2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αγωνιστικό τόξο» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι διατάξεις του άρθρου 2 του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου·
«άδεια δημιουργίας σκοπευτηρίου» σημαίνει την άδεια η οποία χορηγείται από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5·
«άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου» σημαίνει την άδεια απόκτησης και κατοχής πυροβόλου όπλου, η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων τoυ περί Πυρoβόλωv και Μη Πυροβόλων Όπλωv Νόμoυ·
«άδεια λειτουργίας σκοπευτηρίου» σημαίνει την άδεια η οποία χορηγείται από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6·
«άθλημα σκοποβολής» σημαίνει κάθε ολυμπιακό ή μη ολυμπιακό άθλημα σκοποβολής, σταθερού ή κινητού στόχου, το οποίο περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι·
«αθλητική ομοσπονδία» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι διατάξεις του άρθρου 2 του περί Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού Νόμου·
«ανάχωμα» σημαίνει φυσικό ή τεχνητό φράγμα το οποίο ευρίσκεται πίσω από τους στόχους και λειτουργεί ως εμπόδιο φραγμού και ασφαλούς τερματισμού της πορείας των βολίδων ή των σφαιριδίων για σκοπούς προστασίας και ασφάλειας·
«αρμόδια αρχή» σημαίνει την αρμόδια αρχή κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4·
«Αρχηγός Αστυνομίας» σημαίνει τον Αρχηγό της Αστυνομίας Κύπρου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας Κύπρου το οποίο είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένο από αυτόν·
«βληματοδόχος» σημαίνει τον χώρο στον οποίο καταλήγουν και περισυλλέγονται οι βολίδες και τα σφαιρίδια που έχουν χρησιμοποιηθεί στο σκοπευτήριο·
«γραμμή βολής» σημαίνει το σημείο από το οποίο διεξάγεται η βολή·
«διεθνής ομοσπονδία» σημαίνει σκοπευτική ομοσπονδία η οποία περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ·
«Δικαστήριο» σημαίνει το αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο εντός του ορίου της τοπικής αρμοδιότητας του οποίου ευρίσκεται το σκοπευτήριο·
«εκπαιδευτής ή/και προπονητής σκοποβολής ή τοξοβολίας» σημαίνει πρόσωπο το οποίο συνοδεύει, εκπαιδεύει, επιβλέπει και κατευθύνει έναν σκοπευτή ή τοξοβόλο, ανάλογα με την περίπτωση·
«ελεγχόμενα πυρομαχικά» σημαίνει όλα τα πυρομαχικά πλην των πυρομαχικών που χρησιμοποιούνται για τα όπλα κατηγορίας Γ8, όπως αυτά καθορίζονται στον περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμο, καθώς και των βολίδων ή σφαιριδίων αεροβόλου·
«ενεργός σκοπευτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο ασκείται ή συμμετέχει ενεργά και τακτικά σε αγώνες σκοποβολής αναγνωρισμένους από επίσημα αναγνωρισμένη αθλητική ομοσπονδία σκοποβολής ή από διεθνή ομοσπονδία·
«Επιθεωρητής Εκρηκτικώv Υλώv» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι διατάξεις του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου·
«ηλεκτρονικό αρχείο» σημαίνει το αρχείο το οποίο τηρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24·
«ιδιοκτήτης σκοπευτηρίου» σημαίνει αδειούχο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι ιδιοκτήτης σκοπευτηρίου·
«ιχνηλάτηση» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι διατάξεις του άρθρου 2 του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου και επιπροσθέτως, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, σημαίνει την ιχνηλάτηση ενοικίασης εντός σκοπευτηρίου οποιουδήποτε όπλου, καθώς και της πώλησης και χρήσης ελεγχόμενων πυρομαχικών εντός σκοπευτηρίου·
«κατηγορίες σκοπευτηρίων» σημαίνει τις κατηγορίες σκοπευτηρίων που καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ·
«μέλος σκοπευτηρίου» σημαίνει εγγεγραμμένο μέλος σκοπευτηρίου το οποίο εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του ως μέλος αυτού·
«μέλος σκοπευτικού σωματείου» σημαίνει εγγεγραμμένο μέλος σκοπευτικού σωματείου τύπου Α ή σκοπευτικού σωματείου τύπου Β·
«μέτρηση ήχου» σημαίνει το επίπεδο του ήχου σε ντεσιμπέλ (db), που μετρείται με τη χρήση ηχόμετρου ακριβείας·
«όπλο» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι διατάξεις του άρθρου 2 του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου·
«πεδίο βολής» σημαίνει τον χώρο που είναι σχεδιασμένος και κατάλληλα διαμορφωμένος για την άσκηση του αθλήματος σκοποβολής·
«προϊστάμενος» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι διατάξεις του άρθρου 2 του περί Προστασίας και Διαχείρισης Άγριων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμου·
«προσομοιωτής σκοποβολής» σημαίνει το σύστημα ή τον εξοπλισμό με τα οποία ασκείται το άθλημα σκοποβολής ή γίνεται προπόνηση, χωρίς τη χρήση πραγματικών πυρομαχικών ή βολίδων·
«προσωρινή άδεια διεξαγωγής αγώνων σκοποβολής εκτός σκοπευτηρίου» σημαίνει την άδεια που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9·
«πυρομαχικό» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι διατάξεις του άρθρου 2 του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου·
«σκοπευτήριο» σημαίνει κάθε υποστατικό, κτιριακή εγκατάσταση, περιφραγμένο, ανοικτό, κλειστό ή άλλο χώρο, εντός του οποίου διδάσκεται και ασκείται το άθλημα σκοποβολής, που έχει αδειοδοτηθεί να λειτουργεί ως σκοπευτήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 και τις πρόνοιες των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, καθώς και που περιλαμβάνεται στις κατηγορίες σκοπευτηρίων οι οποίες καθορίζονται στο Παράρτημα ΙΙΙ·
«σκοπευτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο ασκείται στο άθλημα σκοποβολής σε σκοπευτήριο·
«σκοπευτικό σωματείο τύπου Α» σημαίνει σωματείο που ιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για άλλα Συναφή Θέματα Νόμου και είναι εγγεγραμμένο στη Σκοπευτική Ομοσπονδία Κύπρου·
«σκοπευτικό σωματείο τύπου Β» σημαίνει σωματείο που ιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για άλλα Συναφή Θέματα Νόμου, αλλά δεν αποτελεί σκοπευτικό σωματείο τύπου Α·
«σκοποβολή» σημαίνει τη σκόπευση και προσβολή στόχων με πυροβόλο ή αεροβόλο όπλο·
«στόχος» σημαίνει αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να βληθεί κατά την άσκηση του αθλήματος σκοποβολής και περιλαμβάνει σταθερά και κινητά σημεία, πήλινους δίσκους ή άλλα παρόμοια αντικείμενα, όπως καθορίζεται στο Παράρτημα IV·
«τοξοβολία» σημαίνει το άθλημα σκόπευσης και προσβολής στόχου με τόξο και βέλος·
«τοξοβόλος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο ασκείται στο άθλημα της τοξοβολίας σε σκοπευτήριο·
«υπεύθυνος γραμμής βολής» σημαίνει το φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει υπό τον έλεγχό του τη διεξαγωγή βολών εντός σκοπευτηρίου·
«υπεύθυνος σκοπευτηρίου» σημαίνει το φυσικό πρόσωπο το οποίο έχει την ευθύνη της διεύθυνσης και λειτουργίας σκοπευτηρίου·
«υπεύθυνος χώρου αποθήκευσης όπλων και πυρομαχικών» σημαίνει υπεύθυνο χώρου αποθήκευσης όπλου ή/και υπεύθυνο χώρου αποθήκευσης πυρομαχικών, ανάλογα με την περίπτωση·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·
«χώρος αποθήκευσης όπλου» σημαίνει τον χώρο στον οποίο φυλάσσονται τα όπλα σκοπευτηρίου, σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26·
«χώρος αποθήκευσης πυρομαχικών» σημαίνει τον χώρο στον οποίο φυλάσσονται τα πυρομαχικά σκοπευτηρίου, σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26.