63. (1) Εφόσον κατά την κρίση του Εφόρου, η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 58 του παρόντος Νόμου είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της συνετής και ορθής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία επιδιώκεται απόκτηση ειδικής συμμετοχής ή αύξησή της, ο Έφορος λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τερματισμό της κατάστασης αυτής, και για το σκοπό αυτό, ο Έφορος γνωστοποιεί στα επηρεαζόμενα πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις παράλληλες δραστηριότητές τους σε άλλους τομείς που κατά την κρίση του είναι δυνατό να αποβούν σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και, αφού ακούσει τις απόψεις τους, τους υποδεικνύει τη λήψη κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός ορισμένης προθεσμίας.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία πραγματοποιείται ειδική συμμετοχή ή αυξάνεται υφιστάμενη ειδική συμμετοχή πάνω από τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 58 του παρόντος Νόμου, είτε χωρίς να ανακοινωθεί εκ των προτέρων στον Έφορο, είτε χωρίς να εγκριθεί η πραγματοποίησή της, πέραν από οποιαδήποτε άλλα μέτρα που δυνατό να λαμβάνονται από τον Έφορο δυνάμει του εδαφίου (5), παύει αυτοδικαίως να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή.
(3) Ο Έφορος, με απόφασή του, δύναται να επιβάλλει στους κατόχους των ειδικών συμμετοχών που παραβιάζουν τις διατάξεις του παρόντος άρθρου περί ειδικής συμμετοχής, τις ακόλουθες κυρώσεις μεμονωμένα ή σωρευτικά-
(α) διοικητικό πρόστιμο μέχρι ποσοστού 10% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάστηκαν, χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων του παρόντος Τμήματος·
(β) αποκλεισμό των προσώπων αυτών από το Διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση στην εταιρεία αυτή για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, προκειμένου περί φυσικών προσώπων.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία παραλείπεται η ανακοίνωση στον Έφορο της αλλαγής της ταυτότητας φυσικού προσώπου, που ελέγχει νομικό πρόσωπο με ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική εταιρεία, αυτοδικαίως παύει να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου, στο δε φυσικό πρόσωπο ο Έφορος δύναται να επιβάλει την κύρωση που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3).
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία παραβιάζεται η υποχρέωση προς ανακοίνωση δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Έφορος δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι ποσοστού 5% της αξίας των μετοχών που μεταβιβάστηκαν χωρίς προηγούμενη ανακοίνωση.
(6) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης φυσικού ή νομικού προσώπου, που κατέχει άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση, με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Έφορος δύναται να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τον τερματισμό της δυσμενούς επιρροής που ασκούν τα πρόσωπα αυτά στη διαχείριση της εταιρείας και ειδικότερα–
(α) να διατάσσει την απομάκρυνσή τους από το διοικητικό συμβούλιο της ασφαλιστικής επιχείρησης και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση σε αυτήν·
(β) να αναστέλλει, μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν τη λήψη των συγκεκριμένων μέτρων, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά·
(γ) να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή ασφαλιστικής επιχείρησης με τα πρόσωπα αυτά καθώς και να κηρύσσει ληξιπρόθεσμα και αμέσως απαιτητά τα δάνεια που έχουν λάβει όλα τα πιο πάνω πρόσωπα από την ασφαλιστική εταιρεία.
(7)(α) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347 του παρόντος Νόμου:
(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος: