347.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος Νόμου, είτε από τον Έφορο ή από τον Γενικό Διευθυντή, η οποία εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στα εδάφια (3) έως (7) και επικυρώνει οποιαδήποτε δυσμενή απόφαση του Εφόρου, δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
(2) Οι πιο κάτω αποφάσεις ή παραλείψεις του Εφόρου δύνανται να προσβληθούν και ενώπιον του Γενικού Διευθυντή από τα άμεσα επηρεαζόμενα νομικά ή φυσικά πρόσωπα:
(α) Απόρριψη αίτησης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία ή επέκτασης των εργασιών της σε άλλο ή άλλους κλάδους, δυνάμει των άρθρων 27 και 28 του παρόντος Νόμου.
(β) ανάκληση άδειας ή μερική ανάκληση άδειας σε ένα ή περισσότερους ασφαλιστικούς κλάδους μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, δυνάμει των άρθρων 151 και 152 ή 156 του παρόντος Νόμου, αντίστοιχα.
(γ) μη έγκριση διορισμού οποιουδήποτε προσώπου σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δυνάμει του άρθρου 44 ή του προσώπου που θα εκτελεί την αναλογιστική λειτουργία δυνάμει του εδαφίου (8) του άρθρου 49 ή του αντιπροσώπου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 177, ή του αντιπροσώπου υποκαταστήματος κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 160 του παρόντος Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση.
(δ) μη έγκριση απόκτησης συμμετοχής σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δυνάμει του άρθρου 59 ή επιβολή κυρώσεων αναφορικά με την κατοχή συμμετοχών σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δυνάμει του άρθρου 63 του παρόντος Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση.
(ε) απαίτηση για άμεσο τερματισμό του διορισμού του ελεγκτή δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (7) του άρθρου 74 του παρόντος Νόμου.
(στ) απόρριψη αιτήματος κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης για ελεύθερη εγκατάσταση ή ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος μέλος δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 160 ή του εδαφίου (6) του άρθρου 162 του παρόντος Νόμου, αντίστοιχα.
(ζ) απόρριψη αίτησης μεταβίβασης χαρτοφυλακίου δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 204 του παρόντος Νόμου.
(η) Διαγραφή προσώπου από Μητρώο, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 356, δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (γ), (δ) ή (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 394˙
(θ) παράλειψη ή άρνηση γνωστοποίησης πληροφοριών στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ας αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (8) του άρθρου 377∙
(ι) επιβολή διοικητικού προστίμου δυνάμει του άρθρου 400 του παρόντος Νόμου.
(κ) άρνηση ανανέωσης εγγραφής διαμεσολαβητή σε Μητρώο, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 356, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 392, καθώς και απόρριψη αίτησης για εγγραφή σε Μητρώο ή παράλειψη έκδοσης απόφασης εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής έγκυρης αίτησης για εγγραφή στο Μητρώο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 393.
(3)(α) Αναφορικά με το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Γενικού Διευθυντή κατά των αποφάσεων του Εφόρου που περιγράφονται στις παραγράφους (β) και (στ) του εδαφίου (2), και σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος αυτού από την άμεσα επηρεαζόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η εν λόγω επιχείρηση υποχρεούται να τερματίσει τη διεξαγωγή νέων εργασιών μέχρι την έκδοση της απόφασης του Γενικού Διευθυντή.
(β) Αναφορικά με το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Γενικού Διευθυντή κατά των αποφάσεων του Εφόρου που περιγράφεται στην παράγραφο (η) του εδαφίου (2) και σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος αυτού από το άμεσα επηρεαζόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγγεγραμμένο στα Μητρώα ασφαλιστικών διαμεσολαβητών της Υπηρεσίας, τα οποία τηρούνται με βάση τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 370 του παρόντος Νόμου, το εν λόγω πρόσωπο υποχρεούται να τερματίσει τη διεξαγωγή νέων εργασιών μέχρι την έκδοση της απόφασης του Γενικού Διευθυντή.
(4) Το δικαίωμα προς προσβολή των αποφάσεων του Εφόρου ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, επισημαίνεται από τον Έφορο στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή στο ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά την κοινοποίηση των πιο πάνω αποφάσεών του.
(5) Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Διευθυντή δύναται να ασκηθεί εγγράφως, με γραπτές παραστάσεις, μέσω του Εφόρου, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών, από την κοινοποίηση της απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.
(6) Ο Γενικός Διευθυντής εξετάζει κατά πόσο η απόφαση του Εφόρου κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή, λήφθηκε αφού τηρήθηκαν από τον Έφορο όλες οι διαδικασίες και διατάξεις που προβλέπονται από τον παρόντα Νόμο και εκδίδει την απόφασή του μέσα σε προθεσμία σαρανταπέντε ημερών από την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής. Πριν προβεί στην έκδοση της απόφασης του ο Γενικός Διευθυντής-
(α) καλεί την ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή το ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο να προβεί, εφόσον το επιθυμεί, σε προφορικές παραστάσεις˙ και
(β) καλεί τον Έφορο να εκφέρει τις δικές του θέσεις και απόψεις επί των γραπτών και προφορικών παραστάσεων της εμπλεκόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή προσώπου.
(7) Ο Γενικός Διευθυντής λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω παραστάσεις, θέσεις και απόψεις, πριν προβεί στην έκδοση της απόφασής του προς επικύρωση ή ανάκληση της απόφασης του Εφόρου.
(8) Η απόφαση του Γενικού Διευθυντή σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη.