145. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να ενημερώνουν αμέσως τον Έφορο μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούνται πλέον οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας ή υπάρχει κίνδυνος μη συμμόρφωσης εντός των επομένων τριών μηνών.
(2) Εντός δύο μηνών από τη στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, η συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει, προς έγκριση από τον Έφορο, ρεαλιστικό σχέδιο ανάκαμψης.
(3) Ο Έφορος απαιτεί από τη συγκεκριμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να επιτύχει, εντός έξι μηνών από τη στιγμή που διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, την αποκατάσταση του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου της, ώστε να εξασφαλισθεί συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.
(4) Ο Έφορος δύναται κατά την κρίση του να παρατείνει την περίοδο του εδαφίου (1) για περίοδο τριών μηνών και σε περίπτωση έκτακτης πτώσης των χρηματοοικονομικών αγορών, ο Έφορος δύναται να παρατείνει περαιτέρω την εν λόγω περίοδο για κατάλληλο χρονικό διάστημα, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων.
(5) Σε περίπτωση έκτακτων αντίξοων καταστάσεων με επιπτώσεις για ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων, όπως διαπιστώνει η EIOPA, όπου είναι σκόπιμο κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ, ο Έφορος δύναται να παρατείνει, για τις πληγείσες επιχειρήσεις, το χρονικό διάστημα που καθορίζεται στο εδάφιο (4) κατά επτά έτη το πολύ, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της μέσης διάρκειας των τεχνικών προβλέψεων.
(6) Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων της EIOPA βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, για την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου, η EIOPA διαπιστώνει, κατόπιν αιτήματος του Εφόρου, την ύπαρξη έκτακτης αντίξοης κατάστασης. Ο Έφορος μπορεί να υποβάλει αίτημα σε περίπτωση που είναι πιθανό οι ασφαλιστικές ή οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε μια από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (3).
(7) Για τους σκοπούς τους εδαφίου (6), έκτακτες αντίξοες καταστάσεις υπάρχουν όταν η οικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της αγοράς ή των πληττόμενων κατηγοριών δραστηριοτήτων υφίστανται επιπτώσεις ή πλήττονται σοβαρά από μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις:
(α) απρόβλεπτη, μεγάλη και απότομη πτώση στις χρηματοπιστωτικές αγορές·
(β) παρατεταμένη πτώση των επιτοκίων·
(γ) καταστροφικό συμβάν με σοβαρό αντίκτυπο.
(8) Η EIOPA, σε συνεργασία με τον Έφορο, αξιολογεί τακτικά αν εξακολουθούν να υφίστανται οι καταστάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (5) και κατά πόσο μια έκτακτη αντίξοη κατάσταση έχει πάψει να υφίσταται.
(9) Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση πρέπει να υποβάλλει κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου στον Έφορο, στην οποία προσδιορίζει τα μέτρα που λαμβάνει και την πρόοδο που έχει σημειώσει στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας.
(10) Η παράταση που αναφέρεται στο εδάφιο (11) αίρεται από τον Έφορο, σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην αποκατάσταση του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας και της ημερομηνίας της υποβολής της έκθεσης προόδου.
(11) Σε έκτακτες περιπτώσεις, εάν ο Έφορος είναι της γνώμης ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω η χρηματοοικονομική κατάσταση της συγκεκριμένης επιχείρησης, δύναται επίσης να περιορίζει ή να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης αυτής και σε τέτοια περίπτωση ενημερώνει τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών υποδοχής για κάθε τέτοιο μέτρο που λαμβάνει, όπου αυτό εφαρμόζεται, ζητώντας από τις εν λόγω αρχές όπως λάβουν τα ίδια μέτρα με τον Έφορο, αφού ο Έφορος προσδιορίσει τα στοιχεία του ενεργητικού που πρέπει να καλύπτονται από τα εν λόγω μέτρα.
(12) Μετά από αίτημα της εποπτικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία δεν πληροί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, ο Έφορος λαμβάνει τα ίδια μέτρα με την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τα οποία προσδιορίζονται στο αίτημά της.