75. (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (5), η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών χορηγείται αποκλειστικά για την άσκηση είτε εργασιών στην ασφάλιση Γενικής Φύσεως, είτε εργασιών στην ασφάλιση Ζωής.
(2) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (1)-
(α) οι επιχειρήσεις, οι οποίες λαμβάνουν άδεια προκειμένου να ασκήσουν εργασίες ασφάλισης Ζωής, δικαιούνται επίσης να λαμβάνουν άδεια για εργασίες ασφάλισης Γενικής Φύσεως για τους κινδύνους που καταγράφονται στους Κλάδους ατυχημάτων και ασθενειών (κλάδοι 1 και 2, στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου)·
(β) οι επιχειρήσεις, οι οποίες λαμβάνουν άδεια αποκλειστικά για τους κινδύνους που καταγράφονται στους Κλάδους ατυχημάτων και ασθενειών (κλάδοι 1 και 2, στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος), δικαιούνται να λαμβάνουν άδεια προκειμένου να ασκήσουν εργασίες ασφάλισης Ζωής:
Νοείται ότι, κάθε εργασία τελεί υπό χωριστή διαχείριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 του παρόντος Νόμου.
(3) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε αντίθετες διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) δύνανται να τηρούν τους λογιστικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν τις επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους και μέχρι την ύπαρξη συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών επί του θέματος, οι εν λόγω επιχειρήσεις εφαρμόζουν σε σχέση με την εκκαθάριση τους ίδιους κανόνες με τις επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής, για τις δραστηριότητές τους που έχουν σχέση με τους κινδύνους ατυχημάτων και ασθενειών (Κλάδοι 1 και 2 στο Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος).
(4) Σε περίπτωση που επιχείρηση ασφάλισης Γενικής Φύσεως έχει οικονομικούς, εμπορικούς, ή διοικητικούς δεσμούς με επιχείρηση ασφάλισης Ζωής, ο Έφορος διασφαλίζει μέσα από την άσκηση της εποπτείας τους, ότι οι λογαριασμοί των σχετικών επιχειρήσεων δεν νοθεύονται από συμφωνίες μεταξύ τους ούτε από οποιοδήποτε άλλο διακανονισμό ικανό να επηρεάσει την κατανομή των εξόδων και εσόδων.
(5) Επιχειρήσεις οι οποίες κατά την 1η Μαῒου 2004 ασκούσαν ταυτοχρόνως δραστηριότητες ασφάλισης Ζωής και Γενικής Φύσεως που εμπίπτουν στον παρόντα Νόμο και συνεχίζουν να ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, δικαιούνται να συνεχίσουν να τις ασκούν ταυτοχρόνως, υπό τον όρο ότι κάθε δραστηριότητα τελεί υπό χωριστή διαχείριση σύμφωνα με το άρθρο 76 του παρόντος Νόμου.