372.-(1) Για την άσκηση δραστηριοτήτων διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων από ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ανάλογα με την περίπτωση, εξαιρουμένης της άσκησης εργασιών μεσίτη ασφαλίσεων, απαιτείται η προηγούμενη σύναψη σύμβασης διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων, η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, αναφέρεται στο παρόντα Νόμο ως-
(α) Σύμβαση ασφαλιστικού πράκτορα (σύμβαση πρακτόρευσης)· ή
(β) σύμβαση ασφαλιστικού μεσάζοντος (σύμβαση μεσάζοντος)· ή
(γ) σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου· ή
(δ) σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου· ή
(ε) σύμβαση δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή.
(2) Η σύμβαση διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων καταρτίζεται εγγράφως, συνάπτεται μεταξύ του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ανάλογα με την περίπτωση, και των προσώπων για λογαριασμό των οποίων αυτός θα ενεργεί και καθορίζει ρητά τους όρους άσκησης των εργασιών αυτών, κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
(3) Η σύμβαση διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων δύναται να αποκλείει ή να περιορίζει το δικαίωμα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
(4) Η σύμβαση διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων τίθεται σε ισχύ, όσον αφορά τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων ή τη διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων, από την ημερομηνία εγγραφής του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή σε ένα από τα Μητρώα:
(5) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους, υποβάλλουν στον Έφορο κατάσταση των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών ή των αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών ή των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών δευτερεύουσας δραστηριότητας οι οποίοι ενεργούν για λογαριασμό τους.
(6) Παράβαση των όρων της σύμβασης από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των ασφαλισμένων.
(7) Σε περίπτωση που η σύμβαση διαμεσολάβησης παύσει να ισχύει για οποιοδήποτε λόγο, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, καθώς και το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ασκούνται οι εργασίες διαμεσολάβησης ανακοινώνουν, αμελλητί, εγγράφως το γεγονός αυτό στον Έφορο και αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους έπαυσε να ισχύει η σύμβαση: