110. (1) Οι βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας περιλαμβάνουν μεμονωμένες ενότητες κινδύνου, οι οποίες αθροίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του Τέταρτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου και σε κάθε περίπτωση περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες ενότητες αναλαμβανόμενου κινδύνου:
(α) κίνδυνος ασφάλισης Γενικής Φύσεως·
(β) κίνδυνος ασφάλισης Ζωής·
(γ) κίνδυνος ασφάλισης ασθενείας·
(δ) κίνδυνος αγοράς·
(ε) κίνδυνος αθέτησης αντισυμβαλλόμενου.
(2) Για τους σκοπούς των παραγράφων (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1), οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες εντάσσονται στην ενότητα ασφαλιστικού κινδύνου που αντικατοπτρίζει καλύτερα την τεχνική φύση των υποκείμενων κινδύνων.
(3) Οι συντελεστές συσχέτισης για την άθροιση των ενοτήτων κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (1), καθώς και η διαβάθμιση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κάθε ενότητα κινδύνου, οδηγούν σε μια συνολική κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας η οποία συνάδει με τις αρχές που παρατίθενται στο άρθρο 107 του παρόντος Νόμου.
(4) Κάθε μία από τις ενότητες κινδύνου που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διαμορφώνεται με τη χρήση ενός μέτρου δυνητικής ζημίας ή αξίας σε κίνδυνο (“Value-at-Risk”), με επίπεδο εμπιστοσύνης 99,5% για μια περίοδο ενός έτους και στον σχεδιασμό κάθε ενότητας κινδύνου λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα διαφοροποίησης, κατά περίπτωση.
(5) Ο ίδιος σχεδιασμός και οι ίδιες προδιαγραφές για τις ενότητες κινδύνου χρησιμοποιούνται για όλες τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τόσο σε σχέση με τις βασικές κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας όσο και για τους απλοποιημένους υπολογισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 115 του παρόντος Νόμου.
(6) Όσον αφορά τους κινδύνους από καταστροφές, μπορούν να χρησιμοποιούνται γεωγραφικές προδιαγραφές, κατά περίπτωση, για τον υπολογισμό των ενοτήτων αναλαμβανόμενων ασφαλιστικών κινδύνων ασφάλισης Ζωής, Γενικής Φύσεως και ασφάλισης ασθενείας.
(7) Υπό την αίρεση της έγκρισης του Εφόρου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν, στο πλαίσιο του σχεδιασμού της τυποποιημένης μεθόδου, να αντικαθιστούν μια υποομάδα από τις παραμέτρους της με ειδικές παραμέτρους για την εκάστοτε επιχείρηση κατά τον υπολογισμό των ενοτήτων κινδύνου ασφάλισης Ζωής, Γενικής Φύσεως και ασφάλισης ασθενείας, και οι πιο πάνω αναφερόμενοι παράμετροι διαμορφώνονται με βάση τα εσωτερικά δεδομένα της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, ή τα δεδομένα τα οποία έχουν άμεση συνάφεια με τις εργασίες της επιχείρησης αυτής που χρησιμοποιεί τυποποιημένες μεθόδους. Κατά την χορήγηση της έγκρισης ο Έφορος εξακριβώνει την πληρότητα, ακρίβεια και καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων δεδομένων.