172. (1) Σε περίπτωση που ο Έφορος διαπιστώνει ότι αντασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους η οποία έχει υποκατάστημα ή λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη Δημοκρατία, δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που ισχύουν για την περίπτωσή της, καλεί την εν λόγω αντασφαλιστική επιχείρηση να θέσει τέρμα στην παράβαση του Νόμου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και αναφέρει τις διαπιστώσεις του στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης, ώστε αυτή να λάβει τα κατάλληλα μέτρα.
(2) Σε περίπτωση που, παρά τα ληφθέντα από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μέτρα, η αντασφαλιστική επιχείρηση εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που ισχύουν στην περίπτωσή της ή σε περίπτωση που τα μέτρα τα οποία έχουν επιβληθεί από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης είναι ανεπαρκή, ο Έφορος, αφού ενημερώσει σχετικά την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, επιβάλλει οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για την πρόληψη ή την καταστολή νέων παρατυπιών, και, εφόσον τούτο είναι απόλυτα αναγκαίο, την απαγόρευση της σύναψης νέων συμβάσεων αντασφάλισης από την επιχείρηση αυτή στο έδαφος της Δημοκρατίας.
(3) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση αντασφαλιστικών εργασιών, θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και στην αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
(4) Ο Έφορος δύναται, σε σχέση με την εφαρμογή του εδαφίου (2), να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.