298.-(1) Εάν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου οι οποίες δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 256 έως 285 του παρόντος Νόμου, ή παρά το γεγονός ότι πληρούν τις εν λόγω απαιτήσεις προκύπτουν κίνδυνοι για τη φερεγγυότητα ή εάν οι εντός του ομίλου συναλλαγές ή οι συγκεντρώσεις κινδύνων αποτελούν απειλή για τη χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, λαμβάνονται, το συντομότερο δυνατόν, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διορθωθεί η κατάσταση-
(α) από τον Έφορο, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών·
(β) από τον Έφορο ως εποπτική αρχή μεμονωμένης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής επιχείρησης που ανήκει στον όμιλο και υπάγεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, στην εποπτεία του Εφόρου.
(2) Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), εφόσον η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δεν έχει την έδρα της στη Δημοκρατία, ο Έφορος ως αρχή εποπτείας του ομίλου, ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η επιχείρηση για τις διαπιστώσεις του, προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.
(3) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν έχει την έδρα της στη Δημοκρατία και ο Έφορος είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, ο Έφορος ενημερώνει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, για τις διαπιστώσεις του προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Έφορος δύναται να καθορίζει με οδηγίες τα μέτρα τα οποία μπορούν να λαμβάνονται σε σχέση με τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και συντονίζουν, όπου ενδείκνυται, τα μέτρα που λαμβάνονται.
(4) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις δύνανται να καθορίζουν λεπτομέρειες για τον συντονισμό των μέτρων επιβολής που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Μέρους IX του παρόντος Νόμου αναφορικά με τα ποινικά αδικήματα, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος Μέρους από ασφαλιστική επιχείρηση χαρτοφυλακίου, ο Έφορος, είτε ως αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου είτε ως αρμόδια εποπτική αρχή της ασφαλιστικής επιχείρησης μέλους του ομίλου, ανάλογα με την περίπτωση, επιβάλλει στην επιχείρηση ή/και στο πρόσωπο που ασκεί ουσιαστικά τη διοίκησή της διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 399 και 400 του παρόντος Νόμου.
(6) Ο Έφορος, συνεργάζεται στενά με τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι ποινές και διοικητικό πρόστιμο του εδαφίου (5) είναι αποτελεσματικά, ιδίως όταν η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου δεν ευρίσκεται στον ίδιο τόπο με την έδρα της.