2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«άδεια εκπομπής αερίων αποβλήτων» σημαίνει την άδεια που χορηγείται, σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί Ελέγχου της Ρύπανσης της Ατμόσφαιρας Νόμου του 2002·
«αμυλούχα φυτά» σημαίνει φυτά, στα οποία συγκαταλέγονται κυρίως τα σιτηρά, ανεξαρτήτως εάν χρησιμοποιείται μόνο ο σπόρος ή ολόκληρο το φυτό, όπως στην περίπτωση του χλωρού αραβόσιτου, οι κόνδυλοι και τα ριζώματα, όπως οι πατάτες, το κολοκάσι, οι γλυκοπατάτες, η μανιόκα και η διοσκουρέα, καθώς και οι βολβοί, όπως η κολοκασία η εδώδιμος και το ξανθόσωμα το βελόφυλλο·
«ανανεώσιμα υγρά και αέρια καύσιμα κίνησης μη βιολογικής προέλευσης» σημαίνει υγρά ή αέρια καύσιμα, εξαιρουμένων των βιοκαυσίμων, το ενεργειακό περιεχόμενο των οποίων προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, εξαιρουμένης της βιομάζας, και τα οποία χρησιμοποιούνται στις μεταφορές·
«απόβλητο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί Στερεών και Επικίνδυνων Αποβλήτων Νόμο˙
«αποθήκη» σημαίνει οποιαδήποτε δεξαμενή αποθήκευσης πετρελαιοειδών και καυσίμων και περιλαμβάνει τις δεξαμενές των οχημάτων μεταφοράς πετρελαιοειδών και καυσίμων, τις δεξαμενές πετρελαιοειδών και καυσίμων πλοίων και οποιαδήποτε άλλη δεξαμενή για αποθήκευση πετρελαιοειδών και καυσίμων∙
«αποκλειστική οικονομική ζώνη της Δημοκρατίας» σημαίνει την αποκλειστική οικονομική ζώνη της Δημοκρατίας, όπως καθορίζεται στον περί της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και Υφαλοκρηπίδας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«αρμόδια αρχή» σημαίνει την Υπηρεσία Ενέργειας∙
«αρχείο μεθόδων» σημαίνει το φάκελο του Υπουργείου που φέρει τον τίτλο: «Μέθοδοι Δοκιμασίας και Μέθοδοι Δειγματοληψίας»·
«αρχείο προδιαγραφών» σημαίνει το φάκελο του Υπουργείου που φέρει τον τίτλο: «Προδιαγραφές Πετρελαιοειδών και Καυσίμων»·
«Αρχή Λιμένων Κύπρου» σημαίνει την Αρχή Λιμένων Κύπρου, η οποία καθιδρύεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Αρχιεπιθεωρητής» σημαίνει τον Αρχιεπιθεωρητή που ορίζεται με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (2), του άρθρου 6·
«αστυνομικός» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Αστυνομίας Νόμου·
«βαρύ μαζούτ» (heavy fuel oil) σημαίνει-
(i) κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, το οποίο υπάγεται σε κωδικό ΣΟ από 2710 19 51 έως 2710 19 68, 2710 20 31, 2710 20 35, 2710 20 39, ή
(ii) κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εκτός από το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης και τα καύσιμα πλοίων, το οποίο, λόγω των ορίων απόσταξής του, υπάγεται στην κατηγορία των βαρέων ελαίων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα και του οποίου λιγότερο από εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%) κατ’ όγκο (περιλαμβανομένων των απωλειών) αποστάζει σε θερμοκρασία 250 °C, με τη μέθοδο ASTM D86. Εάν η απόσταξη δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τη μέθοδο ΑSΤΜ D86, το πετρελαϊκό προϊόν κατατάσσεται επίσης στην κατηγορία του βαρέως μαζούτ·
«βασικό πρότυπο καυσίμου» σημαίνει βασικό πρότυπο καυσίμου που βασίζεται στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κύκλου ζωής ανά μονάδα ενέργειας από ορυκτά καύσιμα το 2010·
«βενζίνη» σημαίνει οποιοδήποτε πτητικό πετρελαιοειδές, προοριζόμενο για τη λειτουργία κινητήρων εσωτερικής καύσης, με επιβαλλόμενη ανάφλεξη για την προώθηση των μηχανοκινήτων οχημάτων και το οποίο εμπίπτει στους κωδικούς Σ.Ο. 2710 11 4100, 2710 11 4500, 2710 11 4900, 2710 11 5100, 2710 11 5900·
«βιοκαύσιμα» σημαίνει υγρά ή αέρια καύσιμα μεταφορών τα οποία παράγονται από βιομάζα∙
«βιοκαύσιμα και βιορευστά χαμηλού κινδύνου έμμεσης αλλαγής στη χρήση γης» σημαίνει τα βιοκαύσιμα, των οποίων οι πρώτες ύλες παράχθηκαν στο πλαίσιο συστημάτων που μειώνουν τον εκτοπισμό της παραγωγής για άλλους σκοπούς, εκτός της παραγωγής βιοκαυσίμων και παρήχθησαν σύμφωνα με τα κριτήρια αειφορίας για τα βιοκαύσιμα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10Δ·
«βιομάζα» σημαίνει το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων βιολογικής προέλευσης από τη γεωργία (συμπεριλαμβανομένων των φυτικών και των ζωικών ουσιών), τη δασοκομία και τις συναφείς βιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένης της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, καθώς και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα των βιομηχανικών και των οικιακών αποβλήτων·
«βιορευστά» σημαίνει τα υγρά καύσιμα για ενεργειακούς σκοπούς, εκτός από μεταφορές, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης και της ψύξης, τα οποία παράγονται από βιομάζα∙
«δεξαμενές πετρελαιοειδών και καυσίμων πλοίων» σημαίνει τις αποθήκες πλοίων που περιέχουν πετρελαιοειδή και καύσιμα που προορίζονται για καύση επί των πλοίων.
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός» σημαίνει το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό, ο οποίος ιδρύθηκε με τη Σύμβαση περί του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 6 Μαρτίου του 1948·
«Δικαστήριο» σημαίνει Δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας·
«εθνικό σύστημα» σημαίνει το εθνικό σύστημα τήρησης των κριτηρίων αειφορίας για τα βιοκαύσιμα και βιορευστά το οποίο θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10Θ·
«ειδοποίηση» σημαίνει γραπτή ειδοποίηση·
«εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής» σημαίνει όλες τις καθαρές εκπομπές CO2, CH4 και N2O που μπορούν να αποδοθούν στα καύσιμα (περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε συστατικών ανάμειξης) ή στην παρεχόμενη ενέργεια και σε αυτές περιλαμβάνονται όλα τα σχετικά στάδια, από τη λήψη ή την καλλιέργεια, περιλαμβανομένων των αλλαγών στη χρήση γης, τις μεταφορές και τη διανομή, την επεξεργασία και την καύση, ανεξάρτητα από το στάδιο κατά το οποίο παράγονται·
«εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ανά μονάδα ενέργειας» σημαίνει τη συνολική μάζα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ισοδύναμων με CO2 που συνδέονται με το καύσιμο ή με την παρεχόμενη ενέργεια, διαιρούμενη διά του συνολικού ενεργειακού περιεχομένου του καυσίμου ή της παρεχόμενης ενέργειας (το καύσιμο εκφρασμένο στη χαμηλή θερμογόνο δύναμή του)·
«ελεγκτής» σημαίνει πιστοποιημένος φορέας ή επαληθευτής πιστοποιημένος από διαπιστευμένο φορέα πιστοποίησης ή πρόσωπο που κατέχει τα προσόντα που καθορίζει ο Υπουργός με Διάταγμα του και είναι εγκεκριμένος από την αρμόδια αρχή∙
«ελλιμενισμένα πλοία» σημαίνει πλοία που βρίσκονται ασφαλώς προσδεδεμένα ή αγκυροβολημένα σε κοινοτικό λιμένα κατά τη διάρκεια της παραμονής τους για φόρτωση, εκφόρτωση ή διανυκτέρευση, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που διανύουν όταν δεν εκτελούν εργασίες φορτοεκφόρτωσης∙
«εμπορία» σημαίνει την εισαγωγή, διάθεση, διανομή και την πώληση οποιουδήποτε πετρελαιοειδούς ή καυσίμου στη Δημοκρατία·
«Εντεταλμένος Επιθεωρητής» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο ορίζεται ως Επιθεωρητής με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 για να ασκεί καθήκοντα επιθεώρησης και ελέγχου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 7·
«Επιθεωρητής Πλοίων» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο χορηγείται εξουσία ελέγχου της ποιότητας των καυσίμων πλοίων δυνάμει της παραγράφου (β), του εδαφίου (1) του άρθρου 6·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) και για την τροποποίηση των κανονισμών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«κατάλοιπα από τη γεωργία, την υδατοκαλλιέργεια, την αλιεία και τη δασοκομία» σημαίνει τα κατάλοιπα που δημιουργούνται άμεσα από τη γεωργία, την υδατοκαλλιέργεια, την αλιεία και τη δασοκομία, εξαιρουμένων των καταλοίπων από συναφείς βιομηχανίες ή μεταποίηση·
«κατάλοιπο μεταποίησης» σημαίνει την ουσία που δεν αποτελεί το τελικό προϊόν ή τα τελικά προϊόντα, την παραγωγή των οποίων επιδιώκει άμεσα η διεργασία παραγωγής και δεν αποτελεί πρωταρχικό στόχο της διεργασίας παραγωγής και η διεργασία αυτή δεν έχει τροποποιηθεί σκόπιμα με στόχο την παραγωγή του·
«καύσιμα πλοίων» σημαίνει κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου που προορίζεται για χρήση από πλοία ή χρησιμοποιείται επ’ αυτών, συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων που ορίζονται στο πρότυπο ISO 8217 και περιλαμβάνει κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου που χρησιμοποιείται σε σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας ή σκάφη αναψυχής, όπως ορίζονται στην Οδηγία 97/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1997, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ληπτέα μέτρα κατά της εκπομπής αερίων και σωματιδιακών ρύπων προερχόμενων από κινητήρες εσωτερικής καύσης που τοποθετούνται σε μη οδικά κινητά μηχανήματα και στην Οδηγία 94/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1994, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών οι οποίες αφορούν τα σκάφη αναψυχής, όταν τα σκάφη αυτά βρίσκονται στη θάλασσα·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης·
«κρίσιμο φορτίο» σημαίνει την ποσοτική εκτίμηση έκθεσης σε ένα ή περισσότερους ρυπαντές, κάτω της οποίας δεν υφίστανται βλαβερές συνέπειες σε ευαίσθητα στοιχεία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τις τρέχουσες γνώσεις·
«κριτήρια αειφορίας» σημαίνει τα κριτήρια αειφορίας για τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά που καθορίζονται στα εδάφια (2) έως (6) του άρθρου 10Δ∙
«κυπριακό πλοίο» σημαίνει πλοίο το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο Κυπριακών Πλοίων, δυνάμει των διατάξεων του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμου και φέρει την κυπριακή σημαία·
«κωδικός» σημαίνει τους κωδικούς, όπως αυτοί διατυπώνονται στην πρώτη και δεύτερη στήλη του δεύτερου Πίνακα των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων του 2002 έως (Αρ.5) του 2003·
«λιγνοκυτταρινούχες ύλες» σημαίνει ύλες που συντίθενται από λιγνίνη, κυτταρίνη και ημικυτταρίνη, όπως η βιομάζα που προέρχεται από τα δάση, οι ξυλώδεις ενεργειακές καλλιέργειες, καθώς και τα κατάλοιπα και τα λύματα των δασοπονικών βιομηχανιών·
«μέθοδος ASTM» σημαίνει τη μέθοδο, η οποία έχει καθοριστεί από την αμερικανική εταιρεία δοκιμών υλικών στην έκδοση 1976 των προτύπων ορισμών και προδιαγραφών για τα πετρελαϊκά και τα λιπαντικά προϊόντα·
«μέθοδος δειγματοληψίας» σημαίνει τη μέθοδο που ακολουθείται για τη λήψη δειγμάτων πετρελαιοειδών και καυσίμων από Εντεταλμένους Επιθεωρητές, η οποία καθορίζεται στο αρχείο μεθόδων·
«μέθοδος δοκιμασίας» σημαίνει το πρότυπο, με βάση το οποίο γίνεται η δοκιμασία για καθορισμό της τιμής των παραμέτρων που αποτελούν τις προδιαγραφές των πετρελαιοειδών και καυσίμων, το οποίο καθορίζεται στο αρχείο μεθόδων·
«μέθοδος μείωσης εκπομπών» σημαίνει κάθε εξάρτημα, υλικό, συσκευή ή όργανο προς εγκατάσταση σε πλοίο ή άλλη διαδικασία, εναλλακτικό καύσιμο ή μέθοδος συμμόρφωσης, τα οποία χρησιμοποιούνται αντί του χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο καυσίμου πλοίων που πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και είναι δυνατόν να εξακριβωθεί, να ποσοτικοποιηθεί και να επιβληθεί·
«μείωση των εκπομπών κατά το πρώτο στάδιο» ή «(UERs)» σημαίνει τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά το πρώτο στάδιο την οποία δηλώνει ο προμηθευτής και μετριέται σε gCO2eq εάν ποσοτικοποιηθεί·
«μη εδώδιμες κυτταρινούχες ύλες» σημαίνει ύλες που συντίθενται κυρίως από κυτταρίνη και ημικυτταρίνη και η περιεκτικότητά τους σε λιγνίνη είναι χαμηλότερη σε σχέση με αυτή των λιγνοκυτταρινούχων υλών και σε αυτές περιλαμβάνονται κατάλοιπα φυτών που καλλιεργούνται ως τρόφιμα και ζωοτροφές, όπως το άχυρο, τα φύλλα και οι μίσχοι, οι φλοιοί και τα κελύφη, φυτά ενεργειακών χορτοκαλλιεργειών με χαμηλή περιεκτικότητα σε άμυλο, όπως η ήρα, το Panicum virgatum, ο μίσχανθος, το καλάμι, και οι καλλιέργειες εδαφοκάλυψης πριν και μετά τις κύριες καλλιέργειες, βιομηχανικά κατάλοιπα (επίσης από φυτά που καλλιεργούνται ως τρόφιμα και ζωοτροφές μετά την εκχύλιση φυτικών ελαίων, σακχάρων, αμύλων και πρωτεϊνών), καθώς και ύλες από βιολογικά απόβλητα·
«μηχανοκίνητο όχημα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 2 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972 έως (Αρ.2) του 2002·
«ντίζελ» σημαίνει τα πετρέλαια εσωτερικής καύσης, τα οποία εμπίπτουν στον κωδικό Σ.Ο.27 10 19 4100 και χρησιμοποιούνται για μηχανοκίνητα οχήματα·
«ντίζελ πλοίων» σημαίνει κάθε καύσιμο πλοίων, όπως ορίζεται για την ποιότητα DMB στον πίνακα I του προτύπου ISO 8217, εξαιρουμένης της αναφοράς στην περιεκτικότητα σε θείο·
«ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου» σημαίνει τον πλοιοκτήτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως το διαχειριστή ή το ναυλωτή γυμνού πλοίου (bareboat charterer), ο οποίος έχει αναλάβει την ευθύνη λειτουργίας πλοίου από τον πλοιοκτήτη και ο οποίος αναλαμβάνοντας τέτοια ευθύνη έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα παρεπόμενα καθήκοντα, τις ευθύνες και υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο, τους Κανονισμούς και τα Διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει αυτού·
«Οδηγία 2003/17/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία 2003/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου2003, για την τροποποίηση της οδηγίας 98/70/ΕΚ όσον αφορά την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Οδηγία 2005/33/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία 2005/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουλίου2005, για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/32/ΕΚ σχετικά με την περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Οδηγία 98/70/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της Οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου∙
«Οδηγία 2009/28/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την τροποποίηση και την συνακόλουθη κατάργηση των Οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ·
«Οδηγία 2009/30/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία 2009/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 με την οποία τροποποιείται η οδηγία 98/70/ΕΚ όσον αφορά τις προδιαγραφές για τη βενζίνη, το ντίζελ και το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης και την καθιέρωση μηχανισμού για την παρακολούθηση και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τροποποιείται η οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την προδιαγραφή των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στα πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας και καταργείται η οδηγία 93/12/ΕΟΚ·
«οικονομικός φορέας» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, το οποίο εμπλέκεται σε οποιοδήποτε στάδιο της αλυσίδας παραγωγής και προμήθειας του βιοκαυσίμου ή βιορευστού, από την παραγωγή της πρώτης ύλης μέχρι την τελική κατανάλωσή του για ενεργειακούς σκοπούς∙
«Παράρτημα VI της MARPOL» σημαίνει την εκάστοτε επικαιροποιημένη εκδοχή του Παραρτήματος με τίτλο «Κανονισμοί για την Πρόληψη της Ρύπανσης του Αέρα από Πλοία», το οποίο προστέθηκε στην MARPOL με το Πρωτόκολλο του 1997 που κυρώθηκε δυνάμει του περί της Διεθνούς Σύμβασης για την Πρόληψη της Ρύπανσης της Θάλασσας από Πλοία (Κυρωτικού) και περί Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2004, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται:
«περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx» σημαίνει θαλάσσιες περιοχές που ορίζονται με αυτόν τον τρόπο από το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΔΝΟ) δυνάμει του Παραρτήματος VI της MARPOL·
«πετρέλαιο εσωτερικής καύσης» σημαίνει-
(i) κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 2710 19 25, 2710 19 29, 2710 19 47, 2710 19 48, 2710 20 17 ή 2710 20 19, ή
(ii) κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, του οποίου λιγότερο από το εξήντα πέντε επί τοις εκατό (65%) κατ’ όγκο (συμπεριλαμβανομένων των απωλειών) αποστάζει σε θερμοκρασία 250°C και του οποίου τουλάχιστον ογδόντα πέντε επί τοις εκατό (85%) κατ’ όγκο (συμπεριλαμβα-νομένων των απωλειών) αποστάζει σε θερμοκρασία 350 °C με τη μέθοδο ASTM D86,
από τον παρόντα ορισμό εξαιρούνται τα πετρέλαια ντίζελ που υπάγονται στον κωδικό 2710 41 00 που χρησιμοποιούνται από τα μηχανοκίνητα οχήματα, καθώς επίσης και τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται από κινητά μη οδικά μηχανήματα, γεωργικούς και δασικούς ελκυστήρες και σκάφη αναψυχής·
«πετρέλαιο εσωτερικής καύσης πλοίων» σημαίνει κάθε καύσιμο πλοίων, όπως ορίζεται για τις ποιότητες DMX, DMA και DMZ στον πίνακα I του προτύπου ISO 8217, εξαιρουμένης της αναφοράς στην περιεκτικότητα σε θείο·
«πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προορίζονται για χρήση από κινητά μη οδικά μηχανήματα (συμπεριλαμβανομένων των σκαφών εσωτερικής ναυσιπλοΐας) γεωργικούς και δασικούς ελκυστήρες και σκάφη αναψυχής» σημαίνει οποιοδήποτε υγρό προερχόμενο από το πετρέλαιο που εμπίπτει στους κωδικούς ΣΟ 2710 19 43 και 2710 20 11 και προορίζεται για χρήση σε κινητήρες αναφερόμενους στις Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 94/25/ΕΚ, 97/68/ΕΚ και 2000/25/ΕΚ·
«πετρελαιοειδή και καύσιμα» σημαίνει ουσίες που μπορούν να αναφλεγούν στον αέρα και με την καύση τους απελευθερώνουν ενέργεια·
«πλοίαρχος» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο έχει τη διακυβέρνηση πλοίου·
«προδιαγραφή» σημαίνει το σύνολο των τιμών των παραμέτρων, που καθορίζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Διαταγμάτων, που δυνατόν να εκδοθούν με βάση αυτόν για το κάθε πετρελαιοειδές και καύσιμο, και οι οποίες καταχωρούνται στο αρχείο προδιαγραφών·
«προμηθευτής» σημαίνει το φορέα που είναι υπεύθυνος για τη διέλευση των καυσίμων ή της ενέργειας από σημείο επιβολής ειδικού φόρου κατανάλωσης ή, εάν δεν οφείλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης, οποιοσδήποτε άλλος σχετικός φορέας που έχει ορισθεί από κράτος μέλος·
«προμηθεύτρια εταιρεία» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει, διανέμει ή/και πωλεί πετρελαιοειδή και καύσιμα σε αποθήκη˙
«τεχνολογία μείωσης των εκπομπών» [Διαγράφηκε]·
«Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας» σημαίνει το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων·
«Τμήμα Περιβάλλοντος» σημαίνει το Τμήμα Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος·
«τρίτη χώρα» σημαίνει κάθε χώρα, η οποία δεν αποτελεί κράτος μέλος·
«υπεύθυνος αποθήκης» σημαίνει πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση, λειτουργία, συντήρηση και/ή φύλαξη αποθήκης˙
«Υπηρεσία Ενέργειας» σημαίνει την Υπηρεσία Ενέργειας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·
«Υπουργείο» σημαίνει το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·
«χωρική θάλασσα της Δημοκρατίας» σημαίνει τη χωρική θάλασσα της Δημοκρατίας, όπως καθορίζεται στον περί της Χωρικής Θάλασσας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
"MARPOL" σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση για την Πρόληψη της Ρύπανσης από Πλοία του 1973, όπως τροποποιήθηκε από το σχετικό Πρωτόκολλο του 1978 και η οποία κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Σύμβασης για την Πρόληψη της Ρύπανσης της Θάλασσας από Πλοία (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο.