181. (1) Αναφορικά με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος άρθρου ισχύουν και οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) Εάν μια επιχείρηση που ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία, ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει παράλληλα τέτοιες εργασίες και σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ο Έφορος δύναται, κατ’ αίτησή της να της χορηγήσει τα ευεργετήματα που προβλέπονται στην παράγραφο (δ) του παρόντος εδαφίου και τα οποία δύνανται να παραχωρηθούν μόνον όλα μαζί·
(β) η αίτηση για χορήγηση των ευεργετημάτων υποβάλλεται προς τον Έφορο και προς όλες τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των κρατών μελών στα οποία η επιχείρηση αυτή ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει ασφαλιστικές εργασίες·
(γ) ο Έφορος εκδίδει την απόφαση του προς χορήγηση των ευεργετημάτων εκ συμφώνου με τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές, προς τις οποίες υποβλήθηκε η αίτηση·
(δ) τα ευεργετήματα συνίστανται στα ακόλουθα-
(i) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που αναφέρονται στο άρθρο 180 του παρόντος Νόμου μπορούν να υπολογίζονται σε συνάρτηση με τη συνολική δραστηριότητα που ασκεί η επιχείρηση στο εσωτερικό της Ένωσης∙
(ii) η εγγύηση που προβλέπεται στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 177 μπορεί να κατατίθεται μόνον στο ένα από τα κράτη μέλη στα οποία ασκεί η επιχείρηση δραστηριότητες∙
(iii) τα στοιχεία του ενεργητικού που αποτελούν το αντίκρισμα των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων μπορούν να βρίσκονται, σύμφωνα με το άρθρο 141, σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη, που η επιχείρηση ασκεί τη δραστηριότητά της.
(2) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) του εδαφίου (1), λαμβάνονται υπόψη, για τον υπολογισμό, μόνον οι εργασίες που πραγματοποιούνται από το σύνολο των υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα στο εσωτερικό της Ένωσης.
(3) Στην αίτηση που υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, καθορίζεται και η εποπτική αρχή, η οποία θα είναι αρμόδια για την εξακρίβωση της κατάστασης φερεγγυότητάς της για το σύνολο των εργασιών της στα κράτη μέλη στα οποία ασκεί ασφαλιστικές εργασίες και μετέχουν στη συμφωνία. Η επιλογή της εποπτικής αρχής ανήκει στην αιτήτρια ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, που αιτιολογεί στην αίτησή της την επιλογή της αυτή.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας επιλέγει, κατά τα ανωτέρω, ως αρμόδια εποπτική αρχή τον Έφορο, θα ισχύουν τα ακόλουθα-
(α) η εγγύηση που προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 177, κατατίθεται στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας∙
(β) ο Έφορος χορηγεί το ειδικό καθεστώς που προβλέπονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) και ανακοινώνει στις λοιπές εποπτικές αρχές ότι θα εποπτεύει την κατάσταση φερεγγυότητας της επιχείρησης για το σύνολο των εργασιών της στα κράτη μέλη ·
(γ) ο Έφορος αναζητεί και λαμβάνει από τις εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών τις αναγκαίες πληροφορίες για την εξακρίβωση της συνολικής φερεγγυότητας των υποκαταστημάτων της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένα στο έδαφός τους.
(5) Τα ευεργετήματα του παρόντος άρθρου παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία κατά την οποία ο Έφορος πληροφορεί τις άλλες εποπτικές αρχές ότι ανέλαβε την υποχρέωση να ελέγχει τη φερεγγυότητα των υποκαταστημάτων της επιχείρησης που είναι εγκατεστημένα εντός της Ένωσης για το σύνολο των εργασιών τους ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο Έφορος ενημερώνεται από την επιλεγείσα από την ασφαλιστική επιχείρηση εποπτική αρχή, ανάλογα με την περίπτωση.
(6) Τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο ευεργετήματα καταργούνται συγχρόνως από όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, κατόπιν σχετικού αιτήματος ενός ή περισσοτέρων από αυτά.