257.-(1) Ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, μεριμνά ώστε οι υπολογισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους (2) και (3) του άρθρου 256 του παρόντος Νόμου να διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως, είτε από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, είτε από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου είτε από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.
(2) Τα σχετικά δεδομένα για τον υπολογισμό και τα αποτελέσματα του υπολογισμού υποβάλλονται στον Έφορο από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση ή, όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από την επιχείρηση που ανήκει στον όμιλο και καθορίζεται από τον Έφορο, μετά από διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον ίδιο τον όμιλο.
(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου και η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών επιβλέπουν σε συνεχή βάση τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου και σε περίπτωση που το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζονται εκ νέου αμελλητί και υποβάλλονται στον Έφορο, ως αρχή εποπτείας του ομίλου.
(4) Σε περίπτωση που υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι το προφίλ κινδύνου του ομίλου έχει αλλάξει σημαντικά από την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, ο Έφορος, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, δύναται να ζητήσει επανυπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.