252.-(1) Η άσκηση της εποπτείας ομίλου από τον Έφορο σύμφωνα με το άρθρο 251 του παρόντος Νόμου, δεν απαιτεί την άσκηση του εποπτικού του ρόλου σε ατομική βάση, σε σχέση με την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρησης τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 297 όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.
(2) Ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να μην συμπεριλάβει μια επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 251 του παρόντος Νόμου -
(α) εάν η επιχείρηση ευρίσκεται σε τρίτη χώρα, όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 267·
(β) εάν η επιχείρηση που πρέπει να συμπεριληφθεί έχει αμελητέα σημασία όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου· ή
(γ) εάν ο συνυπολογισμός της επιχείρησης δεν είναι κατάλληλος ή είναι παραπλανητικός σε σχέση με τους στόχους της εποπτείας σε επίπεδο ομίλου.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), όταν αρκετές επιχειρήσεις του ιδίου ομίλου, λαμβανόμενες υπόψη ατομικά, μπορούν να εξαιρεθούν σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, ο Έφορος ως αρχή εποπτείας τους ομίλου, οφείλει να τις συμπεριλάβει στην εποπτεία εφόσον, συλλογικά, είναι μη αμελητέας σημασίας.
(4) Όταν ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, θεωρεί ότι μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην εποπτεία ομίλου δυνάμει μιας των περιπτώσεων που προβλέπονται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (2), συμβουλεύεται, προτού λάβει απόφαση, τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών.
(5) Σε περίπτωση που αρμόδια εποπτική αρχή του ομίλου είναι εποπτική αρχή άλλου κράτους μέλους, και δεν περιλαμβάνει κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην εποπτεία του ομίλου δυνάμει των αντίστοιχων παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (2) της εθνικής της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, ο Έφορος δύναται να ζητά από την επιχείρηση που είναι επικεφαλής του ομίλου οποιαδήποτε πληροφορία η οποία μπορεί να διευκολύνει την εποπτεία των κυπριακών ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων από τον ίδιο.