61. (1) Ο Έφορος, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, διαβουλεύεται εκτενώς με τις οικείες εποπτικές αρχές άλλου κράτους μέλους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:
(α) Πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εταιρεία επενδύσεων (ΕΠΕΥ) ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου του 2012, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής∙
(β) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή
(γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.
(2) Σε περίπτωση που η εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους ζητά διαβούλευση αναφορικά με κοινοποίηση ειδικής συμμετοχής σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπάγεται στην εποπτεία της και ο υποψήφιος αγοραστής υπάγεται στην εποπτεία του Εφόρου ή στην χρηματοπιστωτική εποπτεία άλλης αρχής στη Δημοκρατία, ο Έφορος παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης, διαβιβάζει, κατόπιν αιτήματος της άλλης εποπτικής αρχής κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική του πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες, επισημαίνοντας τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις του.