367.-(1) Για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης, εκτός από την άσκηση εργασιών μεσίτη ασφαλίσεων, απαιτείται η προηγούμενη σύναψη συμβάσεως διαμεσολάβησης, η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, αναφέρεται στο παρόντα Νόμο ως:
(α) Σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα, ή
(β) σύμβαση ασφαλιστικού μεσάζοντα, ή
(γ) σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, ή
(δ) σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου.
(2) Η σύμβαση διαμεσολάβησης καταρτίζεται εγγράφως, συνάπτεται μεταξύ των προσώπων που θα ασκούν τις εργασίες διαμεσολάβησης και των προσώπων για λογαριασμό των οποίων αυτοί θα ενεργούν και καθορίζει ρητώς τους όρους ασκήσεως των εργασιών αυτών, κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
(3) Η σύμβαση διαμεσολάβησης δύναται να αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα αυτού που θα ασκεί τις εργασίες διαμεσολάβησης προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
(4) Η σύμβαση διαμεσολάβησης τίθεται σε ισχύ, όσον αφορά την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης, από την ημερομηνία εγγραφής του προσώπου που θα ασκεί τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε ένα από τα Μητρώα του άρθρου 370 του παρόντος Νόμου:
(5) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας οφείλουν εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους να υποβάλλουν στον Έφορο κατάσταση των διαμεσολαβητών οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό τους.
(6) Παράβαση των όρων της συμβάσεως από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των ασφαλισμένων.
(7) Εάν η σύμβαση διαμεσολάβησης παύσει να ισχύει λόγω οποιασδήποτε αιτίας, εκτός από την περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 378 του παρόντος Νόμου, ο διαμεσολαβητής καθώς και το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ασκούνται οι εργασίες διαμεσολάβησης οφείλει να ανακοινώσει αμελλητί εγγράφως το γεγονός στον Έφορο και αναφέρει τους λόγους για τους οποίους έπαυσε να ισχύει η σύμβαση. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι τριών χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (€3.500).