289. (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 287 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος, είτε ως αρμόδια εποπτική αρχή ομίλου είτε ως αρμόδια εποπτική αρχή μεμονωμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που ανήκει σε όμιλο, στις περιπτώσεις που μια απόφαση είναι σημαντική για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων εποπτικών αρχών, πριν να λάβει τη συγκεκριμένη απόφαση, διαβουλεύεται στο πλαίσιο του Σώματος Εποπτών, σχετικά με τα κατωτέρω:
(α) Μεταβολές στη μετοχική διάρθρωση, στην οργανωτική ή στη διοικητική δομή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου, οι οποίες απαιτούν την έγκριση ή την άδεια εποπτικών αρχών·
(β) την απόφαση σχετικά με παράταση της περιόδου ανάκαμψης δυνάμει ων εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 145 του παρόντος Νόμου·
(γ) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που πρόκειται να λάβει, συμπεριλαμβανομένων της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης στην κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας δυνάμει του άρθρου 40 και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού στη χρήση εσωτερικού υποδείγματος για τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας δυνάμει του Μέρους ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήμα 4, Ενότητα 3.
(2) Για τους σκοπούς των εδαφίων (β) και (γ) του εδαφίου (1), ο Έφορος ζητά σε κάθε περίπτωση τη γνώμη του επόπτη ομίλου.
(3) Ο Έφορος, όταν αποφασίζει σε σχέση με θέματα που καθορίζονται στο εδάφιο (1) και η απόφασή του βασίζεται σε πληροφορίες που λαμβάνονται από άλλες εποπτικές αρχές, διαβουλεύεται με τις άλλες εποπτικές αρχές πριν να λάβει την εν λόγω απόφασή του.
(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 287 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται να αποφασίσει να μην προβεί σε διαβουλεύσεις σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή όταν οι διαβουλεύσεις αυτές ενδέχεται να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης, αλλά ενημερώνει αμελλητί τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.