177. (1) Ο Έφορος δύναται να παραχωρεί άδεια άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Έχει υποβληθεί έγκυρη κατά νόμο αίτηση, συνυποβλήθηκαν τα αναγκαία έγγραφα και καταβλήθηκε το καθορισμένο τέλος·
(β) της έχει επιτραπεί να ασκεί ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές εργασίες, ανάλογα με την περίπτωση, δυνάμει της νομοθεσίας της τρίτης χώρας στην εποπτεία της οποίας υπάγεται∙
(γ) ιδρύει υποκατάστημα στο έδαφος της Δημοκρατίας∙
(δ) αναλαμβάνει την υποχρέωση να εγκαταστήσει στη Δημοκρατία ένα λογιστήριο κατάλληλο για τη δραστηριότητα που ασκεί καθώς επίσης και να τηρεί εκεί όλα τα έγγραφα τα σχετικά με τις εργασίες με τις οποίες ασχολείται∙
(ε) διορίζει αντιπρόσωπο, ο οποίος κατέχει τα προσόντα που καθορίζονται με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και εγκρίνεται από τον Έφορο∙
(στ) διαθέτει στη Δημοκρατία στοιχεία ενεργητικού ενός ποσού τουλάχιστον ίσου προς το ήμισυ του απόλυτου κατώτατου ορίου που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 136 του παρόντος Νόμου για τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, και καταθέτει το τέταρτο αυτού του απόλυτου κατώτατου ορίου ως εγγύηση∙
(ζ) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύπτει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 106 και 135 του παρόντος Νόμου∙
(η) ανακοινώνει το όνομα και τη διεύθυνση του αντιπροσώπου για τον διακανονισμό των απαιτήσεων τον οποίο διορίζει σε άλλα κράτη μέλη, όπου αυτό εφαρμόζεται, σε περίπτωση που οι καλυπτόμενοι κίνδυνοι κατατάσσονται στον κλάδο ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα (Κλάδος 10, Μέρος Α του Πρώτου Παραρτήματος Ι), πλην της ευθύνης του μεταφορέα∙
(θ) υποβάλλει πρόγραμμα δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 178 του παρόντος Νόμου∙
(ι) πληροί τις απαιτήσεις διακυβέρνησης που καθορίζονται στο Τμήμα 2 του Τέταρτου Κεφαλαίου του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, ως "υποκατάστημα" νοείται κάθε μόνιμη παρουσία στη Δημοκρατία της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, η οποία λαμβάνει άδεια από τον Έφορο και ασκεί ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές δραστηριότητες.