366.-(1) Μεσίτης ασφαλίσεων, ο οποίος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, έχει ως κύρια δραστηριότητα, κατ’ εντολή οποιουδήποτε προσώπου, τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων που προβλέπονται στο εδάφιο (5) χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης:
(2) Σε περίπτωση που οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (5) εργασίες ασκούνται από νομικό πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό οφείλει να είναι εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου και, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου καλείται εφεξής ως «εταιρεία ασφαλειομεσιτών», στην επωνυμία δε της εταιρείας περιλαμβάνεται ο όρος «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, υποδηλώνοντας τον σκοπό σύστασης της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλειομεσιτών και δύναται να διατυπώνεται και σε άλλη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.
(3) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο, ο όρος «μεσίτης ασφαλίσεων» περιλαμβάνει και τους όρους «μεσίτης αντασφαλίσεων», «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» και «εταιρεία αντασφαλειομεσιτών».
(4) Ο μεσίτης ασφαλίσεων έχει νομική και οικονομική ανεξαρτησία έναντι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις οποίες συναλλάσσεται, χωρίς επηρεασμό δε των διατάξεων του άρθρου 394Δ σε περίπτωση που μεσίτης ασφαλίσεων έχει στενούς δεσμούς και οποιοδήποτε άλλο νομικό ή οικονομικό δεσμό με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που δύναται να επηρεάσει την ελευθερία επιλογής του, γνωστοποιεί τούτο εγγράφως προς κάθε ενδιαφερόμενο για τη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης πρόσωπο, πριν από τη σύναψη της σύμβασης:
(5) Ο μεσίτης ασφαλίσεων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων:
(α) Φέρνει σε επαφή το ενδιαφερόμενο προς σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής κάλυψης πρόσωπο με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων·
(β) προπαρασκευάζει ή/και εξασφαλίζει την αποδοχή της σύμβασης από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και από τον ασφαλισμένο·
(γ) παρέχει στους ασφαλισμένους κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή πριν από ή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την έλευση του ασφαλιστικού κινδύνου·
(δ) εφόσον έχει γραπτή εξουσιοδότηση από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα και τα αποδίδει στη δικαιούχο ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή/και προβαίνει σε διακανονισμό απαιτήσεων, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου.