49. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προβλέπουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία, η οποία-
(α) συντονίζει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·
(β) εξασφαλίζει την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται, καθώς και των παραδοχών που γίνονται στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·
(γ) αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων·
(δ) συγκρίνει τις βέλτιστες εκτιμήσεις σε σχέση με τις εμπειρικές παρατηρήσεις·
(ε) πληροφορεί το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την αξιοπιστία και καταλληλότητα του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων·
(στ) επιβλέπει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 88 του παρόντος Νόμου·
(ζ) εκφράζει γνώμη για τη γενική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών κινδύνων∙
(η) εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητα των αντασφαλιστικών συμφωνιών· και
(θ) συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 45, ιδίως σε σχέση με την υποδειγματοποίηση του κινδύνου στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων που αναφέρονται στο Έκτο Κεφάλαιο, τμήματα 4 και 5 του παρόντος Μέρους και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 46 του παρόντος Νόμου.
(2) Η αναλογιστική λειτουργία εκτελείται από πρόσωπα που διαθέτουν γνώση αναλογιστικών και οικονομικών μαθηματικών ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, και τα οποία είναι σε θέση να αποδείξουν τη σχετική πείρα τους, σε σχέση με τα ισχύοντα επαγγελματικά και άλλου είδους πρότυπα, τα οποία καθορίζονται με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
(3) Ο διορισμός του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ανακοινώνεται εγγράφως στον Έφορο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από το διορισμό. Στο έγγραφο της ανακοίνωσης αναφέρονται η ημέρα του διορισμού, το όνομα και τα προσόντα του προσώπου που διορίζεται και το γεγονός ότι πληροί τις προϋποθέσεις του εδαφίου (2).
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία τερματίζεται ο διορισμός του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία για οποιαδήποτε αιτία, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποχρέωση μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών να προβεί στο διορισμό άλλου, εις αντικατάστασή του.
(5) Ο τερματισμός του διορισμού του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία ανακοινώνεται εγγράφως στον Έφορο, από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και το ίδιο το πρόσωπο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών, αφότου επεσυνέβη ο τερματισμός. Στο έγγραφο της ανακοίνωσης καθορίζονται οι λόγοι για τους οποίους τερματίστηκε ο διορισμός και ο Έφορος δύναται να ζητήσει περαιτέρω διευκρινήσεις για τους λόγους αυτούς, είτε από το ίδιο το πρόσωπο είτε από την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.
(6) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος ενίσταται στο διορισμό του προσώπου που εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία οφείλει να κοινοποιήσει εγγράφως την απόφασή του στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση , και σε τέτοια περίπτωση η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποχρέωση εντός τριάντα ημερών να διορίσει νέο πρόσωπο.
(7) Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να διορίσει πρόσωπο που εκτελεί αναλογιστική λειτουργία εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, δεν επιτρέπεται να ασκεί νέες ασφαλιστικές εργασίες, μέχρις ότου προβεί σε τέτοιο διορισμό και οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος εδαφίου επισύρει την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Έφορο.
(8)(α) Η απόφαση του Εφόρου να μην εγκρίνει το πρόσωπο που θα εκτελεί αναλογιστική λειτουργία δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξει του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:
(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος: