165. (1) Για τους σκοπούς του άρθρου 164 του παρόντος Νόμου, ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως οφείλει να ορίζει αντιπρόσωπο με κατοικία ή εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ο οποίος έχει ευθύνη να συλλέγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες τις σχετικές με τις απαιτήσεις και διαθέτει επαρκείς εξουσίες για να αντιπροσωπεύει την επιχείρηση έναντι των προσώπων που υπέστησαν ζημίες και θα μπορούσαν να αξιώσουν αποζημίωση, συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής αυτών των αποζημιώσεων, και για να την αντιπροσωπεύει ή, εφόσον απαιτείται, να φροντίζει για την αντιπροσώπευσή της ενώπιον των δικαστηρίων και των αρχών της Δημοκρατίας σχετικά με τις αποζημιώσεις αυτές.
(2) Ο αντιπρόσωπος του εδαφίου (1) είναι δυνατόν να κληθεί να αντιπροσωπεύσει την ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που δραστηριοποιείται στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως ενώπιον του Εφόρου σχετικά με τον έλεγχο της ύπαρξης και της ισχύος ασφαλιστηρίων που έχουν ως αντικείμενο την ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα οχήματα.
(3) Ο αντιπρόσωπος του εδαφίου (1), δεν αναλαμβάνει για λογαριασμό της επιχείρησης ασφάλισης Γενικής Φύσεως, η οποία τον διόρισε, δραστηριότητες άλλες και πέραν από εκείνες που προβλέπονται στο εδάφιο (1).
(4) Ο διορισμός του αντιπροσώπου δεν συνιστά καθ’ εαυτόν άνοιγμα υποκαταστήματος για τους σκοπούς του άρθρου 158 του παρόντος Νόμου.
(5) Σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους δεν έχει διορίσει αντιπρόσωπο, ο Έφορος δύναται να εγκρίνει τον αντιπρόσωπο για τον διακανονισμό των ζημιών ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμων 2000 όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ως αντιπρόσωποι δυνάμει του παρόντος άρθρου.