158. (1) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δύναται να ιδρύει στη Δημοκρατία υποκατάστημα προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις και ακολουθούνται οι διαδικασίες του παρόντος άρθρου.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, εξομοιώνεται με υποκατάστημα κάθε μόνιμη παρουσία μιας επιχείρησης κράτους μέλους στη Δημοκρατία, έστω και αν αυτή η παρουσία δεν έχει λάβει τη μορφή υποκαταστήματος, αλλά ασκείται μέσω απλού γραφείου το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό της ίδιας της επιχείρησης, ή από ανεξάρτητο πρόσωπο, εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση όπως θα ενεργούσε μια αντιπροσωπεία.
(3) Ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα στη Δημοκρατία, κοινοποιεί την πρόθεσή της στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της, η οποία στη συνέχεια διαβιβάζει στον Έφορο την κοινοποίηση της εν λόγω πρόθεσης, πιστοποιώντας επίσης ότι η ασφαλιστική επιχείρηση καλύπτει πράγματι τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 106 και 136 του παρόντος Νόμου, μαζί με τα πιο κάτω έγγραφα και πληροφορίες:
(α) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, στο οποίο πρέπει να αναφέρονται τουλάχιστον το είδος των προτεινόμενων εργασιών και η διοικητική οργάνωση του υποκαταστήματος∙
(β) το όνομα του αντιπροσώπου, ο οποίος αποδεικνύει μέσω πληρεξουσίου εγγράφου δεόντως επικυρωμένου ότι έχει επαρκή εξουσία για να δεσμεύει, έναντι τρίτων, την ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους ή, στην περίπτωση της Lloyd’s, τους ενδιαφερόμενους ασφαλιστές, και να την ή τους αντιπροσωπεύει ενώπιον των αρχών και των δικαστηρίων της Δημοκρατίας (εφεξής καλούμενο "γενικός αντιπρόσωπος")∙
(γ) τη διεύθυνση στη Δημοκρατία, στην οποία είναι δυνατό να ζητούνται και να παραδίδονται έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων όλων των κοινοποιήσεων που απευθύνονται στον γενικό αντιπρόσωπο∙
(δ) Όσον αφορά την ένωση ασφαλιστών Lloyd’s, σε περίπτωση ενδεχόμενων διαφορών στη Δημοκρατία, οι οποίες σχετίζονται με αναληφθείσες υποχρεώσεις, δεν πρέπει να προκύπτουν για τους ασφαλισμένους δυσχέρειες μεγαλύτερες από εκείνες που ήταν ενδεχόμενο να προκύψουν εάν οι διαφορές αυτές αφορούσαν συνήθεις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
(4) Σε περίπτωση που ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους ασφάλισης Γενικής Φύσεως σκοπεύει να καλύπτει, μέσω του υποκαταστήματός της, τους κινδύνους που κατατάσσονται στον κλάδο αστικής ευθύνης από χερσαία μηχανοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α, Πρώτο Παράρτημα) του παρόντος Νόμου, μη συμπεριλαμβανομένης της ευθύνης του μεταφορέα, πρέπει να υποβάλει δήλωση ότι μέσα στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (5) προθεσμία θα ενταχθεί στο εθνικό ταμείο εγγυήσεως και στο εθνικό ταμείο ασφαλίσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτων) Νόμων του 2000 όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
(5) Σε περίπτωση τροποποίησης του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4), η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους γνωστοποιεί γραπτώς την εν λόγω τροποποίηση στον Έφορο τουλάχιστον ένα μήνα πριν πραγματοποιηθεί η τροποποίηση αυτή.
(6) Ο Έφορος, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή όλων των απαραίτητων εγγράφων και στοιχείων που καθορίζονται στο εδάφιο (2) από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, δύναται να κοινοποιεί στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, όρους υπό τους οποίους, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να ασκούνται οι δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης κράτους μέλους στη Δημοκρατία, τους οποίους η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί στην ασφαλιστική επιχείρηση.
(7) Η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους μπορεί να εγκαταστήσει το υποκατάστημα και να αρχίσει τις εργασίες της από την ημερομηνία που η εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της έλαβε κοινοποίηση του Εφόρου δυνάμει του εδαφίου (5), ή, εάν δεν έχει αποσταλεί τέτοια κοινοποίηση, δύο μήνες από την κοινοποίηση στον Έφορο των όσων καθορίζονται στο εδάφιο (2).
(8) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν την υποβολή περαιτέρω εγγράφων.