276.-(1) Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για έγκριση υπαγωγής στους κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 277 και 278 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος συνεργάζεται μαζί με τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Σώματος εποπτών, σε πλήρη συνεργασία, προκειμένου να αποφασίσουν για τη χορήγηση ή μη της έγκρισης και για τους άλλους όρους και προϋποθέσεις, εφόσον υπάρχουν, στους οποίους πρέπει να υπαχθεί ή έγκριση αυτή.
(2) Σε περίπτωση θυγατρικής ασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει αδειοδοτηθεί από τον Έφορο, η αίτηση υποβάλλεται στον Έφορο, ο οποίος ενημερώνει τις υπόλοιπες εποπτικές αρχές και διαβιβάζει την πλήρη αίτηση στο Σώμα εποπτών χωρίς καθυστέρηση.
(3) Ο Έφορος μαζί με τις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με την αίτηση εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους αίτησης από όλες τις εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του Σώματος εποπτών.
(4) Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (3), εάν οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο Έφορος ως επόπτης ομίλου αναβάλλει την απόφασή του, και, αναμένει την ενδεχόμενη έκδοση απόφασης από την EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού, και στη συνέχεια, λαμβάνει την απόφασή του σύμφωνα με την απόφαση της EIOPA, η οποία απόφαση είναι καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές:
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία η ΕΙΟΡΑ δεν λάβει απόφαση, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 237, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ο Έφορος, ως επόπτης του ομίλου, λαμβάνει την τελική απόφαση, η οποία είναι καθοριστική και εφαρμόζεται από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
(6) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εξασφαλίζουν ενιαίους όρους εφαρμογής της διαδικασίας για τη λήψη κοινής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 όσον αφορά τις αιτήσεις για έγκριση που αναφέρονται στο εδάφιο (1), για να διευκολύνεται η λήψη κοινών αποφάσεων.
(7) Ο Έφορος, εφόσον είναι η αρχή αδειοδότησης της θυγατρικής, διαβιβάζει γραπτώς στον αιτούντα όμιλο την κοινή απόφαση των αρμόδιων εποπτικών αρχών που αναφέρεται στα εδάφια (3) και (4), η οποία είναι πλήρως αιτιολογημένη και η οποία αναγνωρίζεται και εφαρμόζεται από όλες τις σχετικές εποπτικές αρχές, ενώ σε περίπτωση που ο Έφορος δεν είναι η εποπτική αρχή του ομίλου, υποχρεούται να αναγνωρίζει και να εφαρμόζει την απόφαση των εποπτικών αρχών του ομίλου.
(8) Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές εντός της προθεσμίας των τριών μηνών, ο Έφορος, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 286 του παρόντος Νόμου, λαμβάνει ο ίδιος απόφαση για την αίτηση, συνεκτιμώντας δεόντως τα πιο κάτω:
(α) οποιεσδήποτε απόψεις και επιφυλάξεις που εξέφρασαν οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.
(β) οποιεσδήποτε επιφυλάξεις που εξέφρασαν άλλες εποπτικές αρχές από το Σώμα εποπτών.
(9) Η απόφαση του Εφόρου, εφόσον είναι η αρμόδια αρχή εποπτείας του ομίλου, είναι πλήρως αιτιολογημένη, περιλαμβάνει επεξήγηση κάθε σημαντικής απόκλισης από τις επιφυλάξεις των άλλων ενδιαφερόμενων εποπτικών αρχών και διαβιβάζεται στον αιτούντα και στις υπόλοιπες αρμόδιες εποπτικές αρχές.