Σύνταξη πορίσματος και έκθεσης

11.-(1) Ο Έφορος Φορολογίας, με την ολοκλήρωση της ειδικής έρευνας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10, προβαίνει στη σύνταξη πορίσματος, το οποίο υποβάλλει ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής.

(2) Η Ειδική Επιτροπή, προτού προβεί στη σύνταξη έκθεσης αναφορικά με τη διενεργηθείσα ειδική έρευνα παρέχει προηγουμένως το δικαίωμα στο επηρεαζόμενο υπόχρεο πρόσωπο, εφόσον το επιθυμεί, να ακουστεί ή να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις του.

(3)(α) Στην έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, καταγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, τα ευρήματα του υποβληθέντος πορίσματος του Εφόρου Φορολογίας και η θέση του επηρεαζόμενου υπόχρεου προσώπου, εφόσον αυτό ακούστηκε ή κατέθεσε γραπτώς τις θέσεις του.

(β) Η πιο πάνω έκθεση κοινοποιείται αμελλητί-

(i) στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εφόσον αφορά σε Υπουργό ή Υφυπουργό.

(ii) στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, εφόσον αφορά σε Βουλευτή ή Ευρωβουλευτή:

Νοείται ότι, στην περίπτωση Ευρωβουλευτή, η σχετική έκθεση κοινοποιείται ταυτόχρονα στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

(iii) στα μέλη της σύσκεψης των αρχηγών ή εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, εφόσον αυτή αφορά στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων. και

(iv) στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, εφόσον αφορά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, η έκθεση κοινοποιείται παράλληλα στο επηρεαζόμενο υπόχρεο πρόσωπο.

(4) Σε περίπτωση, κατά την οποία από την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, διαπιστώνεται ότι υπόχρεο πρόσωπο έχει περιλάβει σε ΚΕΠ, σε κατάσταση εσόδων και εξόδων ή σε κατάσταση συμφιλίωσης οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο του οποίου η πηγή δεν δικαιολογείται ή διαπιστώνεται οποιαδήποτε διαφοροποίηση περιουσιακών στοιχείων χωρίς επαρκείς επεξηγήσεις, το πρόσωπο αυτό υπόκειται στις διατάξεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και τα ευρήματα από τον διενεργούμενο έλεγχο διαβιβάζονται στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας από την Ειδική Επιτροπή.

(5) Όποιος καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζει το έργο της Ειδικής Επιτροπής ή/και του Εφόρου Φορολογίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και στις δύο αυτές ποινές.