194. Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Εκδοχέας» σημαίνει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στην οποία ο εκχωρητής προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου του∙
«εκχωρητής» σημαίνει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου της σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.
195. (1) Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων ασφάλισης Ζωής Κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης προς άλλη Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση, εκτός εάν η συμφωνία προς μεταβίβαση εγκριθεί με δικαστικό διάταγμα που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του Τμήματος αυτού.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ο εκχωρητής προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της ασφάλισης Ζωής, που καλύπτουν ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε εκδοχέα, υποβάλλεται αίτηση στο Δικαστήριο προς έκδοση διατάγματος για έγκριση της σκοπούμενης μεταβίβασης, από το διοικητικό συμβούλιο του εκχωρητή ή/και του εκδοχέα.
(3) Μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε το πολύ ημερών από την υποβολή της αιτήσεως κατά τα ανωτέρω, ο εκχωρητής καταθέτει στον Έφορο αντίγραφο της αιτήσεως για έκδοση δικαστικού διατάγματος και αντίγραφο κάθε άλλου εγγράφου, που προβλέπεται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 196 του παρόντος Νόμου.
(4) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε αντίθετες διατάξεις στη συμφωνία μεταβίβασης που κατατίθεται στο Δικαστήριο, αυτή καλύπτει και κάθε ασφαλιστήριο που εκδόθηκε από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στο Δικαστήριο και μέχρι την έκδοση διατάγματος από το Δικαστήριο, νοουμένου ότι ο δικαιούχος ενημερώθηκε γραπτώς για την υποβολή της αίτησης μεταβίβασης χαρτοφυλακίου ενώπιον Δικαστηρίου πριν τη σύναψη του ασφαλιστηρίου.
196. (1) Με την αίτηση προς έκδοση δικαστικού διατάγματος συνυποβάλλονται τα ακόλουθα έγγραφα-
(α) Έκθεση ανεξάρτητου αναλογιστή, άλλου από τον αναλογιστή του εκχωρητή ή του εκδοχέα, σε σχέση με τους όρους της σκοπούμενης μεταβίβασης, στην οποία ο ανεξάρτητος αυτός αναλογιστής εκφράζει σαφώς και επαρκώς την άποψή του αναφορικά με τις ενδεχόμενες πιθανές επιπτώσεις της μεταβίβασης στους υφιστάμενους ασφαλισμένους του εκχωρητή και του εκδοχέα·
(β) βεβαίωση του Εφόρου ότι ο εκδοχέας, θα διαθέτει τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση∙
(γ) βεβαίωση του Εφόρου ως προς το κατά πόσο ο εκχωρητής ή εκδοχέας ασκούν ασφαλιστικές εργασίες σε άλλα κράτη μέλη υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών∙
(δ) πιστοποιημένα αντίγραφα των καταστάσεων ενεργητικού και παθητικού του εκχωρητή και του εκδοχέα, συνοδευόμενα από κατάσταση που καταδεικνύει τη φύση και τους όρους της μεταβίβασης·
(ε) πιστοποιημένο αντίγραφο της συμφωνίας δυνάμει της οποίας θα συντελεστεί η μεταβίβαση∙
(στ) πιστοποιημένα αντίγραφα της έκθεσης του ανεξάρτητου αναλογιστή, καθώς και οποιαδήποτε άλλη έκθεση ή έγγραφο στο οποίο βασίζεται η συμφωνία· και
(ζ) ένορκο δήλωση του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διευθύνοντος Συμβούλου ή/και του Γενικού Διευθυντή του εκχωρητή και του εκδοχέα ότι, εξ όσων οι ίδιοι γνωρίζουν και πιστεύουν, στις εν λόγω εκθέσεις περιλαμβάνονται όλες ανεξαιρέτως οι πληρωμές οι οποίες έγιναν ή μέλλουν να γίνουν προς οποιοδήποτε πρόσωπο ένεκα της μεταβίβασης, και ότι πέραν αυτών δεν οφείλεται οτιδήποτε άλλο.
(2) Το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται της αιτήσεως, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι τηρήθηκαν οι ακόλουθες διατάξεις
(α) Υπήρξε δημοσίευση σε δύο ημερήσιες εφημερίδες παγκύπριας ευρείας κυκλοφορίας, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και γνωστοποίηση στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας, στην οποία αναφέρεται ότι υποβλήθηκε αίτηση στο Δικαστήριο προς έγκριση της μεταβίβασης, η διεύθυνση των γραφείων του εκχωρητή και του εκδοχέα, καθώς και ο χρόνος και ο τόπος κατά τον οποίο θα είναι διαθέσιμα στο κοινό αντίγραφα της συμφωνίας που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του παρόντος εδαφίου αυτού:
(β) έχει αποσταλεί έκθεση στην οποία εμφαίνονται οι όροι της σκοπούμενης μεταβίβασης, συνοδευόμενη από την έκθεση του ανεξάρτητου αναλογιστή προς όλους ανεξαιρέτως τους κατόχους ασφαλιστηρίων του εκχωρητή και του εκδοχέα, καθώς και προς κάθε άλλο πρόσωπο που διεκδικεί δικαίωμα σε ασφαλιστήριο και το οποίο υπέβαλε εγγράφως τη σχετική αξίωσή του προς τον εκχωρητή, εκτός εάν το Δικαστήριο αποφασίσει άλλως πως· και
(γ) έχει εκτεθεί στα γραφεία του εκχωρητή και του εκδοχέα, για περίοδο τριάντα τουλάχιστον ημερών από την τελευταία δημοσίευση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) του εδαφίου αυτού γνωστοποίησης, η συμφωνία σε σχέση με τη σκοπούμενη μεταβίβαση, προς το σκοπό επιθεώρησής της από τους κατόχους ασφαλιστηρίων και τους μετόχους των δύο μερών της συμφωνίας∙
(δ) Οι κάτοχοι ασφαλιστηρίων, οι μέτοχοι των επιχειρήσεων που αποτελούν τα μέρη της συμφωνίας, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έχει έννομο συμφέρον, δύνανται να καταχωρούν ένσταση στη παραχώρηση του αιτούμενου διατάγματος έγκρισης της μεταβίβασης μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την τελευταία δημοσίευση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) γνωστοποίησης.
197. (1) Το Δικαστήριο, εφ’ όσον ικανοποιηθεί ότι κατατέθηκαν τα έγγραφα και τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 196 του παρόντος Νόμου, προβαίνει στην εξέταση της αιτήσεως, ακούει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των δύο μερών της συμφωνίας, τον Έφορο, και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έχει υποβάλει ένσταση στη σκοπούμενη μεταβίβαση ή που κρίνει σκόπιμο, υπό την επιφύλαξη των επόμενων διατάξεων του παρόντος άρθρου, να ακούσει, νοουμένου ότι οι ενστάσεις έχουν προβληθεί ενώπιόν του από πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον και, εφόσον κρίνει αβάσιμες τις εγειρόμενες ενώπιόν του ενστάσεις, εκδίδει δικαστικό διάταγμα με το οποίο εγκρίνεται η συμφωνία.
(2) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα προς έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι ο εκδοχέας κατέχει, ή πριν την έκδοση του διατάγματος θα κατέχει, άδεια δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στον κλάδο ή στους κλάδους στους οποίους αναφέρεται η συναφθείσα συμφωνία.
(3) Το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα προς έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, εάν αποδειχθεί ενώπιόν του ότι αντιτίθενται στη σκοπούμενη μεταβίβαση οι κάτοχοι ασφαλιστηρίων, που αντιπροσωπεύουν το ένα δέκατο τουλάχιστον των ολικών ασφαλισμένων από τον εκχωρητή ποσών.
198. (1) Το δικαστικό διάταγμα που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 197 του παρόντος Νόμου, ή οποιοδήποτε μεταγενέστερο δικαστικό διάταγμα, δύναται να ρυθμίσει όλα ή ορισμένα από τα ακόλουθα θέματα-
(α) τη μεταφορά στον εκδοχέα όλης ή μέρους της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και των στοιχείων του παθητικού ή του ενεργητικού του εκχωρητή·
(β) την κατανομή, διαμοιρασμό ή διάθεση από τον εκδοχέα οποιωνδήποτε μετοχών, ομολόγων, ασφαλιστηρίων ή οποιωνδήποτε παρόμοιων συμφερόντων του εκδοχέα, τα οποία σύμφωνα με τη συμφωνία μεταβίβασης θα κατανεμηθούν, διαμοιρασθούν ή διατεθούν από τον εκδοχέα προς οποιοδήποτε πρόσωπο ή προς όφελος τέτοιου προσώπου·
(γ) τη συνέχιση από ή κατά του εκδοχέα οποιωνδήποτε εκκρεμουσών νομικών διαδικασιών που έχουν εγερθεί από ή κατά του εκχωρητή·
(δ) τη διάλυση, χωρίς προηγούμενη εκκαθάριση, του εκχωρητή·
(ε) άλλα παρεμφερή, επακόλουθα ή επιπρόσθετα θέματα των οποίων η ρύθμιση κρίνεται αναγκαία, ώστε να διασφαλίζεται ότι η μεταβίβαση θα ολοκληρωθεί πλήρως και αποτελεσματικά.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστικό διάταγμα προβλέπει τη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού, το ενεργητικό θα μεταβιβασθεί, δυνάμει του διατάγματος, και θα περιέλθει στην κατοχή του εκδοχέα και τα στοιχεία του παθητικού θα μεταβιβασθούν δυνάμει του διατάγματος και θα καταστούν στοιχεία του παθητικού του και σε περίπτωση μεταβίβασης οποιωνδήποτε στοιχείων του ενεργητικού από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, και νοουμένου ότι το διάταγμα προβλέπει σχετικά, τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού θα είναι ελεύθερα οποιασδήποτε υποθήκης ή επιβάρυνσης η οποία δυνάμει της μεταβίβασης θα παύει να υφίσταται.
(3) Για τους σκοπούς οποιασδήποτε διάταξης της κειμένης νομοθεσίας που απαιτεί την παράδοση πιστοποιητικού μεταβίβασης ως προϋπόθεση για την εγγραφή μεταβίβασης οποιουδήποτε στοιχείου ενεργητικού, διάταγμα το οποίο εκδίδεται δυνάμει του άρθρου αυτού θα υπέχει τη θέση πιστοποιητικού μεταβίβασης.
(4) Στο παρόν άρθρο, ο όρος “στοιχείο ενεργητικού” περιλαμβάνει περιουσία και οποιασδήποτε φύσεως δικαιώματα, ο όρος “στοιχείο παθητικού” περιλαμβάνει υποχρεώσεις και οι όροι “μετοχές” και “ομόλογα” έχουν την έννοια που αποδίδει στους όρους αυτούς ο περί Εταιρειών Νόμος.
199. (1) Ο εκδοχέας, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την έκδοση δικαστικού διατάγματος με το οποίο εγκρίνεται η συμφωνία μεταβίβασης, οφείλει να καταθέσει στον Έφορο τα έγγραφα του εδαφίου (1) του άρθρου 196 του παρόντος Νόμου και το δικαστικό διάταγμα που εγκρίνει τη μεταβίβαση.
(2) Με την κατάθεση των πιο πάνω εγγράφων καταβάλλεται το καθορισμένο τέλος.
(3) Ο Έφορος, μετά την κοινοποίηση των πιο πάνω εγγράφων, μεριμνά για τη δημοσίευση του σχετικού δικαστικού διατάγματος στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σε δύο ημερήσιες παγκύπριες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας και στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας:
(4) Παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1), συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι σαράντα χιλιάδες ευρώ.
200. Οι διατάξεις του παρόντος Τμήματος εφαρμόζονται και σε σχέση με την μεταβίβαση χαρτοφυλακίου από Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση με εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος σε Κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση με εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος.
201. (1) Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων ασφάλισης Γενικής Φύσεως κυπριακής ασφαλιστικής επιχείρησης προς άλλη κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση, ή η μεταβίβαση χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών αντασφάλισης Γενικής Φύσεως ή αντασφάλισης Ζωής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ανάλογα με την περίπτωση, σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, εκτός εάν η μεταβίβαση εγκριθεί με απόφαση του Εφόρου, που εκδίδεται κατά τα οριζόμενα στις επόμενες διατάξεις του παρόντος Τμήματος.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία:
(α) Ο εκχωρητής, προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων ασφάλισης Γενικής Φύσεως, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους εντός της Δημοκρατίας, στον εκδοχέα∙ ή
(β) ο εκχωρητής, προτίθεται να μεταβιβάσει το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών αντασφάλισης Γενικής Φύσεως ή αντασφάλισης Ζωής στον εκδοχέα,
ο εκδοχέας υποβάλλει αίτηση στον Έφορο προς έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης.
(3) Σε περίπτωση μεταβίβασης χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών αντασφάλισης Γενικής Φύσεως ή αντασφάλισης Ζωής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, με την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) αίτηση, υποβάλλεται και έκθεση ανεξάρτητου αναλογιστή, άλλου από τον αναλογιστή του εκχωρητή ή του εκδοχέα, σε σχέση με τους όρους της σκοπούμενης μεταβίβασης, στην οποία ο αναλογιστής αυτός εκφράζει σαφώς και επαρκώς τις απόψεις του αναφορικά με τις ενδεχόμενες πιθανές επιπτώσεις της μεταβίβασης στους υφιστάμενους ασφαλισμένους του εκχωρητή και του εκδοχέα.
(4) Με την προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) αίτηση καταβάλλεται και το καθορισμένο τέλος.
202. (1) Ο Έφορος δεν επιλαμβάνεται της αιτήσεως για έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι τηρήθηκαν οι ακόλουθες διαδικασίες-
(α) η αίτηση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σε δύο ημερήσιες παγκύπριες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας και γνωστοποίηση στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας, στην οποία αναφέρεται ότι υποβλήθηκε στον Έφορο αίτηση για έγκριση της συμφωνίας μεταβίβασης, η διεύθυνση των γραφείων του εκχωρητή και του εκδοχέα, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο θα είναι διαθέσιμα στο κοινό προς επιθεώρηση αντίγραφα της κατάστασης, που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου αυτού:
(β) έχει αποσταλεί αντίγραφο της πιο πάνω γνωστοποίησης προς όλους ανεξαιρέτως τους επηρεαζόμενους ασφαλισμένους, καθώς και προς κάθε άλλο πρόσωπο που διεκδικεί δικαίωμα σε ασφαλιστήριο, το οποίο περιλαμβάνεται στη συμφωνία μεταβίβασης, το οποίο υπέβαλε εγγράφως τη σχετική αξίωσή του προς τον εκχωρητή, εκτός εάν ο Έφορος αποφασίσει διαφορετικά, νοουμένου ότι διασφαλίζονται τα συμφέροντα των δικαιούχων· και
(γ) έχει εκτεθεί στα γραφεία του εκχωρητή και του εκδοχέα, για περίοδο τριάντα τουλάχιστον ημερών από την τελευταία δημοσίευση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) γνωστοποίησης, κατάσταση με στοιχεία σε σχέση με τη σκοπούμενη μεταβίβαση, της οποίας το περιεχόμενο εγκρίθηκε ήδη από τον Έφορο, προς το σκοπό επιθεώρησής της από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
(2) Η γνωστοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του προηγούμενου εδαφίου, θα επισημαίνει το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου προσώπου προς υποβολή γραπτών παραστάσεων στον Έφορο μέσα σε τακτή προθεσμία εξήντα τουλάχιστον ημερών από την ημερομηνία της πρώτης δημοσίευσης της γνωστοποίησης.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ένας ασφαλισμένος λογίζεται “επηρεαζόμενος ασφαλισμένος”, σε σχέση με σκοπούμενη μεταβίβαση, εάν
(α) το ασφαλιστήριό του συγκαταλέγεται στις μεταβιβαζόμενες εργασίες· ή
(β) το ασφαλιστήριό του έχει εκδοθεί από τον εκχωρητή και ο Έφορος έχει διαπιστώσει, μετά από σχετική συνεννόηση με τον εκχωρητή, ότι κατά την άποψή του τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ασφαλισμένου δυνάμει του ασφαλιστηρίου, αναμένεται ή ενδέχεται να επηρεασθούν αρνητικά σε σημαντικό βαθμό από τη μεταβίβαση.
203. (1) Ο Έφορος πριν εκδώσει την απόφασή του επί της αιτήσεως, εξετάζει τις γραπτές παραστάσεις, που υποβλήθηκαν έγκαιρα προς αυτόν, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του προηγούμενου άρθρου.
(2) Ο Έφορος δεν εγκρίνει την αίτηση, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις-
(α) κάθε ασφαλιστήριο που περιλαμβάνεται στη συμφωνία μεταβίβασης, επιμαρτυρεί τη σύναψη συμβάσεως, η οποία καταρτίστηκε πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως και η οποία επιβάλλει στον εκχωρητή υποχρεώσεις, η εκπλήρωση των οποίων αποτελεί μέρος της ασκήσεως των ασφαλιστικών εργασιών του εκχωρητή εντός της Δημοκρατίας·
(β) ο εκδοχέας κατέχει, ή αμέσως πριν την έγκριση του Εφόρου θα κατέχει, άδεια δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, προς άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στον κλάδο ή στους κλάδους, στους οποίους αναφέρεται η συναφθείσα συμφωνία·
(γ) ο εκδοχέας, διαθέτει τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση· και
(δ) ο εκδοχέας διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση, για την ικανοποίηση οποιωνδήποτε άλλων υποχρεώσεών του, που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο.
204. (1) Ο Έφορος, το αργότερο εντός δεκαπέντε ημερών αφότου έλαβε την απόφασή του επί της αιτήσεως, γνωστοποιεί αυτήν με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο κρίνει σκόπιμο· αντίγραφο της γνωστοποίησης αυτής αποστέλλεται στον εκχωρητή, στον εκδοχέα και σε κάθε πρόσωπο που υπέβαλε γραπτές παραστάσεις, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 202 του παρόντος Νόμου.
(2)(α) Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, ο Έφορος κοινοποιεί δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του στον εκχωρητή και τον εκδοχέα, η οποία δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:
(β) Η απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο (α), δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος:
205. (1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), συμφωνία μεταβίβασης που εγκρίνεται από τον Έφορο κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, παράγει έννομα αποτελέσματα από τη δημοσίευση της έγκρισης του Εφόρου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και επάγεται τις ακόλουθες έννομες συνέπειες-
(α) τη μεταβίβαση προς τον εκδοχέα όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του εκχωρητή, που απορρέουν από ασφαλιστήρια διαλαμβανόμενα στη συμφωνία·
(β) εφόσον προβλέπεται στη συμφωνία μεταβίβασης, τη συνέχιση από ή κατά του εκδοχέα οποιωνδήποτε νομικών διαδικασιών που έχουν εγερθεί από ή κατά του εκχωρητή, αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτές, ανεξάρτητα από την απουσία οποιασδήποτε συμφωνίας ή συναίνεσης, που άλλως πως θα απαιτείτο για την παραγωγή του έννομου αυτού αποτελέσματος.
(2) Εκτός εάν ο Έφορος αποφασίσει άλλως πως, κάτοχος ασφαλιστηρίου, του οποίου το ασφαλιστήριο διαλαμβάνεται στη συμφωνία μεταβίβασης, δεν θα δεσμεύεται από τη συμφωνία αυτή, εκτός εάν του κοινοποιηθεί εγγράφως γνωστοποίηση αναφορικά με τη σύναψη της συμφωνίας αυτής, από τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα.
(3) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε αντίθετες διατάξεις στη συμφωνία μεταβίβασης, αυτή καλύπτει και κάθε ασφαλιστήριο που εκδόθηκε από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στον Έφορο και μέχρι τη δημοσίευση της απόφασής του, νοουμένου ότι ο δικαιούχος ενημερώθηκε γραπτώς για την υποβολή της αίτησης μεταβίβασης χαρτοφυλακίου στον Έφορο κατά τη σύναψη του ασφαλιστηρίου, και, σε περίπτωση που δεν ενημερώθηκε γραπτώς, ο δικαιούχος διατηρεί το δικαίωμα υπαναχώρησης εντός περιόδου ενός μηνός από την ημερομηνία που πληροφορείται την σκοπούμενη μεταβίβαση.
206. Οι διατάξεις του παρόντος Τμήματος, εφαρμόζονται και σε σχέση με τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων Γενικής Φύσεως ή την μεταβίβαση χαρτοφυλακίου αντασφαλιστικών εργασιών αντασφάλισης Γενικής Φύσεως ή αντασφάλισης Ζωής κυπριακής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος προς κυπριακή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με εγκατάσταση σε άλλο κράτος μέλος, ανάλογα με την περίπτωση.
207. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους, εφόσον-
(α) ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου·
(β) τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος (άρθρα 195 έως 200), είτε του Δεύτερου Τμήματος (άρθρα 201 έως 206), του παρόντος Κεφαλαίου, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση· και
(γ) η αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκδοχέα, πιστοποιεί στον Έφορο ότι ο εκδοχέας διαθέτει τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας τας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση.
208. (1) Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εκτός της Δημοκρατίας και που έχουν συναφθεί σε κράτος μέλος, είτε υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους, ή σε κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση η οποία διαθέτει εγκατάσταση εκεί, εφόσον-
(α) τηρηθούν, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος, (άρθρα 195 έως 200), είτε του Δεύτερου Τμήματος, (άρθρα 201 έως 206), του παρόντος Μέρους, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση·
(β) η αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκδοχέα πιστοποιεί στον Έφορο ότι ο εκδοχέας διαθέτει, τα αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση· και
(γ) ο Έφορος έχει εξασφαλίσει εντός τριών μηνών από την υποβολή σχετικού αιτήματος προς τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των άλλων Κρατών Μελών, όπου βρίσκονται οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι ή οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις, τη συγκατάθεσή τους:
(2) Δεν ισχύουν στην περίπτωση μεταβιβάσεως κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 196, καθώς και οι παραγράφοι (α) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 202 του Κεφαλαίου αυτού.
(3) Ο Έφορος, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 209 του παρόντος Νόμου, κοινοποιεί την έγκρισή του για μεταβίβαση, κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, στις αρμόδιες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών μελών, όπου ευρίσκονται οι ασφαλιστικοί κίνδυνοι ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις, που καλύπτονται από ασφαλιστήρια διαλαμβανόμενα στη μεταβίβαση, και η έγκριση αυτή δημοσιεύεται κατά τις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.
209. (1) Σε περίπτωση κατά την οποία υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης κράτους μέλους, που καθιδρύθηκε στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης προτίθεται να μεταβιβάσει χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους ή σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας με υποκατάστημα στη Δημοκρατία, ο Έφορος πιστοποιεί στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκχωρητή ότι ο εκδοχέας διαθέτει αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση και χορηγεί, τη συγκατάθεσή του για τη σκοπούμενη μεταβίβαση, εφόσον ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία ασφαλιστική επιχείρηση Κράτους Μέλους προτίθεται να μεταβιβάσει χαρτοφυλάκιο ασφαλιστηρίων, τα οποία συνήψε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους ή σε ασφαλιστική επιχείρηση ττρίτης χώρας με υποκατάστημα στη Δημοκρατία, ο Έφορος, πιστοποιεί στην εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκχωρητή ότι ο εκδοχέας διαθέτει αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση και χορηγεί τη συγκατάθεσή του για τη σκοπούμενη μεταβίβαση, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των εδαφίων (3) και (4), ανάλογα με την περίπτωση.
(3) Στην περίπτωση του εδαφίου (2), εάν ο εκδοχέας δεν διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ο Έφορος συγκατατίθεται στη μεταβίβαση μόνον εφόσον ο εκδοχέας εξασφαλίσει εξουσιοδότηση για άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
(4) Στην περίπτωση του εδαφίου (2), εάν ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία, τα ασφαλιστήρια που διαλαμβάνονται στη μεταβίβαση και έχουν συναφθεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, λογίζονται, μετά τη μεταβίβαση, ως ασφαλιστήρια συναφθέντα υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης.
210. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που ασκεί εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε ασφαλιστική επιχείρηση κράτους μέλους, εφόσον
(α) Τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος (άρθρα 195 έως 200) είτε του Δεύτερου Τμήματος (άρθρα 201 έως 206), του παρόντος Μέρους, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση·
(β) η αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκδοχέα πιστοποιεί στον ΄Εφορο ότι ο εκδοχέας διαθέτει αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση· και
(γ) ο εκδοχέας διαθέτει εγκατάσταση στη Δημοκρατία.
211. (1) Επιτρέπεται η μεταβίβαση από ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων της που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες εντός της Δημοκρατίας, εφόσον-
(α) Τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος (άρθρα 195 έως 200), είτε του Δεύτερου Τμήματος (άρθρα 201 έως 206), του Μέρους αυτού, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση· και
(β) ο Έφορος πιστοποιεί ότι ο εκδοχέας διαθέτει αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη και η σκοπούμενη μεταβίβαση:
(i) O εκδοχέας διαθέτει, αναγκαία επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας·
(ii) το δίκαιο του κράτους μέλους του εκδοχέα παρέχει τη δυνατότητα αυτού του είδους μεταβίβασης. και
(iii) η εποπτική αρχή του κράτους μέλους του εκδοχέα συμφωνεί για τη μεταβίβαση.
(2) Στις περιπτώσεις του άρθρου 209 και του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο ή ο Έφορος, ανάλογα με την περίπτωση, επιτρέπουν την μεταβίβαση χαρτοφυλακίου μόλις διαβιβασθεί η συγκατάθεση των εποπτικών αρχών του κράτους μέλους του κινδύνου ή του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης, εφόσον το κράτος μέλος αυτό δεν είναι η Δημοκρατία.
212. (1) Ο Έφορος, σε περίπτωση κατά την οποία ζητείται η άποψη ή συγκατάθεσή του από την αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εκδοχέα, σε μεταβίβαση που διέπεται από τις διατάξεις του Τμήματος αυτού, οφείλει να την ανακοινώσει στην εποπτική αρχή που υπέβαλε το αίτημα μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος.
(2) Εάν περάσει άπρακτη η πιο πάνω προθεσμία, ο Έφορος λογίζεται ότι εξέφρασε ευνοϊκή άποψη ή ότι σιωπηρώς συγκατατέθηκε στη μεταβίβαση.
213. Μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Εφόρου, που εγκρίνει τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφαλιστηρίων κατά τις διατάξεις του Τμήματος αυτού, δεν δύνανται να αντιταχθούν κατά της μεταβίβασης αυτής οι ασφαλισμένοι, οι συμβαλλομένοι στην ασφαλιστική σύμβαση, οι δικαιούχοι ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έλκει δικαίωμα ή υπέχει υποχρεώσεις, που απορρέουν από ασφαλιστήρια, διαλαμβανόμενα στη μεταβίβαση.
214. Οι διατάξεις των άρθρων 195 έως 214 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται κατ΄αναλογία και στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, εκτός από τις αναφορές στις διατάξεις του Πρώτου Τμήματος (άρθρα 195 έως 200) που αφορούν μόνο τη μεταβίβαση χαρτοφυλακίου ασφάλισης Ζωής των Κυπριακών ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
215. (1) Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός και εκτός της Δημοκρατίας, σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εφόσον
(α) Τηρηθούν οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος (άρθρα 195 έως 200) είτε του Δεύτερου Τμήματος (άρθρα 201 έως 206), του Μέρους αυτού, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση· και
(β) προσκομισθεί στον Έφορο γραπτή συναίνεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, όπου ο εκδοχέας έχει την έδρα του, αναφορικά με τη σκοπούμενη μεταβίβαση.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση που εκχωρητής είναι υποκατάστημα ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ο εκδοχέας είναι επίσης ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ανεξάρτητα εάν αυτή κατέχει άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι στην εν λόγω τρίτη χώρα εφαρμόζονται ισοδύναμα πρότυπα εποπτείας που καθορίζονται από την EIOPA.
216. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, που ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των ασφαλιστηρίων της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον τηρούνται οι διατάξεις είτε του Πρώτου Τμήματος, (άρθρα 195 έως 200), είτε του Δεύτερου Τμήματος, (άρθρα 201 έως 206), του Κεφαλαίου αυτού, είτε και των δύο αυτών Τμημάτων, ανάλογα με το είδος των ασφαλιστικών εργασιών, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση.
217. (1) Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου των αντασφαλιστικών εργασιών της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός και εκτός της Δημοκρατίας, σε αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, που ασκεί αντασφαλιστικές εργασίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εφόσον:
(α) τηρηθούν οι διατάξεις του Δεύτερου Τμήματος, (άρθρα 201 έως 206 του κεφαλαίου αυτού). και
(β) προσκομισθεί στον Έφορο γραπτή συναίνεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, του κράτους όπου ο εκδοχέας έχει την έδρα του, αναφορικά με τη σκοπούμενη μεταβίβαση.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στην περίπτωση που εκχωρητής είναι αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, που κατέχει άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ο εκδοχέας είναι επίσης αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ανεξάρτητα εάν αυτή κατέχει άδεια ασκήσεως αντασφαλιστικών εργασιών δυνάμει του παρόντος Νόμου.
218. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας που ασκεί αντασφαλιστικές εργασίες στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, του συνόλου ή μέρους των αντασφαλιστικών εργασιών της, που καλύπτουν ασφαλιστικούς κινδύνους ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις εντός της Δημοκρατίας, σε κυπριακή αντασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον τηρηθούν οι διατάξεις του Δεύτερου Τμήματος (άρθρα 201 έως 206), του Κεφαλαίου αυτού.
219. Επιτρέπεται η μεταβίβαση από κυπριακή ασφαλιστική επιχείρηση ή από ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας με υποκατάστημα στη Δημοκρατία, οι οποίες παρέχουν ασφαλιστικές εργασίες εκτός της Δημοκρατίας και της Ένωσης, του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου τους σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εφόσον-
(α) ενημερωθεί σχετικά ο Έφορος.
(β) τηρηθούν οι διαδικασίες του άρθρου 202 του παρόντος Νόμου αναφορικά με τη γνωστοποίηση προς τους δικαιούχους∙
(γ) το είδος και επίπεδα εποπτείας στην εν λόγω τρίτη χώρα κρίνονται από την EIOPA ως ισοδύναμα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 215∙ και
(δ) υπάρχει συναίνεση προς τη σκοπούμενη μεταβίβαση της αρμόδιας εποπτικής αρχής της τρίτης χώρας, όπου ο εκδοχέας έχει την έδρα του.