129. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να χρησιμοποιούν διαφορετική χρονική περίοδο ή μέτρηση κινδύνου σε σχέση με αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου για τους σκοπούς του εσωτερικού υποδείγματος, εφόσον τα αποτελέσματα του εσωτερικού υποδείγματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις επιχειρήσεις αυτές για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας με τρόπο που να παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους και στους δικαιούχους ένα επίπεδο ισοδύναμης προστασίας με εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 107.
(2) Όπου είναι δυνατό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας κατευθείαν από την εκτίμηση της κατανομής πιθανότητας που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα των επιχειρήσεων αυτών, με τη χρήση του μέτρου της αξίας σε κίνδυνο που αναφέρεται στο στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107.
(3) Εάν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να λάβουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας κατευθείαν από την εκτίμηση της κατανομής πιθανότητας που παράγεται από το εσωτερικό υπόδειγμα, ο Έφορος δύναται να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση προσεγγίσεων στη διαδικασία υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να του αποδείξουν ότι παρέχεται στους αντισυμβαλλόμενους επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με εκείνο που αναφέρεται στο άρθρο 107.
(4) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να εφαρμόζουν το εσωτερικό τους υπόδειγμα σε κατάλληλα χαρτοφυλάκια αναφοράς και να χρησιμοποιούν παραδοχές βασιζόμενες σε εξωτερικά παρά σε εσωτερικά δεδομένα, προκειμένου να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα του εσωτερικού υποδείγματος και να εξακριβωθεί εάν οι προδιαγραφές του είναι σύμφωνες με τις γενικά αποδεκτές πρακτικές της αγοράς.