Μεταχείριση εγγυητών στο πλαίσιο διαδικασίας και εφαρμογής Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής

67.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων του περί Συμβάσεων Νόμου και του περί Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου, εγγυητής καθορισμένου χρεώστη, τυγχάνει μεταχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε σχέση με εγγυήσεις που έδωσε για χρέη τα οποία καλύπτονται από Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής.

(2) Σε περίπτωση που καθορισμένος πιστωτής δεν υποβάλει ή επιδώσει την επαλήθευση χρέους εντός της καθορισμένης προθεσμίας δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 43, δεν δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση του εν λόγω χρέους.

(3) Καθορισμένος πιστωτής ενημερώνει τους εγγυητές αναφορικά με την επαλήθευση χρέους και την αποδοχή ή απόρριψη από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας, δυνάμει του άρθρου 43:

Νοείται ότι, η εν λόγω ενημέρωση δεν αποτελεί ειδοποίηση για καταβολή πληρωμών εκ μέρους του εγγυητή και δεν επηρεάζει το δικαίωμα οποιουδήποτε εγγυητή δυνάμει του εδαφίου (9) του άρθρου 43.

(4) Σε περίπτωση που η αγοραία αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση χρέους, ισούται ή ξεπερνά την αξία του οφειλόμενου χρέους του χρεώστη προς το συγκεκριμένο εξασφαλισμένο πιστωτή κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης χρέους, στο εξής αναφερόμενο στο παρόν άρθρο ως «οφειλόμενο χρέος», ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση του εν λόγω χρέους, όταν τεθεί σε ισχύ Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 60 ή το άρθρο 73, ανάλογα με την περίπτωση.

(5) Σε περίπτωση που η αγοραία αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση χρέους, είναι χαμηλότερη της αξίας του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση χρέους, για ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αγοραίας αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους του χρεώστη.

(6)(α) Σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (5), το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αγοραίας αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, κατατάσσεται ως ανεξασφάλιστο χρέος για σκοπούς του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει τυχόν πληρωμές ως ανεξασφάλιστος πιστωτής κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους ανεξασφάλιστους πιστωτές·

(β) ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), σε περίπτωση που περιουσιακό στοιχείο του χρεώστη που υπόκειται σε εξασφάλιση διατεθεί στο πλαίσιο Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής και το καθαρό ποσό της διάθεσης τέτοιας περιουσίας είναι μεγαλύτερο από το ποσό της αγοραίας αξίας της, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον εγγυητή, μόνο αναφορικά με το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού που προέκυψε από τη διάθεση της εν λόγω περιουσίας και του οφειλόμενου χρέους:

Νοείται ότι, το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού που προκύπτει από τη διάθεση της εν λόγω περιουσίας και του οφειλόμενου χρέους, κατατάσσεται ως ανεξασφάλιστο χρέος για σκοπούς του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής και ο εξασφαλισμένος πιστωτής λαμβάνει αναφορικά με το εν λόγω ποσό τυχόν πληρωμές ως ανεξασφάλιστος πιστωτής κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους ανεξασφάλιστους πιστωτές:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που ο εγγυητής κατέβαλε οποιεσδήποτε πληρωμές, για το ποσό της δπφοράς μεταξύ της αγοραίας αξίας περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση όπως αυτή έχει εκτιμηθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 44, και του οφειλόμενου χρέους, πριν τη διάθεση του σχετικού περιουσιακού στοιχείου στο πλαίσιο του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής και το καθαρό ποσό που προέκυψε τελικά από τέτοια διάθεση, είναι μεγαλύτερο από την αγοραία αξία της περιουσίας όπως αυτή έχει εκτιμηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής οφείλει να επιστρέψει στον εγγυητή οποιοδήποτε ποσό που αυτός κατέβαλε, το οποίο υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ του ποσού που προκύπτει τελικά από το καθαρό ποσό της διάθεσης της περιουσίας και του οφειλόμενου χρέους.

(7) Τυχόν καταμερισμός από τον πιστωτή των υποχρεώσεων των εγγυητών, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στην επαλήθευση χρέους, γίνεται κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της αρχής της διαφάνειας και σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας.

(8)(α) Οι εγγυητές δύνανται να καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση και κανένας εγγυητής δεν καταβάλλει ποσό το οποίο ξεπερνά το ποσό που απομένει μετά από αφαίρεση από το μηνιαίο εισόδημα τους, του συνόλου των-

(i) λογικών εξόδων διαβίωσης σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του άρθρου 8· και

(ii) το σύνολο των μηνιαίων δόσεων που ο ίδιος ο εγγυητής υποχρεούται να καταβάλλει σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής:

Νοείται ότι, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εγγυητές καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους όπως αυτή απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, η συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων, θα είναι η ίδια όπως καθορίστηκε στην αρχική σύμβαση μεταξύ καθορισμένου χρεώστη και πιστωτή, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά και το επιτόκιο δε θα είναι μεγαλύτερο από αυτό που καθορίζεται στην εν λόγω αρχική σύμβαση·

(β) ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, ο πιστωτής δεν εκποιεί την κύρια κατοικία εγγυητή για σκοπούς ικανοποίησης της αξίωσης του εναντίον εγγυητή σε σχέση με την ευθύνη του εγγυητή που προκύπτει από τις υποχρεώσεις του χρεώστη:

Νοείται ότι, οι πρόνοιες της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν σε περίπτωση κατά την οποία υφίσταται υποθήκη επί της κύριας κατοικίας του εγγυητή υπέρ του πιστωτή σε σχέση με το καθορισμένο χρέος·

(γ) ανεξάρτητα απο τις πρόνοιες οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε περίπτωση εξασφάλισης που δημιουργήθηκε με την εγγραφή δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες εκδόθηκαν σε σχέση με ευθύνη του εγγυητή που προκύπτει από τις υποχρεώσεις του χρεώστη, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (β) και ως εκ τούτου ο πιστωτής δεν δύναται να προχωρήσει σε σχέση με την ρευστοποίηση της εξασφάλισης αυτής.

(9) Οι διατάξεις του εδαφίου (8) έχουν εφαρμογή μόνο σε σχέση με Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής δυνάμει του παρόντος Κεφαλαίου, τα οποία καταρτίζονται για σκοπούς αναδιάρθρωσης χρεών για τα οποία συνάφθηκαν συμβάσεις εγγύησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) (Τροπο-ποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2018 και εφαρμόζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου καταβολής των καθορισμένων μηνιαίων δόσεων η οποία άρχισε κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.

(10) Το σύνολο των οποιωνδήποτε εφάπαξ ποσών και της καθαρής παρούσας αξίας σειράς πληρωμών που καταβάλλονται από εγγυητή, καθώς και τυχόν πληρωμών που καταβάλλονται από τον καθορισμένο χρεώστη, για ανεξασφάλιστα χρέη προς συγκεκριμένο καθορισμένο πιστωτή στα πλαίσια του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής, δεν δύναται να ξεπερνά το ποσό:

(α) Της διαφοράς μεταξύ της αγοραίας αξίας της περιουσίας η οποία υπόκεται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους του χρεώστη, κατά την ημερομηνία δήλωσης κατάστασης εγγυητών, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους του χρεώστη κατά την ημερομηνία της δήλωσης κατάστασης εγγυητών, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή

(β) το συνολικό χρέος που προκύπτει από την επαλήθευση χρέους, εάν πρόκειται για ανεξασφάλιστο πιστωτή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση καταβολής από τον εγγυητή εφάπαξ ποσού, θα λαμβάνονται υπόψη οι οποιεσδήποτε πληρωμές καταβλήθηκαν από το χρεώστη προς τον πιστωτή δυνάμει του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής.

(11) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία αγωγή που αφορά εγγύηση σε σχέση με καθορισμένο χρέος δεν εγείρεται από καθορισμένο πιστωτή εναντίον εγγυητή, μετά την περίοδο δύο (2) ετών από την ημέρα κατά την οποία τίθεται σε ισχύ το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής.

(12) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε εγγυητής κατέβαλε ολόκληρο το ποσό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του εδαφίου (10), σε πιστωτή δυνάμει του παρόντος άρθρου, τέτοιος εγγυητής, με την καταβολή τέτοιας πληρωμής καθίσταται ανεξασφάλιστος πιστωτής ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στην εν λόγω πληρωμή, και έχει όλα τα δικαιώματα ανεξασφάλιστου πιστωτή έναντι του χρεώστη, και οι απαιτήσεις του έχουν την ίδια προτεραιότητα με αυτές των άλλων ανεξασφάλιστων πιστωτών.

(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, καμία αγωγή από εγγυητή εναντίον χρεώστη ή οποιουδήποτε άλλου συνεγγυητή σε σχέση με καθορισμένο χρέος δεν εγείρεται μετά την περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία καταβολής πληρωμής από τον εγγυητή στον πιστωτή αναφορικά με χρέος του πιστωτή.

(14) Κάθε εγγυητής που περιλαμβάνεται στην επαλήθευση χρέους που γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43, τηρείται ενήμερος από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας αναφορικά με τη δυνατότητα του χρεώστη να αποπληρώνει τα χρέη του.

(15) Σε περίπτωση που χρεώστης παραλείπει να προβεί σε πληρωμές δυνάμει Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής που ισχύει δυνάμει του παρόντος Κεφαλαίου, ή σε περίπτωση πρόωρου τερματισμού του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής κατ' εφαρμογή του άρθρου 70, καθορισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση του εν λόγω χρέους, στο βαθμό που το εν λόγω χρέος αποτελεί εξασφαλισμένο χρέος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου.

(16) Σε περίπτωση που χρεώστης παραλείπει να προβεί σε πληρωμές δυνάμει Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής που ισχύει δυνάμει του παρόντος Κεφαλαίου, ή σε περίπτωση πρόωρου τερματισμού του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής κατ' εφαρμογή του άρθρου 70, ο εγγυητής θα είναι υπεύθυνος για το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αγοραίας αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους του χρεώστη κατά την ημερομηνία της δήλωσης κατάστασης εγγυητών, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους του χρεώστη κατά την ημερομηνία της δήλωσης κατάστασης εγγυητών, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή το συνολικό χρέος που προκύπτει από την επαλήθευση χρέους, εάν πρόκειται για ανεξασφάλιστο πιστωτή, μη συμπεριλαμβανομένου τόκου υπερημερίας λόγω τερματισμού των πληρωμών από το χρεώστη, για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής και του πρόωρου τερματισμού του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής και μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ποσών έχουν αποπληρωθεί από το χρεώστη ή εγγυτή.

(17) Σε περίπτωση που προστατευτικό διάταγμα εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 39 και έληξε χωρίς να τεθεί σε ισχύ Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής ή ανανεώθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 75, αλλά το δικαστήριο δεν εξέδωσε διάταγμα επιβολής Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 72, οι πρόνοιες του παρόντος άρθρου παύουν να ισχύουν.

(18) Κάθε εγγυητής καθορισμένου χρέους καλείται να παρίσταται σε οποιεσδήποτε συγκαλούμενες συνελεύσεις πιστωτών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, με τον ίδιο τρόπο που καλούνται οι πιστωτές και καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σε σχέση με πρόταση Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής που ετοιμάζεται από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας.

(19) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «αγοραία αξία» σημαίνει την αξία που προκύπτει μετά από εκτίμηση της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44.

(20) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά μέτρα εναντίον εγγυητή, σε περίπτωση που πληρούνται σωρρευτικά οι πιο κάτω προυποθέσεις:

(α) Το ισοζύγιο μεταξύ του ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής περιουσίας του εν λόγω εγγυητή, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας αυτού, σύμφωνα με την κεφαλαιουχική του κατάσταση δυνάμει του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Νόμου, δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€750.000)· και

(β) ο εν λόγω εγγυητής:

(i) κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης, είχε ή ανέλαβε ευθύνη, σύμφωνα με τους όρους σύμβασης εγγύησης, για ποσό χρέους το οποίο καλύπτεται από Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που έχει τεθεί σε ισχύ και που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000) και για το οποίο υπόκειται σε εξασφάλιση η κύρια κατοικία του καθορισμένου χρεώστη· ή

(ii) κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, έχει ευθύνη σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης εγγύησης για υπόλοιπο χρέους, το οποίο καλύπτεται από Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που έχει τεθεί σε ισχύ και που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000) και για το οποίο υπόκειται σε εξασφάλιση η κύρια κατοικία του καθορισμένου χρεώστη:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου ισχύουν μόνο για χρέη τα οποία καλύπτονται από Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής και τα οποία μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου αποτελούσαν δάνεια τα οποία θεωρούνται μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις δυνάμει της εκάστοτε σε ισχύ Οδηγίας περί του Ορισμού των Μη Εξυπηρετούμενων και των Ρυθμισμένων Χορηγήσεων που εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δυνάμει του άρθρου 41 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και δεν ισχύει για χρέη τα οποία καλύπτονται από Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής για τα οποία συνήφθησαν συμβάσεις εγγύησης μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου:

Νοείται περαιτέρω ότι, ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου και τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (8) του παρόντος άρθρου, ο πιστωτής δεν δύναται να εκποιήσει την κύρια κατοικία εγγυητή για σκοπούς ικανοποίησης της αξίωσής του εναντίον του εγγυητή, σε σχέση με την ευθύνη του εγγυητή που προκύπτει από τις υποχρεώσεις του χρεώστη.