ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από διαμεσολαβητές εγκατεστημένους στη Δημοκρατία

373.-(1) Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής ο οποίος προτίθεται να ασκήσει τις δραστηριότητές του για πρώτη φορά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, γνωστοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες στον Έφορο:

(α) Το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και, ανάλογα με την περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του∙

(β) το κράτος μέλος ή τα κράτη μέλη στα οποία προτίθεται να ασκήσει  δραστηριότητες∙

(γ) την κατηγορία στην οποία εμπίπτει και, κατά περίπτωση, την επωνυμία κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης ή αντασφαλιστικής επιχείρησης την οποία εκπροσωπεί·

(δ) τους σχετικούς ασφαλιστικούς κλάδους στους οποίους προτίθεται να δραστηριοποιηθεί, εφόσον απαιτείται.

(2) Ο Έφορος γνωστοποιεί τις πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (1), εντός ενός μηνός από την παραλαβή τους, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει εγγράφως τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή ότι οι πληροφορίες έχουν παραληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ότι δύναται να αρχίσει τις δραστηριότητές του στο κράτος μέλος υποδοχής.

(3) Ανάλογα με την περίπτωση, ο Έφορος ενημερώνει ταυτόχρονα τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή ότι οι πληροφορίες, αναφορικά με τις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής  που προβλέπονται στο Άρθρο 11, παράγραφος 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 είναι διαθέσιμες με τα μέσα που προβλέπονται στο Άρθρο 11, παράγραφοι 3 και 4 της εν λόγω Οδηγίας και, ότι ο διαμεσολαβητής οφείλει να συμμορφωθεί με τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να αρχίσει τις δραστηριότητές του στο κράτος μέλος υποδοχής.

(4) Σε περίπτωση αλλαγής σε οποιοδήποτε από τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου  (1), ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή  ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής κοινοποιεί την αλλαγή στον Έφορο τουλάχιστον έναν μήνα πριν επιφέρει την αλλαγή και ο Έφορος ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, μόλις αυτό είναι εφικτό και όχι αργότερα από έναν μήνα από την ημερομηνία που λαμβάνει την κοινοποίηση από τον διαμεσολαβητή.

(5) Ο Έφορος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται  στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος, από το Άρθρο 3, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.

Παράβαση υποχρεώσεων κατά την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από διαμεσολαβητές εγκατεστημένους στη Δημοκρατία

374.-(1) Ο Έφορος, σε περίπτωση που ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ότι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος του εν λόγω κράτους υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει  των διατάξεων του παρόντος Μέρους, αξιολογεί  τις πληροφορίες που έλαβε από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, λαμβάνει, το συντομότερο δυνατόν και ανάλογα με την περίπτωση, τα ενδεδειγμένα μέτρα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για να διορθώσει την κατάσταση και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για κάθε μέτρο που έλαβε.

(2) Ο Έφορος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1)  δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 5, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.

Άσκηση ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από διαμεσολαβητή άλλων κρατών μελών στη Δημοκρατία

375.-(1) Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, αντασφαλιστικός διαμεσο-λαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος και ασκεί δραστηριότητα ασφαλιστικής διαμεσολάβησης σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής αυτού, η οποία εναρμονίζεται με την Οδηγία (ΕΕ) 2016/97, δύναται να αναλάβει και να ασκήσει για πρώτη φορά τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία, εφόσον ο Έφορος ενημερωθεί προηγουμένως από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για την πρόθεση του αιτουμένου και o Έφορος επιβεβαιώνει χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής την παραλαβή των σχετικών πληροφοριών.

(2) Ο Έφορος, αποκλειστικά για λόγους πληροφόρησης των ενδιαφερομένων να συνάψουν ασφάλιση, δύναται να καταχωρίζει ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία  σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), σε ειδικό αρχείο που τηρεί αναφορικά με ασκούντες δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων υπό καθεστώς ελεύθερης  παροχής υπηρεσιών.

Παράβαση υποχρεώσεων κατά την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από διαμεσολαβητή άλλου κράτους μέλους

376.-(1) Σε περίπτωση που ο Έφορος έχει λόγους να θεωρεί ότι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες στη Δημο-κρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97, γνωστοποιεί τις διαπιστώσεις αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και την καλεί να τον ενημερώσει αναφορικά με τα μέτρα που πρόκειται να λάβει.

(2) Σε περίπτωση που, παρά τα ληφθέντα από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μέτρα ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδείχτηκαν ανεπαρκή ή δεν έχουν ληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής  εξακολουθεί να ενεργεί κατά τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των καταναλωτών στη Δημοκρατία, σε μεγάλη κλίμακα, ή για την εύρυθμη λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών αγορών, ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για την πρόληψη νέων παρατυπιών και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να παρεμποδίσει το πρόσωπο να συνεχίσει να ασκεί νέες δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία. 

(3) Ο Έφορος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου  5, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.

(4) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) έως (3) δεν θίγουν την εξουσία του Εφόρου να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή παρατυπιών ή την επιβολή κυρώσεων για παρατυπίες που διαπράττονται στη Δημοκρατία, σε περίπτωση  που είναι απαραίτητη η λήψη άμεσων μέτρων, προκειμένου να προστατευτούν τα δικαιώματα των καταναλωτών, περιλαμβανομένης της εξουσίας παρεμπόδισης ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή από την άσκηση νέας δραστηριότητας στη Δημοκρατία.

(5) Ο Έφορος γνωστοποιεί εγγράφως με αιτιολογημένη απόφασή του στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή κάθε μέτρο που λαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και το οποίο κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αυτού, στην EIOPA και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Άσκηση ελευθερίας εγκατάστασης από διαμεσολαβητές εγκατεστημένους στη Δημοκρατία

377.-(1) Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος προτίθεται να κάνει χρήση της ελευθερίας εγκατάστασης με την ίδρυση υποκαταστήματος ή έχοντας μόνιμη παρουσία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους γνωστοποιεί τούτο στον Έφορο και διαβιβάζει σε αυτόν τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και, ανάλογα με την περίπτωση, τον αριθμό μητρώου του·

(β) το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα ή να έχει μόνιμη παρουσία·

(γ) την κατηγορία του και, ανάλογα με την περίπτωση, την επωνυμία κάθε ασφαλιστικής επιχείρησης ή αντασφαλιστικής επιχείρησης την οποία εκπροσωπεί·

(δ) τους σχετικούς ασφαλιστικούς κλάδους, εφόσον απαιτείται·

(ε) τη διεύθυνση στο κράτος μέλος υποδοχής  από την οποία μπορούν να ζητηθούν έγγραφα·

(στ) το όνομα κάθε αρμοδίου για τη διοίκηση του υποκαταστήματος ή της μόνιμης παρουσίας του:

Νοείται ότι, κάθε μόνιμη παρουσία ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους που ισοδυναμεί με υποκατάστημα εξομοιώνεται με υποκατάστημα, εκτός εάν ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής νομίμως έχει μόνιμη παρουσία με άλλη νομική μορφή.

(2) Εκτός εάν ο Έφορος έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της οργανωτικής διάρθρωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή του δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων διανομής που προτίθεται να ασκήσει, γνωστοποιεί τις πληροφορίες που προβλέπονται  στο εδάφιο (1) στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, εντός ενός μηνός από την παραλαβή τους, και ενημερώνει εγγράφως τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή για τη λήψη των πληροφοριών από την  αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

(3) Ο Έφορος γνωστοποιεί στον  ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που γνωστοποιούνται σε αυτόν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής σύμφωνα με τις διατάξεις  του  Άρθρου 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και τον ενημερώνει ότι δύναται να αρχίσει τη δραστηριότητά του στο κράτος μέλος υποδοχής, υπό τον όρο ότι συμμορφώνεται προς τις νομοθετικές διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής που του έχουν γνωστοποιηθεί.

(4) Σε περίπτωση που ο Έφορος δεν γνωστοποιήσει τις  νομοθετικές διατάξεις που προβλέπονται στο εδάφιο (3) στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή εντός ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής από το κράτος μέλος υποδοχής των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (1), ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής δύναται να εγκαταστήσει το υποκατάστημα και να αρχίσει να ασκεί τη δραστηριότητά του.

(5) Σε περίπτωση που ο Έφορος  αρνείται να κοινοποιήσει τις πληροφορίες που προβλέπονται  στο εδάφιο (1) στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησης στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή εντός ενός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (1).

(6) Σε περίπτωση αλλαγής σε οποιοδήποτε από τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου  (1), ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής κοινοποιεί την αλλαγή στον Έφορο τουλάχιστον έναν μήνα πριν επιφέρει την αλλαγή και ο Έφορος ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, μόλις είναι εφικτό και όχι αργότερα από έναν μήνα από την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών.

(7) Ο  Έφορος  παρέχει αμελλητί στην EIOPA τις σχετικές πληροφορίες αναφορικά με τους  ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, τους αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές ή τους δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητές που προτίθενται να ασκήσουν διασυνοριακές δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(8)(α) Παράλειψη του Εφόρου να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο εδάφιο (1) στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) ή άρνηση του Εφόρου να γνωστοποιήσει τις εν λόγω πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5) δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 347:

Νοείται ότι, η απόφαση του Εφόρου δύναται να προσβληθεί απευθείας με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος:

Νοείται περαιτέρω ότι, εκκρεμούσης της απόφασης του Γενικού Διευθυντή, ουδεμία προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος μπορεί να ασκηθεί εναντίον απόφασης του Εφόρου.

(β) Απορριπτική απόφαση του Γενικού Διευθυντή επί προσφυγής που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) δύναται να προσβληθεί με προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Παράβαση υποχρεώσεων κατά την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης από διαμεσολαβητές εγκατεστημένους στη Δημοκρατία

378.-(1) Σε περίπτωση που ο Έφορος ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ότι ασφαλιστικός ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, για τον οποίο η Δημοκρατία συνιστά κράτος μέλος καταγωγής και ο οποίος ασκεί δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής μέσω ελευθερίας εγκατάστασης, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και του παρόντος Νόμου και, εάν η εν λόγω αρμόδια αρχή δεν υπέχει ευθύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 7, παράγραφος 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97, ο Έφορος, αφού αξιολογήσει τις πληροφορίες που έλαβε, λαμβάνει, όπου αυτό εφαρμόζεται, το  συντομότερο δυνατόν, τα ενδεδειγμένα μέτρα για να διορθώσει την κατάσταση και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για κάθε μέτρο που έλαβε.

(2) Ο Έφορος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου  8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.

Άσκηση ελευθερίας εγκατάστασης στη Δημοκρατία από διαμεσολαβητές άλλου κράτους μέλους

379.-(1) Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής που έχει κράτος μέλος καταγωγής άλλο από τη Δημοκρατία δύναται να αναλάβει και να ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων  και διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία μέσω ελευθερίας εγκατάστασης, με την ίδρυση υποκαταστήματος ή έχοντας μόνιμη παρουσία στη Δημοκρατία, εφόσον ο Έφορος ενημερωθεί προηγουμένως συναφώς από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου  6, παράγραφος 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και εφόσον παρέλθει ένας μήνας από τη σχετική ενημέρωση, ο δε Έφορος επιβεβαιώνει χωρίς καθυστέρηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής την παραλαβή των σχετικών πληροφοριών:

Νοείται ότι, κάθε μόνιμη παρουσία  ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή στη Δημοκρατία που ισοδυναμεί με υποκατάστημα εξομοιώνεται με υποκατάστημα, εκτός εάν αυτός νομίμως έχει μόνιμη παρουσία με άλλη νομική μορφή.

(2) Εντός ενός μηνός από την παραλαβή των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (1), ο Έφορος γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τις νομοθετικές διατάξεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 363, κατά τους προβλεπόμενους στο Άρθρο 11, παράγραφος 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και στο εδάφιο (2) του άρθρου 363 τρόπους.

(3) Ο Έφορος, αποκλειστικά για λόγους πληροφόρησης των ενδιαφερομένων να συνάψουν ασφάλιση, καταχωρίζει ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων στη Δημοκρατία  σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), σε ειδικό αρχείο που τηρεί αναφορικά με ασκούντες δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων υπό καθεστώς ελεύθερης  εγκατάστασης:

Νοείται ότι, το ειδικό αρχείο δύναται να τηρείται μαζί με το αρχείο που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 375.

Παράβαση υποχρεώσεων κατά την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης από διαμεσολαβητές άλλου κράτους μέλους

380.-(1) Ο Έφορος δύναται να λαμβάνει  τα ενδεδειγμένα μέτρα σε περίπτωση που διαπιστώνει ότι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 394Γ έως 394ΙΖ.

(2) Σε περίπτωση που ο Έφορος έχει λόγους να θεωρεί ότι ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες υπό καθεστώς ελεύθερης εγκατάστασης στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και του παρόντος Μέρους και, εφόσον ο Έφορος δεν υπέχει ευθύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου  (3) του άρθρου 381, γνωστοποιεί τις διαπιστώσεις αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

(3) Σε περίπτωση που, παρά τα ληφθέντα από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής μέτρα ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδείχθηκαν ανεπαρκή ή δεν έχουν ληφθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητής εξακολουθεί να ενεργεί κατά τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των καταναλωτών στη Δημοκρατία, σε μεγάλη κλίμακα, ή  για την εύρυθμη λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών αγορών, ο Έφορος δύναται, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για την πρόληψη νέων παρατυπιών και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, να παρεμποδίσει το  πρόσωπο να συνεχίσει να ασκεί νέες δραστηριότητες στη Δημοκρατία.

(4) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου  8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.

(5) Οι διατάξεις των εδαφίων (2) έως (4)  δεν θίγουν την εξουσία του Εφόρου να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, που δεν εισάγουν διακρίσεις, για την αποτροπή παρατυπιών ή την επιβολή κυρώσεων για παρατυπίες που διαπράττονται στη Δημοκρατία, σε περίπτωση που είναι απολύτως απαραίτητη η λήψη άμεσων μέτρων, προκειμένου να προστατευτούν τα δικαιώματα των καταναλωτών και εφόσον τα ισοδύναμα μέτρα του κράτους μέλους καταγωγής είναι ανεπαρκή ή ανύπαρκτα, περιλαμβανομένης της εξουσίας παρεμπόδισης άσκησης νέας δραστηριότητας στη Δημοκρατία από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή.

(6) Ο Έφορος γνωστοποιεί εγγράφως με αιτιολογημένη απόφασή του στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, στον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή κάθε μέτρο που λαμβάνει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το οποίο κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, στην EIOPA και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής

381.-(1) Σε περίπτωση που ο κύριος τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, του οποίου το κράτος μέλος καταγωγής είναι η Δημοκρατία, βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, ο Έφορος δύναται να συμφωνήσει με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής όπως αυτή ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής όσον αφορά τις διατάξεις των κεφαλαίων IV, V, VI και VII της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και, σε τέτοια περίπτωση, ενημερώνει σχετικά και χωρίς καθυστέρηση τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, τον αντασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή τον δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή και την EIOPA.

(2) Σε περίπτωση που ο κύριος τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή δευτερεύουσας δραστηριότητας διαμεσολαβητή, του οποίου το κράτος μέλος καταγωγής είναι άλλο από τη Δημοκρατία, βρίσκεται στη Δημοκρατία, ο Έφορος δύναται να συμφωνήσει με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής όπως ο ίδιος ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής όσον αφορά τις διατάξεις  των κεφαλαίων IV, V, VI και VII της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.

(3) Ο Έφορος, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής-

(α) Διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται από την εγκατάσταση στη Δημοκρατία πληρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια V και VI της Οδηγίας  (ΕΕ) 2016/97 και στα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει αυτών∙

(β) δύναται να εξετάζει τις ρυθμίσεις εγκατάστασης και να ζητεί τις απαραίτητες αλλαγές, ώστε να μπορεί να επιβάλλει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια V και VI της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97 και τα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει αυτών,  όσον αφορά τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες που προβλέπονται από την εγκατάσταση στη Δημοκρατία.

Εξουσίες του Εφόρου σε σχέση με εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται προς το γενικό συμφέρον

382.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους δεν θίγουν την εξουσία του Εφόρου να λαμβάνει, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, κατάλληλα μέτρα τα οποία προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις, για την επιβολή κυρώσεων για παρατυπίες που διαπράττονται στη Δημοκρατία, οι οποίες είναι αντίθετες με τις νομοθετικές διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 363, από διαμεσολαβητές άλλων κρατών μελών που ασκούν δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων ή διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ελευθερίας εγκατάστασης,  περιλαμβανομένης της απαγόρευσης άσκησης νέων δραστηριοτήτων από τέτοιους διαμεσολαβητές στη Δημοκρατία.

(2) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (1), οι διατάξεις του παρόντος Μέρους δεν θίγουν την εξουσία του Εφόρου να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να παρεμποδίζει διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος να ασκεί δραστηριότητα στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή, όπου εφαρμόζεται, ελευθερίας εγκατάστασης, σε περίπτωση που-

(α) Η σχετική δραστηριότητα κατευθύνεται εξ ολοκλήρου ή κυρίως στη Δημοκρατία, με μοναδικό σκοπό την αποφυγή της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου που θα ίσχυαν, εάν ο εν λόγω διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων είχε την κατοικία του ή την έδρα του στη Δημοκρατία∙ και

(β) η δραστηριότητά του θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τη σωστή λειτουργία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών αγορών στη Δημοκρατία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών.

(3) Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2), ο Έφορος, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, δύναται να λάβει σε σχέση με τον εν λόγω διανομέα ασφαλιστικών προϊόντων όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου για την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών στη Δημοκρατία.

(4) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) ή (3) δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 9, παράγραφος 2, τρίτη πρόταση της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/97.