269. -(1) Στην περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος είναι η αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου και υποβάλλεται σε αυτόν αίτηση από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου για να επιτραπεί ο υπολογισμός της ενοποιημένης κεφαλαιακής απαίτησης του ομίλου και της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τα άλλα μέλη του Σώματος εποπτών, περιλαμβανομένης και της ΕΙΟΡΑ, σχετικά με την παραλαβή της αίτησης και διαβιβάζει στα εν λόγω μέλη την πλήρη αίτηση, περιλαμβανομένης της τεκμηρίωσης που υπέβαλε η επιχείρηση, ώστε να αποφασίσουν σε συνεργασία μεταξύ τους για την έγκριση ή μη της αίτησης και να καθορίσουν τυχόν όρους και προϋποθέσεις. ο Έφορος δύναται να υποβάλει αίτημα στην ΕΙΟΡΑ για παροχή τεχνικής συνδρομής, σύμφωνα με το Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, σχετικά με την απόφαση για την αίτηση.
(2) Ο Έφορος, ως η αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου, σε συνεργασία με τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση αναφορικά με την αίτηση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης.
(3) Ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές αναφορικά με την παραλαβή της αίτησης, και κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που αναφέρεται στο εδάφιο (2), οποιαδήποτε από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές δύναται να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και σε τέτοια περίπτωση ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αναβάλλει την απόφασή του και αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 3 του πιο πάνω αναφερόμενου Κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή του σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA, η οποία είναι καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία η ΕΙΟΡΑ δεν λάβει απόφαση, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 231, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο Έφορος, ως επόπτης του ομίλου, λαμβάνει την τελική απόφαση, η οποία είναι καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
(5) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα δύνανται να καθορίζουν τους ενιαίους όρους εφαρμογής της διαδικασίας για τη λήψη κοινής απόφασης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), όσον αφορά τις αιτήσεις για χορήγηση άδειας.
(6) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία της παραλαβής της πλήρους αίτησης του ομίλου, ο Έφορος αποφασίζει ο ίδιος σχετικά με την αίτηση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη ενδεχόμενες απόψεις και επιφυλάξεις άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών που διατυπώθηκαν μέσα στην εν λόγω εξάμηνη προθεσμία και η απόφασή του είναι καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
(7) Ο Έφορος, σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, και ανεξάρτητα από τη διαδικασία βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση, διαβιβάζει στον αιτούντα και σε όλες τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έγγραφο, στο οποίο εκθέτει την πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του.