ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3-ΑΠΟΜΕΙΩΣΗ Ή ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ
Απομείωση ή μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων ή επιλέξιμων υποχρεώσεων

26.-(1) Εκτός εάν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε ΚΕΠΕΥ και σε οντότητες που εμπίπτουν στις διατάξεις των παραγράφων (β), (γ) ή (δ) του άρθρου 3.

(2) Η Επιτροπή, ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης, προκειμένου να προβεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 και 31 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, σε απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων ή επιλέξιμων υποχρεώσεων, οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρου 30 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, που εκδίδονται από ΚΕΠΕΥ ή οντότητες που προβλέπονται στο εδάφιο (1), όταν -

(α) Διαπιστώσει, πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ότι πληρούνται σε σχέση με την ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1), οι προϋποθέσεις εξυγίανσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22· ή

(β) διαπιστώσει ότι, αν η αρχή εξυγίανσης δεν προβεί σε απομείωση ή μετατροπή όσον αφορά τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις, οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρου 30 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, η ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) θα παύσει να είναι βιώσιμη· ή

(γ) η Επιτροπή, είτε υπό την ιδιότητα της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή θυγατρικής, διαπιστώσει από κοινού με την ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της θυγατρικής ή την αρχή ενοποιημένης εποπτείας αντίστοιχα, ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σε κεφαλαιακά μέσα που:

(i) έχουν εκδοθεί από ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) που είναι θυγατρική, και

(ii) αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση,

ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος:

Νοείται ότι, η διαπίστωση έχει τη μορφή κοινής απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 94 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου· ή

(δ) η Επιτροπή υπό την ιδιότητα της αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαπιστώσει ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος, αναφορικά με κεφαλαιακά μέσα που:

(i) έχουν εκδοθεί από ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) που είναι μητρική επιχείρηση, και

(ii) αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης ή σε ενοποιημένη βάση· ή

(ε) απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1), εξαιρουμένων των περιπτώσεων που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3) του άρθρου 22.

(3) Για σκοπούς των διατάξεων του εδαφίου (2), οι ΚΕΠΕΥ και οι άλλες οντότητες που προβλέπονται στο εδάφιο (1) ή ο όμιλος αυτών, θεωρούνται ότι παύουν να είναι βιώσιμες, μόνο όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η εν λόγω ΚΕΠΕΥ, οντότητα ή όμιλος τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας·

(β) λαμβανομένου υπόψη του χρονικού σημείου και άλλων σχετικών παραμέτρων, καμία δράση, περιλαμβανομένης της εναλλακτικής δράσης του ιδιωτικού τομέα ή της εποπτικής δράσης, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης, πλην της απομείωσης ή της μετατροπής κεφαλαιακών μέσων ή επιλέξιμων υποχρεώσεων, οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρου 30 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, δεν αναμένεται ευλόγως να αποτρέψει την αφερεγγυότητα της ΚΕΠΕΥ, της οντότητας ή του ομίλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

(4) Για σκοπούς των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (3)-

(α) ΚΕΠΕΥ και άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας όταν ισχύει οποιαδήποτε από τις περιστάσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 22·

(β) ένας όμιλος θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας όταν παραβιάζει ή όταν υπάρχουν αντικειμενικά τεκμήρια που καταδεικνύουν ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον, τις απαιτήσεις ενοποιημένης προληπτικής εποπτείας με τρόπο που να δικαιολογούσε την ανάληψη δράσης από την Επιτροπή, μεταξύ άλλων διότι ο όμιλος έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί ζημιές οι οποίες θα εξαντλήσουν όλα ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του.

(5) Σχετικό κεφαλαιακό μέσο που έχει εκδοθεί από θυγατρική δεν απομειώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό ούτε μετατρέπεται υπό χειρότερους όρους, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2), από όσο έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί ίδιας κατηγορίας κεφαλαιακά μέσα στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης.

(6) Σε περίπτωση που η Επιτροπή καταλήξει στη διαπίστωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2), την γνωστοποιεί αμέσως στην αρμόδια αρχή εξυγίανσης της ΚΕΠΕΥ ή άλλης οντότητας που προβλέπεται στο εδάφιο (1).

(7) Σε περίπτωση που η Επιτροπή καταλήξει στη διαπίστωση ότι ένας όμιλος τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας, την γνωστοποιεί αμέσως στην αρμόδια αρχή εξυγίανσης.

(8) Πριν καταλήξει στη διαπίστωση που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2), όσον αφορά θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται για τους σκοπούς κάλυψης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η Επιτροπή εφαρμόζει τις απαιτήσεις γνωστοποίησης και διαβούλευσης που προβλέπονται στο άρθρο 28.

Αρχές αρμόδιες για τη διαπίστωση σχετικά με την απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων

27.-(1) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση, σύμφωνα με το Άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει σε διαπιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου αναφορικά με ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου είναι η Επιτροπή, υπό την ιδιότητα της ως ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους από όπου έχει λάβει άδεια λειτουργίας η ΚΕΠΕΥ ή η σχετική οντότητα, σύμφωνα με τον Τίτλο III της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(1Α) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή οι επιλέξιμες υποχρεώσεις, οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρου 30 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 25Ε του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, η αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου αναφορικά με ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, είναι η Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως ενδεδειγμένη αρχή της Δημοκρατίας από όπου έχει λάβει άδεια λειτουργίας η ΚΕΠΕΥ ή η οντότητα σύμφωνα με τον Τίτλο ΙΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

(2) Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται από ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου που είναι θυγατρική, και αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή ενοποιημένη βάση, η Επιτροπή είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου ως ακολούθως:

(α) Σχετικά με ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου η Επιτροπή είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου υπό την ιδιότητα της ως ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο η ΚΕΠΕΥ ή η οντότητα που εξέδωσε τα εν λόγω μέσα, σύμφωνα με τον Τίτλο III της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

(β) σχετικά με ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου που είναι θυγατρική, η Επιτροπή είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 είτε υπό την ιδιότητα της ως ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους ενοποιημένης εποπτείας ή είτε υπό την ιδιότητα της ως ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η εν λόγω θυγατρική, σύμφωνα με τον Τίτλο III της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ:

Νοείται ότι, η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης μεταξύ των ενδεδειγμένων αρχών του κράτους μέλους ενοποιημένης εποπτείας και θυγατρικής, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου.

Ενοποιημένη εφαρμογή και διαδικασία διαπίστωσης

28.-(1) Η Επιτροπή, υπό την ιδιότητα της ως ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις, οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (5) του άρθρου 30 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Ε του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου σε ατομική βάση, ή σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και ενοποιημένη βάση, προτού προβεί στη διαπίστωση που προβλέπεται στις παραγράφους (β), (γ), (δ) ή (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 του παρόντος Νόμου, όσον αφορά τη θυγατρική, διασφαλίζει ότι συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(α) όταν εξετάζει κατά πόσο θα προβεί στην εν λόγω διαπίστωση, κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης της σχετικής οντότητας εξυγίανσης, αποστέλλει κοινοποίηση, εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τη διαβούλευση με την εν λόγω αρχή εξυγίανσης-

(i) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

(ii) στις αρχές εξυγίανσης άλλων οντοτήτων εντός του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν άμεσα ή έμμεσα υποχρεώσεις κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 25Ε του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, από οντότητα που υπόκειται στις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 25Ε του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

(β) όταν εξετάζει κατά πόσο θα προβεί σε διαπίστωση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για κάθε επιχείρηση επενδύσεων ή οντότητα που αναφέρεται στο Άρθρο 1(1)(β), (γ) ή (δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, που έχει εκδώσει σχετικά κεφαλαιακά μέσα ως προς τα οποία πρόκειται να ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής, εάν πραγματοποιηθεί η διαπίστωση και, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές, στις ενδεδειγμένες αρχές του κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω αρμόδιες αρχές και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(2) Σε περίπτωση που προβαίνει σε διαπίστωση που προβλέπεται στις παραγράφους (γ), (δ) ή (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, όσον αφορά την εξυγίανση ΚΕΠΕΥ ή ομίλου με διασυνοριακή δραστηριότητα, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία η ΚΕΠΕΥ ή ο όμιλος ασκεί δραστηριότητα.

(3) Η Επιτροπή συνοδεύει την κοινοποίηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) με την επεξήγηση των λόγων για τους οποίους προτίθεται να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση.

(4) Αφού προβεί στην κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή εξετάζει τα ακόλουθα ζητήματα, μετά από διαβούλευση με τις άλλες αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) ή με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1):

(α) Εάν υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, αντί της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 26·

(β) εάν όντως υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, κατά πόσον είναι εφικτή η εφαρμογή του·

(γ) εάν το εν λόγω εναλλακτικό μέτρο είναι εφικτό να εφαρμοστεί, και κατά πόσον υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να μπορέσει να αντιμετωπίσει, σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, τις περιστάσεις για τις οποίες ειδάλλως θα ήταν επιβεβλημένη μια διαπίστωση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26:

Νοείται ότι, για σκοπούς του παρόντος εδαφίου, «εναλλακτικά μέτρα» σημαίνει τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που αναφέρονται στο άρθρο 18 του παρόντος Νόμου, τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 30(1) της οδηγίας ΟΔ144-2014-14 ή η μεταβίβαση πόρων ή κεφαλαίων από τη μητρική επιχείρηση.

(5) Εάν, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχει διαθέσιμο ένα ή περισσότερα εναλλακτικά μέτρα, ότι είναι εφικτή η εφαρμογή τους και ότι θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (4), εξασφαλίζει την εφαρμογή των μέτρων αυτών.

(6) Εάν, στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (4), μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, η Επιτροπή κρίνει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (4), αποφασίζει αν είναι σκόπιμο να προβεί στη διαπίστωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26, η οποία είναι υπό εξέταση.

(7) Σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει να προβεί στη διαπίστωση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, αποστέλλει αμελλητί  κοινοποίηση στις ενδεδειγμένες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες θυγατρικές και η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης όπως ορίζεται στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 94 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου. Ελλείψει κοινής απόφασης, δεν πραγματοποιείται διαπίστωση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26.