρομολόγιο για τη χρήση των διευκολύνσεων και των υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται αποκλειστικά από τον Φορέα Διαχείρισης Αερολιμένα και αφορούν την προσγείωση, την απογείωση, το φωτισμό και τη στάθμευση αεροσκαφών καθώς και τη διακίνηση επιβατών και φορτίου.
- «Τέλη έλεγχου εναέριας κυκλοφορίας» (air traffic control charges) σημαίνουν τα κατά το άρθρο 90 (κόστος) παράγραφος 3 τέλη.
- «Τέλη Eurocontrol» (Eurocontrol charges) σημαίνουν τα κατά το άρθρο 5 (δικαίωμα χρήσεως του εναέριου χώρου) παράγραφος 2 και άρθρο 262 (τέλη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια της Αεροπλοΐας) και τους κανονισμούς που εκδίδονται βάσει αυτού.
- «Τέλη ηλεκτρονικού συστήματος κρατήσεων» [Διαγράφηκε].
- «Τέλη Κυπριακού Νηολογίου Αεροσκαφών» σημαίνουν τα κατά το άρθρο 10 (Κυπριακό Νηολόγιο Αεροσκαφών) τέλη.
- «Τέλη τεχνικού έλεγχου» σημαίνουν τα κατά το άρθρο 17 (τεχνικός έλεγχος πτητικής ικανότητας) παράγραφος 9 και το άρθρο 35 (τεχνικός έλεγχος αεροδρομίων) παράγραφος 7 τέλη.
- «Τελικός προορισμός» (final destination) σημαίνει τον προορισμό, ο οποίος αναγράφεται στο παρουσιαζόμενο προς έλεγχο εισιτήριο ή, σε περίπτωση διαδοχικών πτήσεων, στο απόκομμα του εισιτήριου που αντιστοιχεί στην τελευταία πτήση. Ανταποκρίσεις, οι οποίες μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς δυσχέρεια, έστω και αν η άρνηση επιβιβάσεως προκάλεσε καθυστέρηση, δεν λαμβάνονται υπ’ όψη.
- «Τιμή ναυλώσεως» [Διαγράφηκε].
- «Τιμή ναυλώσεως κατά θέση» [Διαγράφηκε].
- «Τουριστικό ή επιχειρησιακό αεροσκάφος» (tourist or business aircraft) σημαίνει το ιδιωτικό αεροσκάφος που προορίζεται για ταξίδια με δρομολόγιο καθοριζόμενο κατά την επιθυμία του χρηστή.
- «Τρίτη χωρά» (third country) ή «τρίτο κράτος» (third state) σημαίνει χωρά (κράτος), εκτός της Δημοκρατίας, που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ούτε ανήκει στον Ευρωπαϊκό Κοινό Αεροπορικό Χώρο.
- «Υπερκρατημένη πτήση» [Διαγράφηκε].
- «Υπεύθυνος εκμεταλλεύσεως αεροδρομίου» (aerodrome operator) σημαίνει την διεύθυνση αεροδρομίου (βλ. ορισμό του όρου αυτού).
- «Υπεύθυνος εκμεταλλεύσεως αεροσκάφους» (aircraft operator) σημαίνει το πρόσωπο, τον οργανισμό ή την επιχείρηση που εκμεταλλεύεται ή προτίθεται να εκμεταλλευτεί ένα ή περισσότερα αεροσκάφη.
- «Υπεύθυνος εκμεταλλεύσεως πεδίου προσγειώσεως» (airfield operator) σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου που κατέχει αδεία πεδίου προσγειώσεως.
- «Υπηρεσία», βλ. «κρατική υπηρεσία».
- «Υπηρεσίες διαχείρισης της ροής εναέριας κυκλοφορίας» σημαίνει:
(α) την εξυπηρέτηση της εναέριας κυκλοφορίας, συμπεριλαμβανομένων των γραφείων υποβολής αναφορών και των υπηρεσιών ελέγχου αεροδρομίων·
(β) τις υπηρεσίες αεροναυτικών πληροφοριών·
(γ) τη διαχείριση του εναερίου χώρου·
(δ) τη διαχείριση αερολιμένων·
(ε) τη ροή της εναέριας κυκλοφορίας·
(στ) το συντονισμό χρονοθυρίδων.
- «Υπηρεσίες εδάφους» (groundhandling services) σημαίνουν τις καθοριζόμενες στο άρθρο 65 (κατάλογος υπηρεσιών εδάφους) υπηρεσίες.
(Βλ. επίσης «αεροναυτιλιακές υπηρεσίες».)
- «Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων.
- «Υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας» (public service obligation) σημαίνει την υποχρέωση που επιβάλλεται σε αερομεταφορέα σχετικά με αεροπορική γραμμή, στην οποία έχει εξουσιοδοτηθεί από την Δημοκρατία να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζει την εκτέλεση ενός δρομολογίου με τρόπο που να εκπληρώνει ορισμένες στάθμες συνεχείας, τακτικότητας, χωρητικότητας και τιμών, τις οποίες ο αερομεταφορέας δεν θα ικανοποιούσε, αν λάμβανε υπ’ όψη αποκλειστικά το εμπορικό του συμφέρον.
- «Φορέας Διαχείρισης Αερολιμένα» σημαίνει τον φορέα ο οποίος σε συνδυασμό ή όχι με άλλες δραστηριότητες ανάλογα με την περίπτωση, έχει ως στόχο δυνάμει εθνικών, νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων ή συμβάσεων, τη διοίκηση και την διαχείριση των αερολιμενικών υποδομών ή των υποδομών αερολιμενικών συστημάτων και το συντονισμό και τον έλεγχο δραστηριοτήτων των διάφορων αερομεταφορέων που εξυπηρετούν τους συγκεκριμένους αερολιμένες ή αερολιμενικά συστήματα.
- «Φορτίο» (cargo, freight) περιλαμβάνει και ταχυδρομείο και ζώα.
- «Χρονοθυρίδα» [Διαγράφηκε].
- «Χρήστης αερολιμένα» (airport user) σημαίνει τον επιβάτη, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που μεταφέρει αεροπορικώς επιβάτες ή/και φορτίο από ή προς ορισμένο αερολιμένα, καθώς και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες και διευκολύνσεις του αερολιμένα.
- «Χωρητικότητα» (capacity) σημαίνει τον αριθμό των θέσεων που διατίθενται προς πώληση στο κοινό σε ένα τακτικό αεροπορικό δρομολόγιο κατά την διάρκεια μιας δεδομένης χρονικής περιόδου.
- «Χώρος σταθμεύσεως» (apron) σημαίνει το τμήμα του αεροδρομίου το οποίο χρησιμοποιείται για την υποδοχή αεροσκαφών με σκοπό την επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών, φόρτωση ή εκφόρτωση φορτίου, ανεφοδιασμό, στάθμευση ή συντήρηση.