Ερμηνεία

308. (1) Εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια, για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους -

«ασφαλιστικές απαιτήσεις» σημαίνει κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων, δικαιούχους ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο απορρέει από ασφαλιστήριο ή από ασφαλιστική πράξη προβλεπομένη στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, με αντικείμενο πρωτασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα εν λόγω πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής καθώς επίσης και τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση ως αποτέλεσμα μη κατάρτισης ή ακύρωσης ασφαλιστηρίων και ασφαλιστικών πράξεων, σύμφωνα με το δίκαιο που εφαρμόζεται σε αυτά τα ασφαλιστήρια ή τις πράξεις πριν από την έναρξη των διαδικασιών εκκαθάρισης∙

«αρμόδιες αρχές» σημαίνει τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές κράτους μέλους, οι οποίες είναι αρμόδιες για τους σκοπούς των μέτρων εξυγίανσης ή των διαδικασιών εκκαθάρισης, περιλαμβανομένων των διοικητικών ή δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας∙

«διαδικασίες εκκαθάρισης» σημαίνει τις συλλογικές διαδικασίες που συνεπάγονται τη ρευστοποίηση του ενεργητικού μιας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη διανομή των εσόδων μεταξύ των πιστωτών, των μετόχων ή των μελών, όπως ενδείκνυται, και οι οποίες οπωσδήποτε συνεπάγονται παρέμβαση των αρμοδίων αρχών, ακόμη και όταν οι συλλογικές διαδικασίες περατώνονται με συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο, είτε βασίζονται σε αφερεγγυότητα, είτε όχι, και είτε είναι εκούσιες, είτε υποχρεωτικές και οι οποίες διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου και του παρόντος Νόμου·

«διαχειριστής» σημαίνει κάθε πρόσωπο ή όργανο, διοριζόμενο από τις αρμόδιες αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των μέτρων εξυγίανσης·

«εκκαθαριστής» σημαίνει κάθε πρόσωπο ή όργανο, διοριζόμενο από τις αρμόδιες αρχές ή από την ασφαλιστική επιχείρηση, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των διαδικασιών εκκαθάρισης·

«μέτρα εξυγίανσης» σημαίνει τα μέτρα που συνεπάγονται οποιαδήποτε παρέμβαση του Εφόρου και σκοπό έχουν να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση ασφαλιστικής επιχείρησης και τα οποία θίγουν προϋπάρχοντα δικαιώματα άλλων συμβαλλομένων μερών και όχι αυτής καθ’ αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των αποζημιώσεων·

«υποκατάστημα» σημαίνει κάθε μόνιμη παρουσία μιας ασφαλιστικής επιχείρησης στο έδαφος ενός κράτους μέλους, εκτός του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία ασκεί ασφαλιστικές δραστηριότητες.

(2) Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Μέρους στα μέτρα εξυγίανσης και τις διαδικασίες εκκαθάρισης που αφορούν υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας που βρίσκεται στη Δημοκρατία-

«αρμόδιες αρχές» σημαίνει τις αρχές του κράτους μέλους καταγωγής∙

«εποπτικές αρχές» σημαίνει τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής·

«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει το κράτος μέλος το οποίο χορήγησε στο υποκατάστημα άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με τα άρθρα 158 έως 162 του παρόντος Νόμου.