394ΙΗ.-(1) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση και διαμεσολαβητής διαθέτει εσωτερικές διαδικασίες οι οποίες επιτρέπουν στους πελάτες και σε άλλους ενδιαφερομένους, και ειδικότερα στις ενώσεις καταναλωτών, να υποβάλλουν αιτιάσεις κατά των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων και των διανομέων αντασφαλιστικών προϊόντων, οι οποίες εξετάζονται μέσα από δίκαιες και διαφανείς διαδικασίες, και, σε κάθε περίπτωση, παρέχονται σε σχέση με αυτές απαντήσεις στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οργάνωση.
(2) Σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1), ο Έφορος επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 399 και 400.
394ΙΘ. Οποιεσδήποτε διαφορές μεταξύ πελατών και διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων όσον αφορά τα εκ του παρόντος Νόμου δικαιώματα και υποχρεώσεις δύναται να επιλύονται εξωδικαστικά δυνάμει των διατάξεων του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου και ο Φορέας Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης συνεργάζεται με τους φορείς άλλων κρατών μελών, οι οποίοι προβλέπονται στο Άρθρο 15, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους και της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.
394Κ. Πρόσωπο το οποίο ασκεί εργασίες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους ενημερώνει τον Έφορο για κάθε μεταβολή που επέρχεται στις πληροφορίες και στα στοιχεία που περιέχονται στα έγγραφα που κατατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και με τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς, το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την επελθούσα μεταβολή:
394ΚΑ.-(1) Οι εταιρείες ασφαλειομεσιτών εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη του οικονομικού τους έτους υποβάλλουν στον Έφορο ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις, οι οποίες καταρτίζονται δυνάμει των διατάξεων του περί Ελεγκτών Νόμου.
(2) Οι εταιρείες ασφαλειομεσιτών ή τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εργασίες ασφαλειομεσιτών υποβάλλουν στον Έφορο εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους, με έναρξη την 1η Ιανουαρίου του αμέσως επόμενου έτους από την εγγραφή τους, κατάσταση, κατά τον καθορισμένο τύπο, σχετικά με τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα και την κατανομή των εργασιών τους στις διάφορες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με τις οποίες συνεργάστηκαν κατά το λήξαν έτος.
394ΚΒ.-(1)(α) Ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές ευθύνονται ως θεματοφύλακες για κάθε ασφάλιστρο ή άλλο ποσό που εισπράττουν κατά την άσκηση των εργασιών τους, το οποίο αποδίδουν στον δικαιούχο εντός του καθορισμένου προς τούτο χρόνου.
(β) Ζητήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, των αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητών που δικαιούνται να εισπράττουν χρήματα για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων δύναται να ρυθμίζονται με Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.
(2) Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, οι αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές οι οποίοι εισπράττουν ασφάλιστρα, προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τηρούν αυστηρά διαχωρισμένο τραπεζικό λογαριασμό πελατών, και σε περίπτωση που τηρούνται στον ίδιο λογαριασμό ασφάλιστρα περισσότερων ασφαλισμένων, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, οι αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές προσδιορίζουν επακριβώς στα βιβλία τους για λογαριασμό ποιου ασφαλισμένου κατέχουν κάθε ποσό:
(3) Σε περίπτωση που ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές εισπράττουν ασφάλιστρα από τους ασφαλισμένους, προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα ασφάλιστρα λογίζονται έναντι του ασφαλισμένου ότι έχουν καταβληθεί στην ασφαλιστική επιχείρηση με την είσπραξή τους από τον διαμεσολαβητή, και σε περίπτωση που διαμεσολαβητές εισπράττουν χρήματα από ασφαλιστικές επιχειρήσεις προκειμένου να τα αποδώσουν σε ασφαλισμένους, τα χρήματα δεν λογίζονται ως καταβληθέντα στον ασφαλισμένο, παρά μόνο αφού ο ασφαλισμένος τα εισπράξει πραγματικά.
394ΚΓ. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές που εν γνώσει τους χρησιμοποιούν για την άσκηση εργασιών διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 383, είναι ένοχοι αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης τους υπόκεινται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
394ΚΔ. Ασφαλιστικός πράκτορας ο οποίος συνεχίζει να συνάπτει ασφαλιστικές συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης, παρά τον τερματισμό της σύμβασης πρακτόρευσης με την επιχείρηση αυτή, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
394ΚΕ. Πρόσωπο το οποίο ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων χωρίς να είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο Μητρώο ή μετά τη διαγραφή του από το οικείο Μητρώο και πρόσωπο το οποίο επαγγέλλεται ή εμφανίζει ή διαφημίζει τον εαυτό του ψευδώς ως εγγεγραμμένο σε οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 383 Μητρώα, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές:
394ΚΣΤ. Πρόσωπο το οποίο επιτυγχάνει εγγραφή του σε οποιοδήποτε από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 383 Μητρώα με ψευδείς δηλώσεις ή οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ (€200.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
394ΚΖ. Ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις επιχειρηματικής δεοντολογίας που προβλέπονται στο Έκτο και Έβδομο Κεφάλαιο του παρόντος Μέρους σε σχέση με τη διανομή επενδυτικών προϊόντων βασιζομένων σε ασφάλιση, είναι ένοχοι αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης τους υπόκεινται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
394ΚΗ. Διανομείς ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών προϊόντων που δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις επιχειρηματικής δεοντολογίας που προβλέπονται στο Έκτο Κεφάλαιο του παρόντος Μέρους σε σχέση με ασφαλιστικά προϊόντα άλλα από εκείνα που καθορίζονται στο άρθρο 394ΚΖ, είναι ένοχοι αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης τους υπόκεινται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
394ΚΘ.-(1) Διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομέας αντασφαλιστικών προϊόντων εγγεγραμμένος σε ένα από τα Μητρώα που προβλέπονται στο άρθρο 383 ο οποίος, κατά την άσκηση των εργασιών του, προβαίνει εν γνώσει του σε δήλωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς ουσιώδες στοιχείο της ή εν γνώσει του αποκρύπτει οτιδήποτε ουσιώδες με σκοπό να πείσει ή παρακινήσει πρόσωπο στη σύναψη ή στην υποβολή πρότασης προς σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή και στις δύο αυτές ποινές:
(2) Σε περίπτωση σύναψης ασφαλιστικής σύμβασης, υπό τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) περιστάσεις, ο ασφαλισμένος έχει το δικαίωμα-
(α) Να ζητήσει ακύρωση της σύμβασης και επανόρθωση της ζημιάς την οποία υπέστη, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου. ή
(β) να εμμείνει στην εκπλήρωση της σύμβασης και να απαιτήσει αναπροσαρμογή των όρων της σύμβασης που επηρεάστηκαν από τη δήλωση ή την απόκρυψη, που στοιχειοθετεί το κατά το εδάφιο (1) τελούμενο ποινικό αδίκημα.
394Λ.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, ο Έφορος έχει τις αρμοδιότητες, τις εξουσίες και τα καθήκοντα που προβλέπονται στα άρθρα 395, 396, 397 και 398, τα οποία εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών.
(2) Ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ευθύνη και την επιβολή οποιασδήποτε ποινικής κύρωσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται να επιβάλλει σε οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Μέρους ή τις πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών ή των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ή των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, που κατά το παρόν Μέρος έχουν άμεση ισχύ στη Δημοκρατία, οποιαδήποτε από τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:
(α) Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε σχέση με την επιβολή διοικητικού προστίμου από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Μέρους, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000), σε περίπτωση φυσικού προσώπου, και τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000), σε περίπτωση νομικού προσώπου∙
(β) ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), σε περίπτωση παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 394ΚΖ από νομικό πρόσωπο, διοικητικό πρόστιμο-
(i) που δεν υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000) ή μέχρι και το πέντε τοις εκατό (5%) του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο αυτού, σε περίπτωση δε που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους λογαριασμούς σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ελεγκτών Νόμου ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ισούται με τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών σύμφωνα με τους τελευταίους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο της ανώτατης μητρικής επιχείρησης. Ή
(ii) μέχρι το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου αυτά δύναται να προσδιοριστούν·
(γ) ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), σε περίπτωση παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 394ΚΖ από φυσικό πρόσωπο, διοικητικό πρόστιμο-
(i) που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ (€700.000)· ή
(ii) μέχρι το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου αυτά δύναται να προσδιοριστούν.
(δ) σε περίπτωση παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 394ΚΖ, ο Έφορος δύναται επίσης να προβαίνει σε δημόσια ανακοίνωση στην οποία αναφέρει το υπαίτιο -φυσικό ή νομικό- πρόσωπο και τη φύση της παράβασης∙
(ε) σε περίπτωση παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 394ΚΖ, ο Έφορος δύναται επίσης να προβαίνει σε προσωρινή απαγόρευση άσκησης καθηκόντων διοίκησης σε ασφαλιστικούς ή αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έναντι κάθε μέλους του διοικητικού συμβουλίου, των διευθυνόντων τους ή/και οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο φέρει ευθύνη για την παράβαση∙
(στ) διαταγή προς το ευθυνόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της επίμαχης συμπεριφοράς και αποφυγή επανάληψής της στο μέλλον.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 399 και των άρθρων 400 και 401 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, αναφορικά με την επιβολή διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(4) Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων μέτρων και του ύψους του διοικητικού προστίμου που επιβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ο Έφορος λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες στις οποίες περιλαμβάνονται, ανάλογα με την περίπτωση -
(α) Η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·
(β) ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·
(γ) η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει είτε από το ετήσιο εισόδημα του υπεύθυνου φυσικού προσώπου είτε από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου·
(δ) η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·
(ε) οι ζημιές πελατών και τρίτων προσώπων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·
(στ) ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με τον Έφορο·
(ζ) τα μέτρα που έλαβε το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για να αποτραπεί η επανάληψη της παράβασης·
(η) οποιεσδήποτε προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.
(5) Οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δύναται να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(6) Ο Έφορος δημοσιοποιεί το γεγονός της καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Μέρους, καθώς και την επιβολή οποιωνδήποτε διοικητικών κυρώσεων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους κατά των οποίων δεν έχει καταχωριστεί εμπρόθεσμα προσφυγή κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (5), χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, περιλαμβάνοντας πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των προσώπων που ευθύνονται για αυτήν:
(7) Σε περίπτωση που ο Έφορος προβεί σε δημόσια ανακοίνωση ή δημοσίευση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, δημοσιεύει και κάθε επακόλουθη διαφοροποίηση των γεγονότων που δημοσιοποιήθηκαν με την πρώτη δημόσια ανακοίνωση ή δημοσίευση, όπως την τυχόν ανάκληση της σχετικής κύρωσης από τον Έφορο, την τυχόν προσβολή της με προσφυγή ή έφεση ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου και την έκβαση τέτοιας προσφυγής ή έφεσης, περιλαμβανομένης της ακύρωσης της κύρωσης από το αρμόδιο Δικαστήριο.
(8) Ο Έφορος ενημερώνει την ΕIOPA σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιευθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6), συμπεριλαμβανομένων τυχόν προσφυγών και της έκβασής τους, και παρέχει κάθε έτος στην ΕIOPA συγκεντρωτικές πληροφορίες για τις διοικητικές κυρώσεις ή για άλλα μέτρα που έχει επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους.
394ΛΑ.-(1) Ο Έφορος συνεργάζεται με την Αστυνομία και τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και παρέχει όλες τις πληροφορίες που κατέχει αναφορικά με πιθανές παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Μέρους που συνιστούν ποινικό αδίκημα, ώστε να ασκήσουν τις αρμοδιότητες και εξουσίες τους για διερεύνηση, ανάκριση και ποινική δίωξη οποιουδήποτε προσώπου.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), ο Έφορος-
(α) Συνεργάζεται και συντονίζει τη δράση του με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, ιδίως σε ό,τι αφορά διασυνοριακές υποθέσεις, παρέχοντας μεταξύ άλλων οποιεσδήποτε πληροφορίες αυτός κατέχει αναφορικά με παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι κυρώσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα για την αποτελεσματική εφαρμογή της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97∙ και
(β) παρέχει στην ΕΙΟΡΑ τις προαναφερόμενες πληροφορίες.
394ΛΒ.-(1) Ο Έφορος, μέσω της ιστοσελίδας της Υπηρεσίας, διευκολύνει και ενθαρρύνει την υποβολή σε αυτόν γραπτών και επώνυμων αναφορών για πιθανές ή πραγματικές παραβάσεις διατάξεων του παρόντος Μέρους οι οποίες εναρμονίζονται με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/97, νοουμένου ότι οι αναφορές είναι επαρκώς αιτιολογημένες και τεκμηριωμένες:
(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1), ο Έφορος-
(α) Καθορίζει με Οδηγία του τις διαδικασίες που ακολουθούνται για την παραλαβή γραπτών και επώνυμων αναφορών για παραβάσεις που διαπράττονται από διανομείς ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων και την επακόλουθη συνέχεια∙
(β) παρέχει κατάλληλη προστασία, σε συνεργασία με άλλους αρμόδιους φορείς, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης, στους υπαλλήλους των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων ή των διανομέων αντασφαλιστικών προϊόντων και, όπου είναι δυνατόν, σε άλλα πρόσωπα, που υποβάλλουν αναφορές σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1)· και
(γ) παρέχει προστασία της ταυτότητας του προσώπου που υποβάλλει γραπτές αναφορές για παραβάσεις και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε την παράβαση, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, εκτός εάν η αποκάλυψη της ταυτότητάς του απαιτείται στο πλαίσιο περαιτέρω ερευνών ή μεταγενέστερης διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας.
394ΛΓ.-(1) Ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές οι οποίοι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019 ήταν εγγεγραμμένοι σε οποιοδήποτε μητρώο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VIII ως αυτό ίσχυε δυνάμει των περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2016 έως 2018, διατηρούν την εγγραφή τους στο εν λόγω μητρώο και δεν υποχρεούνται να εγγραφούν εκ νέου.
(2) Ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές οι οποίοι κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019 ήταν εγγεγραμμένοι σε οποιοδήποτε μητρώο σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2016 έως 2018 και οι οποίοι κατά την ημερομηνία αυτή ασκούσαν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων, μέχρι την 23η Φεβρουαρίου 2019 συμμορφώνονται με τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 361 και προσκομίζουν στον Έφορο πιστοποιητικά που να αποδεικνύουν τη συμμόρφωσή τους, προκειμένου να διατηρήσουν την εγγραφή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 392, εγγραφή διαμεσολαβητή η οποία ανανεώνεται κατά ή μετά την έναρξη της ισχύος του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019 και πριν από την 23η Φεβρουαρίου 2019 δύναται να έχει ισχύ μικρότερη των τριών (3) χρόνων, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση του διαμεσολαβητή με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(4) Οδηγίες, αποφάσεις ή άλλες διοικητικές πράξεις του Εφόρου που εκδόθηκαν, πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019, δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIII ως αυτό ίσχυε δυνάμει των περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2016 έως 2018, και βρίσκονται σε ισχύ κατά την ημερομηνία αυτή εξακολουθούν να ισχύουν στην έκταση που δεν προσκρούουν στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου ανακληθούν, αντικατασταθούν ή υπερκεραστούν από αυξημένης ισχύος διατάξεις.