168. (1) Σε περίπτωση που ο Έφορος διαπιστώνει ότι ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους η οποία έχει υποκατάστημα ή λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη Δημοκρατία δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που ισχύουν για την περίπτωσή της, καλεί την εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση να θέσει τέρμα στην παράβαση του Νόμου.
(2) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δεν τερματίσει την παράβαση εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τον Έφορο, ο Έφορος ενημερώνει σχετικά τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και ζητά ενημέρωση από τις εν λόγω αρχές αναφορικά με τα μέτρα που θα ληφθούν εκ μέρους τους.
(3) Σε περίπτωση που, παρά τα ληφθέντα μέτρα από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή σε περίπτωση που τα εν λόγω μέτρα έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή ή σε περίπτωση που δεν έχουν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα και η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωσή της, ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει σχετικά την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να επιβάλλει στην ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για την πρόληψη ή την καταστολή νέων παρατυπιών και, εφόσον κρίνει ότι είναι απόλυτα αναγκαίο, να απαγορεύει τη σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων από την επιχείρηση αυτή στη Δημοκρατία.
(4) Ο Έφορος, εφόσον συντρέχουν οι συνθήκες του εδαφίου (3), δύναται επίσης να παραπέμψει το θέμα στην EIOPA και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με τις διατάξεις του ο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και σε τέτοια περίπτωση η EIOPA μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της ανατίθενται με το εν λόγω άρθρο.
(5) Οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις ή άλλα μέτρα ληφθούν από τον Έφορο δυνάμει του εδαφίου (3) κοινοποιούνται στην ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(6) Τα εδάφια (1) μέχρι (3) δεν επηρεάζουν το δικαίωμα του Εφόρου, σε επείγουσες περιπτώσεις, να λαμβάνει τα κατάλληλα προσωρινά μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή παρατυπιών από ασφαλιστικές επιχειρήσεις κράτους μέλους στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να απαγορεύει χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση της εποπτικής αρχής τους κράτους μέλους καταγωγής, τη σύναψη νέων ασφαλιστικών συμβάσεων από ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους στη Δημοκρατία:
(7) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που έχει διαπράξει την παράβαση του παρόντος Νόμου διαθέτει εγκατάσταση ή περιουσιακά στοιχεία στη Δημοκρατία, ο Έφορος δύναται να επιβάλει, τις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, διοικητικές κυρώσεις επί της εγκατάστασης, περιλαμβανομένου και του περιορισμού της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης που βρίσκεται στη Δημοκρατία.
(8) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο συνεπάγεται κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση ασφαλιστικών εργασιών, θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να κοινοποιείται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση και στην αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
(9) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των ποινικής φύσεως διατάξεων που ισχύουν στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένων και των ποινικών διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(10) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις κράτους μέλους υποβάλλουν στον Έφορο, εφόσον αυτός το ζητήσει, οποιοδήποτε έγγραφο τους ζητηθεί για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(11) ο Έφορος διατηρεί το δικαίωμα σε περίπτωση έσχατης ανάγκης να προσφύγει στις εποπτικές ή και στις διπλωματικές αρχές του κράτους ή των κρατών στα οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση.
(12) Ο Έφορος ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την EIOPA για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων στις οποίες υπήρξε άρνηση βάσει των άρθρων 158 και 161 του παρόντος Νόμου ή στις οποίες ελήφθησαν μέτρα βάσει των εδαφίων (3), (5) και (6).