254. (1) Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία έχει την έδρα της στη Δημοκρατία, και η τελική μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 253 του παρόντος Νόμου έχει την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος, ο Έφορος ως εθνική εποπτική αρχή, δύναται, μετά από διαβούλευση με την αρχή εποπτείας του ομίλου και με την αρχή εποπτείας της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ενωσιακό επίπεδο, να υπαγάγει την τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών στην εποπτεία του ομίλου και σε τέτοια περίπτωση εξηγεί την απόφασή του τόσο στον επόπτη του ομίλου όσο και στην μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο. Τα άρθρα 256 έως 298 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, με την επιφύλαξη των εδαφίων (2) έως (6).
(2) Ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να περιορίζει την εποπτεία του ομίλου της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ένα ή περισσότερα από τα Τμήματα του Δεύτερου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους.
(3) Όταν ο Έφορος, ως εθνική εποπτική αρχή, αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση σε εθνικό επίπεδο τις διατάξεις του Τμήματος 1 του Δεύτερου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους, η επιλογή της μεθόδου που γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 258 του παρόντος Νόμου, σε σχέση με την τελική μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο, από την εποπτική αρχή εποπτείας του ομίλου, θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από τον Έφορο.
(4) Όταν ο Έφορος, ως εθνική εποπτική αρχή, αποφασίζει να εφαρμόσει στην τελική μητρική επιχείρηση τις διατάξεις του Τμήματος 1, του Δεύτερου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους, και όταν η τελική μητρική επιχείρηση σε ενωσιακό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 290 του παρόντος Νόμου έχει λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 269 ή το εδάφιο (5) του άρθρου 272, την άδεια να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στον όμιλο, στη βάση εσωτερικού υποδείγματος, η απόφαση αυτή θεωρείται καθοριστική και εφαρμόζεται από τον Έφορο.
(5) Στην περίπτωση του εδαφίου (4), όταν ο Έφορος αποφασίζει ότι το προφίλ κινδύνου της τελικής μητρικής επιχείρησης αποκλίνει σημαντικά από το εσωτερικό υπόδειγμα που έχει εγκριθεί σε ενωσιακό επίπεδο, και εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις ανησυχίες του Εφόρου, ο Έφορος δύναται να αποφασίσει να επιβάλει πρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση στις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της εν λόγω επιχείρησης, όπως αυτές προκύπτουν από την εφαρμογή ενός τέτοιου υποδείγματος, ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου η πρόσθετη αυτή κεφαλαιακή επιβάρυνση κρίνεται ακατάλληλη, να απαιτήσει από την επιχείρηση να υπολογίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου της βάσει της τυποποιημένης μεθόδου. Κάθε απόφαση του Εφόρου που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να κοινοποιείται στην επιχείρηση και στην αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου.
(6) Όταν ο Έφορος αποφασίζει να εφαρμόσει το Τμήμα 1, του Δεύτερου Κεφαλαίου του παρόντος Μέρους, στην τελική μητρική επιχείρηση με έδρα στη Δημοκρατία, η εν λόγω επιχείρηση δεν επιτρέπεται να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 275 ή 282 του παρόντος Νόμου την άδεια να υπαγάγει οποιαδήποτε από τις θυγατρικές της στα άρθρα 277 και 278.
(7) Ο Έφορος δεν δύναται να λάβει ή να διατηρήσει απόφαση δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, εφόσον η τελική μητρική επιχείρηση με έδρα στη Δημοκρατία είναι θυγατρική της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ενωσιακό επίπεδο που αναφέρεται στο άρθρο 253 του παρόντος Νόμου και η τελευταία αυτή επιχείρηση έχει λάβει σύμφωνα με τα άρθρα 276 ή 281 την άδεια να υπαγάγει τη θυγατρική αυτή στα άρθρα 277 έως 278.
(8) Οι περιστάσεις υπό τις οποίες ο Έφορος δύναται να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει του εδαφίου (1) καθορίζονται με κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις.