ΜΕΡΟΣ Χ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ - ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συμβουλευτική Επιτροπή Ασφαλίσεων

413.-(1) Με απόφαση του Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, συνιστάται Συμβουλευτική Επιτροπή Ασφαλίσεων, εφεξής καλούμενη συνοπτικά “Συμβουλευτική Επιτροπή”, που απαρτίζεται από τα ακόλουθα πρόσωπα

(α) τον Έφορο και τους Βοηθούς Εφόρους· και

(β) τέσσερα άλλα μέλη, που διορίζονται από τον Υπουργό, μετά από διαβούλευση με το Σύνδεσμο Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου.

(2) Ως μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής διορίζονται πρόσωπα εγνωσμένης πείρας και κατάρτισης στον τομέα της ασφάλισης, ικανά να παρέχουν έγκυρη γνώμη στα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

(3) Η θητεία των διοριζόμενων μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι τετραετής και μπορεί να ανανεώνεται για περαιτέρω τετραετείς περιόδους με απόφαση του Υπουργού.

(4) Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ορίζεται ο Έφορος ενώ χρέη Γραμματέα της Επιτροπής ασκεί οποιοσδήποτε των Βοηθών Εφόρων, ο οποίος μεριμνά για την τήρηση των πρακτικών.

(5) Η Συμβουλευτική Επιτροπή δύναται, εφόσον κρίνει αυτό σκόπιμο, να καλεί οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή εκπρόσωπο οργανωμένων συνόλων που έχουν σχέση με τα υπό συζήτηση κάθε φορά θέματα, να παραστεί σε συνεδρία της με το καθεστώς του παρατηρητή.

Διαδικασίες ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής

414.-(1) Η Συμβουλευτική Επιτροπή συγκαλείται σε συνεδρία από τον Έφορο, σε τακτά χρονικά διαστήματα όπως αυτά καθορίζονται στους εσωτερικούς Κανονισμούς διαδικασίας της, αλλά ο Έφορος οφείλει να συγκαλεί την Επιτροπή κατ’ αίτηση δύο τουλάχιστον από τα διοριζόμενα μέλη, που εισηγούνται και τα προς συζήτηση θέματα.

(2) Ο Έφορος, ή σε περίπτωση κωλύματος του Εφόρου, ένας Βοηθός Έφορος και δύο τουλάχιστον διοριζόμενα μέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία.

(3) Ο Έφορος καθορίζει την ημερήσια διάταξη των συνεδριών της Συμβουλευτικής Επιτροπής σύμφωνα με διαδικασίες που καθορίζονται σε εσωτερικούς κανονισμούς.

(4) Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας επικρατεί η ψήφος του προεδρεύσαντος της συνεδρίας.

(5) Η Συμβουλευτική Επιτροπή δύναται με εσωτερικούς κανονισμούς να καθορίζει οποιοδήποτε θέμα κρίνει σκόπιμο όπως καθοριστεί αναφορικά με την ενώπιόν της διαδικασία.

Κένωση θέσεως

415.-(1) Η θέση διοριζόμενου από τον Υπουργό μέλους της Επιτροπής κενούται στις ακόλουθες περιπτώσεις-

(α) σε περίπτωση θανάτου·

(β) σε περίπτωση έγγραφης παραίτησης διοριζόμενου μέλους που απευθύνεται στον Υπουργό· ή

(γ) σε περίπτωση ανάκλησης του διορισμού μέλους από τον Υπουργό για τους λόγους που καθορίζονται στο εδάφιο (3).

(2) Σε περίπτωση που η θέση διοριζόμενου μέλους κενούται πριν από τη λήξη της θητείας του, διορίζεται από τον Υπουργό άλλο πρόσωπο, που έχει τα καθορισμένα από το εδάφιο (2) του άρθρου 413 του παρόντος Νόμου, για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του απερχόμενου μέλους.

(3) Ο διορισμός μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής ανακαλείται από τον Υπουργό στις ακόλουθες περιπτώσεις

(α) σε περίπτωση καταδίκης του για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα ή σε περίπτωση που του επιβληθεί ποινή φυλακίσεως για την τέλεση οποιουδήποτε άλλου αδικήματος·

(β) ύστερα από εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που υποβάλλεται με τη σύμφωνη γνώμη του Εφόρου και δύο τουλάχιστον άλλων μελών, σε περίπτωση αναιτιολόγητης επανειλημμένης αποχής του μέλους από τις συνεδρίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Επιτροπής

416. Αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι-

(α) η παροχή γνώμης και συμβουλών προς την Υπηρεσία για ειδικά θέματα που αφορούν την ασφάλιση, την αντασφάλιση και τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων και τη διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων·

(β) η υποβολή προτάσεων προς το Υπουργό σχετικά με τη λήψη ειδικών νομοθετικών ή άλλων μέτρων, που αφορούν στη βελτίωση της λειτουργίας της ασφαλιστικής αγοράς, τη δημιουργία συστημάτων εκπαίδευσης των απασχολούμενων στην ασφαλιστική αγορά, τη σύνταξη Κώδικα Δεοντολογίας των ασκούντων ασφαλιστικές εργασίες ή εργασίες διανομή ασφαλιστικών προϊόντων και τη διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων, την ενημέρωση του καταναλωτή για θέματα ασφαλίσεων καθώς και για οποιοδήποτε θέμα αφορά άμεσα ή έμμεσα την ασφάλιση ή την αντασφάλιση ή την διανομή ασφαλιστικών προϊόντων και τη διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων.

Κοινοποιήσεις αποκτήσεων συμμετοχής υποβληθείσες πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων 58 μέχρι 64 του παρόντος Νόμου

417. Στην περίπτωση προτεινομένων αποκτήσεων συμμετοχής, για τις οποίες οι κοινοποιήσεις κατά το άρθρο 58 του παρόντος Νόμου, είχαν υποβληθεί στον Έφορο πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων 58 έως 64 του παρόντος Νόμου, η διαδικασία αξιολόγησης της απόκτησης ειδικών συμμετοχών διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των διά του παρόντος καταργούμενων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013

Υπο-ενότητα μετοχικού κινδύνου βασιζόμενη στη διάρκεια

418.-(1) Ο Έφορος δύναται να επιτρέπει σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις ασφάλισης Ζωής που παρέχουν συνταξιοδοτικές παροχές καταβαλλόμενες με τη συμπλήρωση ή ενόψει της συμπλήρωσης της ηλικίας συνταξιοδότησης, όπου τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για τις παροχές αυτές συνεπάγονται μείωση φορολογίας για τους αντισυμβαλλομένους σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Δημοκρατίας, και όπου-

(α) όλα τα στοιχεία ενεργητικού και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις έχουν κλειστή διάρθρωση, η δε διαχείριση και η οργάνωσή τους πραγματοποιούνται χωριστά από τις υπόλοιπες δραστηριότητες των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, χωρίς καμία δυνατότητα μεταφοράς. και

(β) οι δραστηριότητες της επιχείρησης σε σχέση με τις εν λόγω συνταξιοδοτικές παροχές στις οποίες χρησιμοποιείται η προσέγγιση που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο πραγματοποιούνται μόνο στη Δημοκρατία. και

(γ) η μέση επενδυτική διάρκεια των υποχρεώσεων που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη δραστηριότητα της επιχείρησης υπερβαίνει τα δώδεκα έτη,

να εφαρμόζουν υπο-ενότητα μετοχικού κινδύνου των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, διαμορφωμένη με τη χρήση του μέτρου της Αξίας σε Κίνδυνο, για χρονικό διάστημα που συνάδει με την τυπική διάρκεια κατοχής των μετοχικών επενδύσεων για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, με επίπεδο εμπιστοσύνης που να παρέχει στους αντισυμβαλλομένους και τους δικαιούχους επίπεδο προστασίας ισοδύναμο με αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 107, αν η προσέγγιση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο χρησιμοποιείται μόνο για τα στοιχεία ενεργητικού και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α). Στον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, τα ανωτέρω στοιχεία ενεργητικού και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις λαμβάνονται πλήρως υπόψη για την αξιολόγηση της επίδρασης της διασποράς, με την επιφύλαξη της ανάγκης για προάσπιση των συμφερόντων των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων σε άλλα κράτη μέλη.

(2) Με την επιφύλαξη της έγκρισης από τον Έφορο, η προσέγγιση που εκτίθεται στο εδάφιο (1) χρησιμοποιείται μόνο εάν η θέση φερεγγυότητας και ρευστότητας καθώς και οι στρατηγικές, μέθοδοι και διαδικασίες αναφοράς στοιχείων της εν λόγω επιχείρησης όσον αφορά τη διαχείριση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, εξασφαλίζουν επί μονίμου βάσεως ότι είναι σε θέση να κατέχει μετοχικές επενδύσεις για χρονικό διάστημα ανάλογο προς τη συνήθη διάρκεια κατοχής μετοχικών επενδύσεων για τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Η επιχείρηση πρέπει να μπορεί να αποδείξει στον Έφορο ότι η τήρηση του όρου αυτού ελέγχεται στο επίπεδο εμπιστοσύνης που απαιτείται ώστε να παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους και δικαιούχους επίπεδο προστασίας ανάλογο με το προβλεπόμενο στο άρθρο  107.

(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν επανέρχονται στην εφαρμογή της προσέγγισης που αναφέρεται στο άρθρο 111, παρά μόνον εφόσον υφίσταται αποδεδειγμένος λόγος και με τη συγκατάθεση του Εφόρου.

418Α. Μετά από αίτηση των επιχειρήσεων ασφάλισης Γενικής Φύσεως που πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήματα 2, 4 και 5, ο Έφορος καταργεί τα περιοριστικά μέτρα, όπως τις υποθήκες, καταθέσεις ή εγγυήσεις.

Καταπιστεύματα υφιστάμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων και αποδέσμευση καταθέσεων

419.-(1) Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, τα διατηρηθέντα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 225 των διά του παρόντος καταργούμενων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013, καταπιστεύματα εξακολουθούν να διατηρούνται, εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (2) του εν λόγω άρθρου.

(2) Αναφορικά με την αποδέσμευση καταθέσεων στην Κεντρική Τράπεζα σε σχέση με ασφαλιστικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (3) του άρθρου 226 των διά του παρόντος καταργούμενων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013, οι αποδεσμεύσεις καταθέσεων εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του εδαφίου αυτού των εν λόγω Νόμων εφόσον συντρέχουν οι εκεί προβλεπόμενες προϋποθέσεις.

Δικαιώματα αποκτώμενα από υφιστάμενες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις

420. (1) Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στη Δημοκρατία πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 2005, που διαθέτουν άδεια ή το δικαίωμα να ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις των διά του παρόντος καταργούμενων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013, θεωρείται ότι έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι τηρούν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που αναφέρονται στην άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων, καθώς και τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 19, εδάφιο (1), παράγραφος (β), (δ) μέχρι (ζ), (θ) , στα άρθρα 21 και 25 και στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήματα 2, 3, και 4 του παρόντος Νόμου.

(2) Αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης πριν από τις 10 Δεκεμβρίου 2005, θεωρείται ότι έχουν λάβει άδεια από την εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 14 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ νοουμένου ότι τηρούν τις διατάξεις της εν λόγω Οδηγίας που αναφέρονται στην άσκηση αντασφαλιστικών δραστηριοτήτων, καθώς και τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 19, εδάφιο (1), παράγραφοι (β) και (δ) μέχρι (ζ), και (θ), στα άρθρα 21, και 25 και στο Μέρος ΙΙ, Έκτο Κεφάλαιο, Τμήματα 2,3, και 4 του παρόντος Νόμου.

Σταδιακή εφαρμογή

421.-(1) Ο Έφορος έχει εξουσία να αποφασίζει αναφορικά με την έγκριση των πιο κάτω θεμάτων, από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου -

(α) των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 96 του παρόντος Νόμου∙

(β) της ταξινόμησης των ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 101∙

(γ) ειδικών ανά επιχείρηση παραμέτρων, σύμφωνα με το εδάφιο (7) του άρθρου 110∙

(δ) πλήρους ή μερικού εσωτερικού υποδείγματος σύμφωνα με τα άρθρα 119 και 120∙

(ε) των φορέων ειδικού σκοπού που θα εγκατασταθούν στη Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 249∙

(στ) των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων μιας ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 264∙

(ζ) εσωτερικού υποδείγματος ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 268, 269 και το εδάφιο (5) του άρθρου 272∙

(η) της χρήσης της υποενότητας μετοχικού κινδύνου με βάση τη διάρκεια σύμφωνα με το άρθρο 418∙

(θ) της χρήσης της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 81 και 82∙

(ι) της χρήσης της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 83 του παρόντος Νόμου∙

(ια) της χρήσης του μεταβατικού μέτρου για τα επιτόκια άνευ κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 423 του παρόντος Νόμου∙

(ιβ) της χρήσης του μεταβατικού μέτρου για τις τεχνικές προβλέψεις σύμφωνα με το άρθρο 424 του παρόντος Νόμου.

(2) Ο Έφορος έχει εξουσία να αποφασίζει αναφορικά με τα πιο κάτω θέματα από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου -

(α) να καθορίζει το επίπεδο και την έκταση της εποπτείας ομίλου, σύμφωνα με τα Τμήματα 2 και 3 του Μέρους IV, Πρώτο Κεφάλαιο∙

(β) να προσδιορίζει, σε συνεργασία με τις άλλες εποπτικές αρχές, τον επόπτη ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 286 του παρόντος Νόμου∙

(γ) να συγκροτεί, σε συνεργασία με τις άλλες εποπτικές αρχές, το Σώμα εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 287∙

(3) Ο Έφορος έχει εξουσία να αποφασίζει αναφορικά με τα πιο κάτω θέματα, από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου-

(α) να αποφασίζει την αφαίρεση οποιασδήποτε συμμετοχής σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο (2) του άρθρου 266 του παρόντος Νόμου∙

(β) να καθορίζει την επιλογή μεθόδου για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου, σύμφωνα με το άρθρο 258 του παρόντος Νόμου∙

(γ) να προβαίνει σε διαπίστωση περί ισοδυναμίας ή προσωρινής ισοδυναμίας, σύμφωνα με τα άρθρα 265 και 299 του παρόντος Νόμου∙

(δ) να επιτρέπει σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να υπάγονται στα άρθρα 277 και 278, σύμφωνα με το άρθρο 275∙

(ε) να προβαίνει στις εξακριβώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 301 και 302∙

(στ) να αποφασίζει, όταν είναι σκόπιμο, την εφαρμογή μεταβατικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο  422.

(4) Εγκρίσεις ή απαιτήσεις του Εφόρου, αναφορικά με αιτήσεις που υποβάλλονται από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για χορήγηση έγκρισης ή άδειας σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3), δεν τίθενται σε ισχύ πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016

Μεταβατικές διατάξεις

422.-(1) Ανεξάρτητα από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 13, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έως την 1η Ιανουαρίου 2016, θα έχουν πάψει να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και θα διαχειρίζονται αποκλειστικά το υπάρχον χαρτοφυλάκιό τους με σκοπό να τερματίσουν τη δραστηριότητά τους, δεν υπάγονται στα Μέρη IΙ, ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου, μέχρι τις ημερομηνίες που καθορίζονται στο εδάφιο (2), αν είτε:

(α) έχουν πείσει τον Έφορο ότι θα τερματίσουν τη δραστηριότητά τους πριν από την 1η Ιανουαρίου 2019· είτε

(β) έχουν υπαχθεί σε μέτρα αναδιάρθρωσης που καθορίζονται στο Μέρος V, Δεύτερο Κεφάλαιο και έχει οριστεί διαχειριστής.

(2) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν-

(α) στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), υπάγονται στα Μέρη ΙΙ, ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου, από την 1η Ιανουαρίου 2019 ή από προηγούμενη ημερομηνία, αν ο Έφορος δεν είναι ικανοποιημένος με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά τον τερματισμό της δραστηριότητας της επιχείρησης·

(β) στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), υπάγονται στα Μέρη ΙΙ, ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου, από την 1η Ιανουαρίου 2021 ή από προηγούμενη ημερομηνία αν ο Έφορος δεν είναι ικανοποιημένος με την πρόοδο που έχει σημειωθεί όσον αφορά τον τερματισμό της δραστηριότητας της επιχείρησης.

(3)(α) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υπάγονται στα μεταβατικά μέτρα των εδαφίων (1) και (2), μόνο αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) η επιχείρηση δεν ανήκει σε όμιλο ή, αν ανήκει, όλες οι επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο πάψουν να συνάπτουν νέες συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης∙

(ii) η επιχείρηση υποβάλλει στον Έφορο ετήσια έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει όσον αφορά τον τερματισμό της δραστηριότητάς της∙

(iii) η επιχείρηση έχει κοινοποιήσει στον Έφορο ότι εφαρμόζει τα μεταβατικά μέτρα του παρόντος άρθρου.

(β) Τα εδάφια (1) και (2) δεν εμποδίζουν τις εν λόγω επιχειρήσεις να λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους II, III και IV του παρόντος Νόμου εάν το επιθυμούν.

(4) Ο Έφορος καταρτίζει κατάλογο των σχετικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και τον κοινοποιεί στις εποπτικές αρχές όλων των άλλων κρατών μελών.

(5) Για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, η προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 38, εδάφια (1) μέχρι (4) από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε ετήσια βάση ή με μικρότερη συχνότητα, θα μειώνεται κατά δύο εβδομάδες κάθε οικονομικό έτος, αρχής γενομένης όχι αργότερα από είκοσι εβδομάδες από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2016 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017, έως 14 εβδομάδες το πολύ από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2019 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016.

(6) Για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, η προθεσμία για την κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 52 του παρόντος Νόμου από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις θα μειώνεται κατά δύο εβδομάδες κάθε οικονομικό έτος, αρχής γενομένης όχι αργότερα από 20 εβδομάδες από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2016 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017, έως 14 εβδομάδες το πολύ από το τέλος της χρήσης της επιχείρησης, για τη χρήση της που τελειώνει από τις 30 Ιουνίου 2019 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020.

(7) Για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη από την 1η Ιανουαρίου 2016, η προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 38, εδάφια (1) μέχρι (4) του άρθρου 38 του παρόντος Νόμου από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σε τριμηνιαία βάση, θα μειώνεται κατά μία εβδομάδα κάθε οικονομικό έτος, αρχής γενομένης όχι αργότερα από οκτώ εβδομάδες για οποιοδήποτε τρίμηνο που τελειώνει από την 1η Ιανουαρίου 2016 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου 2017, έως πέντε εβδομάδες με οποιοδήποτε τρίμηνο που τελειώνει από την 1η Ιανουαρίου 2019 και μετά, αλλά πριν από την 1η Ιανουαρίου  2020.

(8) Οι διατάξεις των εδαφίων (5), (6) και (7) εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, στις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και στις μεικτές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών στο επίπεδο του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 293 και 295 του παρόντος Νόμου, ενώ οι προθεσμίες που αναφέρονται στα εδάφια (5), (6) και (7) παρατείνονται κατά έξι εβδομάδες αντίστοιχα.

(9) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 100 του παρόντος Νόμου, βασικά στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 1 βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως 10 ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία:

(α) έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 103, ό,τι συνέβη πρώτο·

(β) στις 31 Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως 50 % του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα με τους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 μέχρι 2013·

(γ) δεν μπορούσαν με άλλο τρόπο να ταξινομηθούν στην κατηγορία 1 ή την κατηγορία 2 σύμφωνα με το άρθρο 100.

(10) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 100, βασικά στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων περιλαμβάνονται στην κατηγορία 2 βασικών ιδίων κεφαλαίων για διάστημα έως 10 ετών από την 1η Ιανουαρίου 2016, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία:

(α) έχουν εκδοθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016 ή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 103, ό,τι συνέβη πρώτο·

(β) στις 31 Δεκεμβρίου 2015 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας σε ποσοστό έως 25 % του περιθωρίου φερεγγυότητας σύμφωνα τους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 μέχρι 2013∙

(11) Όσον αφορά τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που επενδύουν σε διαπραγματεύσιμους τίτλους ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα βασισμένα σε επανασυσκευασμένα δάνεια που εκδόθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2011, οι απαιτήσεις του εδαφίου (2) του άρθρου 142 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται μόνο σε περιπτώσεις όπου έχουν προστεθεί ή υποκατασταθεί νέα υποκείμενα ανοίγματα μετά τις 31 Δεκεμβρίου (12) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 106, 107 εδάφιο (3) και 110 του παρόντος Νόμου, ισχύουν τα ακόλουθα:

(α) Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017 οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο θα είναι, για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε κράτους μέλους, ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται για τέτοια ανοίγματα που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο νόμισμα της Δημοκρατίας·

(β) το 2018, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο θα μειωθούν κατά 80 % για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους·

(γ) το 2019, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο θα μειωθούν κατά 50 % για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους·

(δ) από την 1η Ιανουαρίου 2020, οι τυπικές παράμετροι που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της υποενότητας κινδύνου συγκεντρώσεων και της υποενότητας κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων με τον κανονικό τύπο δεν θα μειωθούν για τα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κρατών μελών που έχουν γίνει και έχουν καλυφθεί στο εγχώριο νόμισμα οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους.

(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 106, 107 εδάφιο (3) και 110, οι τυπικές παράμετροι που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τις μετοχές που η επιχείρηση αγόρασε έως και την 1η Ιανουαρίου 2016, κατά τον υπολογισμό της υποενότητας μετοχικού κινδύνου σύμφωνα με τον κανονικό τύπο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο 418 του παρόντος Νόμου, υπολογίζονται ως σταθμισμένοι μέσοι όροι:

(α) Της τυπικής παραμέτρου που πρέπει να χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της υποενότητας μετοχικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 418· και

(β) της τυπικής παραμέτρου που πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τον υπολογισμό της υποενότητας μετοχικού κινδύνου σύμφωνα με την τυποποιημένη μέθοδο, χωρίς την επιλογή που αναφέρεται στο άρθρο

(14) Ο συντελεστής στάθμισης για την παράμετρο της παραγράφου (β) του εδαφίου (13) αυξάνεται τουλάχιστον γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 0 % για το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε 100 % την 1η Ιανουαρίου 2023.

(15) Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προβλέπουν για την περαιτέρω εξειδίκευση των κριτηρίων που πρέπει να ικανοποιούνται, μεταξύ άλλων για τις μετοχές που μπορούν να υπάγονται στη μεταβατική περίοδο δυνάμει του εδαφίου (13) και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τα σχετικά με τις διαδικασίες για την εφαρμογή τω διατάξεων των εδαφίων (13) και (14).

(16) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 145 του παρόντος Νόμου και με την επιφύλαξη του εδαφίου (4) του ίδιου άρθρου, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που συμμορφώνονται προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 μέχρι 2013, αλλά δεν συμμορφώνονται προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας κατά το πρώτο έτος εφαρμογής του παρόντος Νόμου, καλούνται από τον Έφορο να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχουν το επίπεδο επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου τους για να αποκαταστήσουν τη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας δυνάμει του παρόντος Νόμου, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017:

Νοείται ότι η πιο πάνω αναφερόμενη παράταση συμμόρφωσης, αίρεται με απόφαση του Εφόρου, σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην επίτευξη του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μεταξύ της ημερομηνίας που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και της ημερομηνίας υποβολής της έκθεσης προόδου.

(17) Για τους σκοπούς του εδαφίου (16), η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να υποβάλλει κάθε τρεις μήνες έκθεση προόδου στον Έφορο, στην οποία να προσδιορίζει τα μέτρα που λαμβάνει και την πρόοδο που έχει σημειώσει στην επίτευξη του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων που καλύπτει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας:

Νοείται ότι η παράταση που αναφέρεται στο εδάφιο (16) αίρεται σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι δεν έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος στην επίτευξη του επιπέδου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ή στη μείωση του προφίλ κινδύνου της επιχείρησης για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας μεταξύ της ημερομηνίας που διαπιστώθηκε η μη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και της ημερομηνίας υποβολής της έκθεσης προόδου.

(18) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 277 του παρόντος Νόμου, ανώτατη μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, για την περίοδο έως τις 31 Μαρτίου 2022, δύναται να υποβάλλει στον Έφορο, ως αρχή εποπτείας του ομίλου, αιτήσεις για την έγκριση εσωτερικών υποδειγμάτων του ομίλου προς εφαρμογή σε τμήματα του ομίλου, αν τόσο η θυγατρική όσο και η ίδια ανώτατη μητρική επιχείρηση βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος και αν το συγκεκριμένο τμήμα αποτελεί ξεχωριστό μέρος με σημαντικά διαφορετικό προφίλ κινδύνου από τον υπόλοιπο όμιλο.

(19) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 256, οι μεταβατικές διατάξεις που αναφέρονται στα εδάφια (8) μέχρι (12) του παρόντος άρθρου και στα άρθρα 423, 424 και 425 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο επίπεδο του ομίλου.

(20) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 256, οι μεταβατικές διατάξεις του εδαφίου (16) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογία στο επίπεδο του ομίλου και όταν οι συμμετέχουσες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου συμμορφώνονται προς την υποχρέωση προσαρμογής της φερεγγυότητας που καθοριζόταν στους διά του παρόντος καταργούμενους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 μέχρι 2013, αλλά δεν συμμορφώνονται προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

(21) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τα σχετικά με τις αλλαγές στη φερεγγυότητα του ομίλου όταν έχουν εφαρμογή οι μεταβατικές διατάξεις που αναφέρονται στο εδάφιο (13) που αφορούν:

(α) την εξάλειψη του διπλού υπολογισμού επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων και της εσωτερικής δημιουργίας, στο πλαίσιο του ομίλου, των συνόλων κεφαλαίων που καθορίζονται στα άρθρα 260 και 261 του παρόντος Νόμου·

(β) την αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που καθορίζεται στο άρθρο 262·

(γ) την εφαρμογή των μεθόδων υπολογισμού στις συνδεδεμένες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 263·

(δ) την εφαρμογή των μεθόδων υπολογισμού στις ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου που καθορίζονται στο άρθρο 264·

(ε) τις μεθόδους υπολογισμού της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου, που καθορίζονται στα άρθρα 268 και 272·

(στ) τον υπολογισμό της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας που καθορίζεται στο άρθρο 269·

(ζ) τον καθορισμό των πρόσθετων κεφαλαιακών απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 271·

(η) τις αρχές για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας, σε επίπεδο ομίλου, μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που καθορίζεται στο άρθρο 274.

Μεταβατική διάταξη για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση

422Α.-(1) Ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες κατά την ημερομηνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση λειτουργούσαν στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, δύναται να συνεχίσουν να ασκούν τις ακόλουθες ασφαλιστικές εργασίες:

(α) Να διατηρούν σε ισχύ υφιστάμενα ασφαλιστήρια, χωρίς να προβαίνουν σε τροποποιήσεις οι οποίες να αυξάνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτά·

(β) να προβαίνουν σε διακανονισμό των απαιτήσεων· και

(γ) να εισπράττουν τα οφειλόμενα προς αυτές ασφάλιστρα και να ικανοποιούν τις ειλημμένες υποχρεώσεις τους κατά το συνήθη τρόπο διεξαγωγής των εργασιών τους·

μέχρι-

(i) τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου τους σε κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση, σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους που διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία ή που λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες εντός της Δημοκρατίας· ή

(ii) τη διευθέτηση των υποχρεώσεών τους έναντι των ασφαλισμένων:

Νοείται ότι, για τις προβλεπόμενες στην υποπαράγραφο (i) περιπτώσεις μεταβίβασης χαρτοφυλακίου, ισχύουν οι διατάξεις του Ενδέκατου Κεφαλαίου του Μέρους ΙI, τηρουμένων των αναλογιών:

(2) Διανομείς ασφαλιστικών ή/και αντασφαλιστικών προϊόντων, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι κατά την ημερομηνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση λειτουργούσαν στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελεύθερης εγκατάστασης, δύναται να συνεχίσουν να διεξάγουν μόνο τις εργασίες που αφορούν στην παροχή βοήθειας κατά τη διαχείριση και εκτέλεση των υφιστάμενων συμβάσεων, μέχρι τη διευθέτηση των υποχρεώσεών τους έναντι των ασφαλισμένων.

(3) Ο Έφορος δύναται να εκδίδει Οδηγίες για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2).

(4) Η ισχύς των εδαφίων (1) και (2) λογίζεται ότι άρχισε από την ημερομηνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση.

Μεταβατικές διατάξεις για τα επιτόκια άνευ κινδύνου

423.-(1) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν, νοουμένου ότι λαμβάνουν την έγκριση του Εφόρου μετά από σχετικό αίτημά τους, να εφαρμόζουν μεταβατική προσαρμογή στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου σε σχέση με τις αποδεκτές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

(2) Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή υπολογίζεται ως τμήμα της διαφοράς μεταξύ:

(α) του επιτοκίου που καθορίζεται από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του Τέταρτου Παραρτήματος, Μέρος Β, παράγραφος 6 των περί διά του παρόντος καταργούμενων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 μέχρι 2013.

(β) το ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου αποδεκτών υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης, όπου η χρονική αξία του χρήματος λαμβάνεται υπόψη με τη χρήση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 79 εδάφιο (2).

(γ) Το επιτόκιο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2), προσδιορίζεται με τη χρήση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση την τελευταία ημερομηνία ισχύος των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 μέχρι  2013.

(3) Το τμήμα που αναφέρεται στο εδάφιο (2) μειώνεται γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 100 % το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016 σε 0 % την 1η Ιανουαρίου 2032.

(4) Όταν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου, η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο στοιχείο (β) είναι η προσαρμοσμένη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που προσδιορίζεται στο άρθρο  83.

(5) Στις αποδεκτές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις περιλαμβάνονται μόνο ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) οι συμβάσεις από τις οποίες προκύπτουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις είχαν συναφθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένων των ανανεώσεων συμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν την (ή μετά από την) ημερομηνία αυτή∙

(β) μέχρι την τελευταία ημέρα ισχύος των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 μέχρι 2013, οι τεχνικές προβλέψεις για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των εν λόγω Νόμων όπως ισχύουν κατά την τελευταία ημερομηνία εφαρμογής του∙

(γ) το άρθρο 83 δεν εφαρμόζεται για τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.

(6) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν το εδάφιο (1)-

(α) δεν περιλαμβάνουν τις αποδεκτές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας που καθορίζεται στο άρθρο 83∙

(β) δεν εφαρμόζουν το άρθρο 423 του παρόντος Νόμου∙

(γ) στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 52 δηλώνουν δημόσια ότι εφαρμόζουν τη μεταβατική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου, και την αποτίμηση του αντικτύπου της μη εφαρμογής του συγκεκριμένου μεταβατικού μέτρου στην οικονομική τους θέση.

Μεταβατικές διατάξεις για τις τεχνικές προβλέψεις

424.-(1) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν, νοουμένου ότι εξασφαλίζουν μετά από σχετικό αίτημά τους την έγκριση του Εφόρου, να εφαρμόζουν μεταβατική αφαίρεση των τεχνικών προβλέψεων. Η αφαίρεση αυτή μπορεί να εφαρμόζεται στο επίπεδο των ομοιογενών ομάδων κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 86 του παρόντος Νόμου.

(2) Η μεταβατική μείωση αντιστοιχεί σε μέρος της διαφοράς μεταξύ των ακόλουθων δύο ποσών:

(α) τεχνικές προβλέψεις μετά τη μείωση των ανακτήσιμων ποσών από συμβάσεις αντασφάλισης και φορείς ειδικού σκοπού, υπολογιζόμενες σύμφωνα με το άρθρο 78, την πρώτη ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος Νόμου∙

(β) τεχνικές προβλέψεις μετά τη μείωση των ανακτήσιμων ποσών από συμβάσεις αντασφάλισης, υπολογιζόμενες σύμφωνα με τους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 μέχρι 2013, κατά την προηγουμένη της ημερομηνίας κατάργησης του εν λόγω Νόμου. Το μέγιστο αφαιρέσιμο τμήμα μειώνεται γραμμικά στο τέλος κάθε έτους, από 100 % το έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2016, σε 0 % την 1η Ιανουαρίου 2032. Όταν οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν κατά την πρώτη ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος Νόμου, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου, υπολογίζεται με την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας κατά την ίδια ημερομηνία.

(3) Με την επιφύλαξη προηγούμενης έγκρισης από τον Έφορο, τα ποσά των τεχνικών προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένου, όπου έχει εφαρμογή, του ποσού της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας, που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της μεταβατικής μείωσης που αναφέρεται στο εδάφιο (2), παράγραφοι (α) και (β), μπορούν να επανυπολογίζονται ανά 24 μήνες, ή και συχνότερα αν υπάρξει ουσιαστική μεταβολή στο προφίλ κινδύνου της επιχείρησης.

(4) Η μείωση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) μπορεί να περιορίζεται από τον Έφορο, αν η εφαρμογή της θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση των απαιτήσεων σε οικονομικούς πόρους που ισχύουν για την επιχείρηση σε σύγκριση με εκείνους που υπολογίζονται σύμφωνα με τους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 μέχρι 2013, κατά την προηγουμένη της ημερομηνίας κατάργησης τους δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(5) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν το εδάφιο (1)-

(α) δεν εφαρμόζουν το άρθρο 423 του παρόντος Νόμου∙

(β) στις περιπτώσεις όπου δεν θα συμμορφώνονταν προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας χωρίς εφαρμογή της μεταβατικής μείωσης, υποβάλλουν σε ετήσια βάση έκθεση στον Έφορο, αναφέροντας τα μέτρα που έλαβαν και την πρόοδο που έχουν σημειώσει όσον αφορά την αποκατάσταση, στο τέλος της μεταβατικής περιόδου που καθορίζεται στο εδάφιο (2), επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων το οποίο καλύπτει την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας, ή τη μείωση του προφίλ κινδύνου τους ώστε να αποκατασταθεί η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας∙

(γ) στην έκθεση φερεγγυότητας και χρηματοοικονομικής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 52 του παρόντος Νόμου δηλώνουν δημόσια ότι εφαρμόζουν τη μεταβατική μείωση στις τεχνικές προβλέψεις και την αποτίμηση του αντικτύπου της μη εφαρμογής αυτής της μεταβατικής μείωσης στην οικονομική τους θέση.

Σταδιακή εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων για τα επιτόκια άνευ κινδύνου και τις τεχνικές προβλέψεις

425.-(1) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα τα οποία καθορίζονται στα άρθρα 423 ή 424 του παρόντος Νόμου, ενημερώνουν σχετικά τον Έφορο, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν θα συμμορφώνονταν προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας χωρίς την εφαρμογή των εν λόγω μεταβατικών μέτρων. Ο Έφορος απαιτεί από τις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου.

(2) Μέσα σε δύο μήνες από τη διαπίστωση της μη συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας χωρίς την εφαρμογή αυτών των μεταβατικών μέτρων, η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλλει στον Έφορο σχέδιο σταδιακής εφαρμογής στο οποίο καθορίζονται τα μέτρα που προορίζονται για τον καθορισμό του επιπέδου επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη της κεφαλαιακής απαίτησης φερεγγυότητας, ή για τη μείωση του προφίλ κινδύνου της ώστε να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου. Η ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να ενημερώνει το σχέδιο σταδιακής εφαρμογής κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

(3) Οι ενδιαφερόμενες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν ετήσια έκθεση στον Έφορο, στην οποία να προσδιορίζονται τα μέτρα που έχουν ληφθεί και η πρόοδος που έχει σημειωθεί για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου. Ο Έφορος ανακαλεί την έγκριση της εφαρμογής του μεταβατικού μέτρου σε περίπτωση που η έκθεση προόδου δείχνει ότι η προοπτική συμμόρφωσης προς την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας στο τέλος της μεταβατικής περιόδου δεν είναι ρεαλιστική.

Λειτουργία υφιστάμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων και υποβολή νέας αίτησης

426.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 420 μέχρι 425 του παρόντος Νόμου, οι υφιστάμενες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν βάσει άδειας του Εφόρου, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, δύνανται να συνεχίσουν την άσκηση ασφαλιστικών εργασιών υποκείμενες κατά πάντα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και η άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013, θεωρείται εκδοθείσα δυνάμει του παρόντος Νόμου και ο Έφορος φροντίζει όπως, αφού διαπιστώσει ότι οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συμμορφώνονται πλήρως με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, αντικαθιστά το έντυπο της σχετικής άδειας με το αντίστοιχο έντυπο άδειας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε τέλος για την αντικατάσταση του εντύπου της άδειας.

Νομικό καθεστώς εξέτασης αιτήσεων – μεταβατικές διατάξεις

427. Αιτήσεις για παραχώρηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών εργασιών που υποβλήθηκαν από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατά ή μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ανεξάρτητα από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος Νόμου, θεωρούνται αιτήσεις που υποβλήθηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Ακύρωση ή ανάκληση άδειας κατά τη μεταβατική περίοδο

428. Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 420 μέχρι 425 του παρόντος Νόμου, διαδικασίες για ακύρωση ή ανάκληση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών υπηρεσιών, η έναρξη των οποίων έγινε από τον Έφορο κατά τη διάρκεια ισχύος των διά του παρόντος καταργούμενων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013, και οι οποίες κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος Νόμου δεν έχουν ολοκληρωθεί, εάν ο Έφορος δεν έχει λάβει τελική απόφαση, συνεχίζονται και ολοκληρώνονται σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 152 μέχρι 157 του παρόντος Νόμου.

Διαδικασίες ενώπιον του Υπουργού δυνάμει της προηγούμενης νομοθεσίας

429. Σε περίπτωση εκκρεμούντων διαδικασιών προσφυγής στον Υπουργό σύμφωνα με τις διατάξεις των δια του παρόντος καταργηθέντων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013, αναφορικά με οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου που λήφθηκε δυνάμει των εν λόγω νόμων, αυτές ολοκληρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των εν λόγω νόμων, ανεξάρτητα από τη θέση σε ισχύ του παρόντος Νόμου και οποιαδήποτε απόφαση του Υπουργού δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

Εκκαθάριση επιχειρήσεων και μεταβίβαση χαρτοφυλακίου κατά τη μεταβατική περίοδο

430. Σε περίπτωση που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης ή μεταβίβασης χαρτοφυλακίου, η οποία ξεκίνησε σύμφωνα με τις διατάξεις των διά του παρόντος καταργούμενων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013, θεωρείται ότι αυτές ξεκίνησαν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και συνεχίζονται κατά τα λοιπά σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Έκδοση Κανονισμών

431.-(1) Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διατάξεις του παρόντος Νόμου, που προβλέπουν την έκδοση Κανονισμών προς ρύθμιση ειδικών ή συγκεκριμένων θεμάτων, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει γενικά την εξουσία προς έκδοση Κανονισμών που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος που κατά τον παρόντα Νόμο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού και το οποίο δεν ρυθμίζεται με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, εκτελεστικά ή ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα ή Οδηγίες του Εφόρου, κατά την έννοια του παρόντος Νόμου.

(2) Οι κατά τον παρόντα Νόμο εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να επιβάλλουν ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών ή χρηματική ποινή μέχρι οκτώ χιλιάδων ευρώ ή και τις δύο αυτές ποινές, για τα προβλεπόμενα στους Κανονισμούς αυτούς ποινικά αδικήματα.

(3) Οι κατά τον παρόντα Νόμο εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να παρέχουν στον Έφορο την εξουσία προς επιβολή διοικητικών κυρώσεων άλλων από τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο, σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων των Κανονισμών αυτών.

Έκδοση Οδηγιών

432. Ανεξάρτητα από τις επιμέρους διατάξεις του βασικού νόμου που προβλέπουν την έκδοση σχετικών οδηγιών αναφορικά με ειδικά ή συγκεκριμένα θέματα,, ο Έφορος δύναται να εκδίδει Οδηγίες προς τους εποπτευόμενους για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και για την εν γένει καλύτερη υλοποίηση των σκοπών του αλλά και για σκοπούς εφαρμογής κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων της EIOPA καθώς και θεμάτων που ρυθμίζονται με κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις ή ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα ή μέτρα της Επιτροπής, εκεί και όπου παρέχεται τέτοια ευχέρεια.

Έκδοση γνωστοποίησης Υπουργού

432Α. Ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γνωστοποίηση, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με την οποία ορίζει και εξουσιοδοτεί τον Έφορο να ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την εφαρμογή οποιασδήποτε πράξης της Ένωσης που αφορά πρόσωπα τα οποία εποπτεύονται από τον Έφορο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Καταργήσεις

433. Με την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, καταργούνται οι περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμοι του 2002 έως 2013

Ισχύς, Οδηγιών, Αποφάσεων ή Διοικητικών Πράξεων κ.λ.π. που εκδόθηκαν δυνάμει των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013

434.-(1) Οδηγίες, Αποφάσεις ή άλλες διοικητικές πράξεις, που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων των διά του παρόντος καταργουμένων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013 και που τελούν σε ισχύ κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν κατά την έκταση που δεν προσκρούουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου ανακληθούν ή αντικατασταθούν από κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις ή ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα ή Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, Οδηγίες, αποφάσεις ή άλλες διοικητικές πράξεις, που θα εκδοθούν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση.

(2) Οι διορισμοί των εποπτικών αρχών δυνάμει των διατάξεων του δια του παρόντος καταργούμενων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών Νόμων και Άλλων Συναφών Θεμάτων του 2002 έως 2013 και που τελούν σε ισχύ κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου ανακληθούν ή αντικατασταθούν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(3) Πιστοποιητικά, άδειες, εγκύκλιοι ή έντυπα που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων των διά του παρόντος καταργούμενων περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως 2013, και που τελούν σε ισχύ κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, εφόσον δεν προσκρούουν στις διατάξεις του Νόμου αυτού, εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου ανακληθούν ή αντικατασταθούν από άλλα, που θα εκδοθούν δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(4) Μητρώα, βιβλία ή καταστάσεις, που ετηρούντο από τον Έφορο, δυνάμει των διατάξεων των διά του παρόντος καταργουμένων νόμων, εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου μεταγραφούν όλα τα περιεχόμενα σε αυτά στοιχεία, στα δυνάμει του παρόντος Νόμου τηρούμενα Μητρώα, βιβλία ή καταστάσεις.