14.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο αποφασίσει ότι επιβάλλεται η έναρξη ειδικής έρευνας αναφορικά με αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ, αναθέτει τη διενέργειά της στον Έφορο Φορολογίας.
(2) Η απόφαση του Συμβουλίου για την έναρξη ειδικής έρευνας κοινοποιείται αμελλητί στο επηρεαζόμενο πρόσωπο μαζί με σύντομη αιτιολογία και στην περίπτωση της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 13 μαζί με αντίγραφο της γραπτής ένορκης καταγγελίας:
(3) Ο Έφορος Φορολογίας προβαίνει σε έλεγχο του περιεχόμενου των υποβληθεισών καταστάσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του υπό διερεύνηση προσώπου, εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πιο πάνω απόφασης:
(4) Για σκοπούς της διενεργούμενης ειδικής έρευνας ο Έφορος Φορολογίας και οι εξουσιοδοτημένοι από αυτόν λειτουργοί του Τμήματος Φορολογίας-
(α) ασκούν τα καθήκοντά τους δεσμευόμενοι από τις διατάξεις του Κανονισμού και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
(β) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 19 προβαίνουν σε κάθε αναγκαία ή πρόσφορη ενέργεια και προς τούτο δύναται να ζητούν και να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο στοιχείο ή πληροφορία από οποιαδήποτε αρχή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει ή εικάζεται ότι έχει στην κατοχή του τέτοια στοιχεία ή πληροφορίες. και
(γ) παρέχουν, σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, τη δυνατότητα στο επηρεαζόμενο πρόσωπο να ακουστεί και να υποβάλει τις θέσεις του.