31. (1) Ο Έφορος έχει τις ακόλουθες γενικές αρμοδιότητες και εξουσίες, τις οποίες ασκεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση ή Οδηγιών ή των κατ’ εξουσιοδότηση εκδιδόμενων πράξεων ή των ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων:
(α) Χορηγεί, αναστέλλει ή ανακαλεί άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου˙
(β) εποπτεύει τη λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, στις οποίες παραχωρεί άδεια άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών, μεριμνά για την τήρηση των υποχρεώσεών τους και γενικά για την τήρηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οποιωνδήποτε κατ΄εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων εκδίδονται δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ή αποφάσεων Δικαστηρίων σε ό,τι αφορά στις δραστηριότητές τους, προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και των δικαιούχων˙
(γ) συνεργάζεται με τις εποπτικές αρχές άλλων κρατών μελών ή τις ανάλογες εποπτικές αρχές τρίτων χωρών για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ και οποιωνδήποτε κατ΄εξουσιοδότηση πράξεων ή ρυθμιστικών ή εκτελεστικών τεχνικών προτύπων εκδίδονται δυνάμει της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ·
(δ) συμμετέχει στις εργασίες της «Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων» (EIOPA) καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα σώματα ή οργανισμούς που συστήνονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναφορικά με τα θέματα της ασφάλισης ή της αντασφάλισης ή της διαμεσολάβησης καθώς και σε οποιουσδήποτε άλλους διεθνείς οργανισμούς που ασχολούνται με τα εν λόγω ή άλλα συναφή θέματα·
(ε) ασκεί οποιαδήποτε άλλη εξουσία ή αρμοδιότητα του παραχωρείται από τον παρόντα ή οποιοδήποτε άλλο νόμο ή Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτών και επιβάλλει τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο διοικητικές κυρώσεις·
(στ) προβαίνει στη λήψη κάθε άλλου μέτρου αναγκαίου προκειμένου -
(i) να διασφαλισθεί η συμμόρφωση προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία και στα άλλα κράτη μέλη, όπου αυτό εφαρμόζεται∙ και
(ii) να αποφευχθεί ή εξαλειφθεί κάθε ανωμαλία που τυχόν θα έθιγε τα συμφέροντα των ασφαλισμένων∙
(ζ) εκδίδει οδηγίες αναφορικά με γενικά, ειδικά ή συγκεκριμένα θέματα που αφορούν στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου, άλλα από αυτά που ρυθμίζονται με κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις ή με ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθώς επίσης και οδηγίες σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις κατά την έννοια του παρόντος Νόμου.
(2) Η δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) εποπτική αρμοδιότητα του Εφόρου περιλαμβάνει ειδικότερα, τις πιο κάτω εξουσίες:
(α) Την εξουσία λήψης οποιωνδήποτε προληπτικών και επανορθωτικών μέτρων προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, προκειμένου να διασφαλίζει τη συμμόρφωση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων προς τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ισχύουν στη Δημοκρατία και στην Ένωση·
(β) την εξουσία να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, συμπεριλαμβανομένων μέτρων διοικητικής ή οικονομικής φύσεως, έναντι των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, καθώς και των μελών τους διοικητικού τους συμβουλίου˙
(γ) την εξουσία να απαιτεί όλες τις αναγκαίες πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ειδικότερα τις διατάξεις του άρθρου 38·
(δ) την εξουσία να διαμορφώνει, επιπλέον του υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας και όταν αυτό ενδείκνυται, και τα απαιτούμενα ποσοτικά εργαλεία, στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής εξέτασης, προκειμένου να αξιολογεί την ικανότητα των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αντιμετωπίζουν πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές μεταβολές στις οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη συνολική χρηματοοικονομική της κατάσταση καθώς και την εξουσία να απαιτεί να πραγματοποιούνται οι σχετικές δοκιμές από τις επιχειρήσεις·
(ε) την εξουσία να διενεργεί επιτόπιες έρευνες στους χώρους των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 37 και 395 του παρόντος Νόμου·
(στ) την εξουσία να εξετάζει τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 και, εφόσον κρίνει ότι οι πληροφορίες αυτές περιέχουν ανακριβή ή ελλειπή στοιχεία, να καλεί την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να παράσχει τις απαιτούμενες εξηγήσεις και να προβεί σε διόρθωση ή συμπλήρωση των στοιχείων αυτών μέσα στην προθεσμία που τάσσεται προς τούτου από τον Έφορο·
την εξουσία επιβολής κυρώσεων κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 395 και 399 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση
(ζ) που η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση παραλείψει να συμμορφωθεί μέσα στην τακτή προθεσμία που καθορίζεται στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2).
(3) Οι εποπτικές εξουσίες του Εφόρου ασκούνται σε εύθετο χρόνο και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.
(4) Οι εξουσίες έναντι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, που αναφέρονται στο εδάφιο (2) ισχύουν επίσης και για τις δραστηριότητες ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τις οποίες έχουν αναθέσει εξωτερικά.