ΤΜΗΜΑ 3 - ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1 ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Ίδια κεφάλαια

93. Τα ίδια κεφάλαια αντιστοιχούν στο άθροισμα των βασικών ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 94 και των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 95 του παρόντος Νόμου.

Βασικά ίδια κεφάλαια

94. (1) Τα βασικά ίδια κεφάλαια απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) Τη θετική διαφορά μεταξύ του ενεργητικού και του παθητικού, που αποτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 77 και το Τμήμα 2 του παρόντος Κεφαλαίου·

(β) τις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης.

(2) Το ποσό διαφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχονται από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

Συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια

95. (1) Τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια αποτελούνται από στοιχεία άλλα πλην των βασικών ιδίων κεφαλαίων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούνται για την απορρόφηση ζημιών και μπορούν να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία, στο βαθμό που αυτά δεν αποτελούν στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων:

(α) το μη καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ή αρχικό κεφάλαιο το οποίο δεν έχει καταστεί απαιτητό·

(β) τις πιστωτικές επιστολές και τις εγγυήσεις·

(γ) άλλες νομικές δεσμεύσεις που έχουν ληφθεί από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(2) Στην περίπτωση αλληλασφαλιστικών ενώσεων ή ενώσεων του τύπου αυτού με μεταβλητές συνεισφορές, τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν επίσης μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες η ένωση αυτή μπορεί να έχει έναντι των μελών της μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματική συνεισφορά, εντός των επόμενων δώδεκα μηνών.

(3) Σε περίπτωση που κάποιο στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων έχει καταβληθεί ή έχει καταστεί απαιτητό, θεωρείται ως στοιχείο του ενεργητικού και παύει να αποτελεί μέρος των στοιχείων των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων.

Έγκριση των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων από τον Έφορο

96. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις υποβάλλουν τα ποσά των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των ιδίων κεφαλαίων προς προηγούμενη έγκριση από τον Έφορο.

(2) Το ποσό που αποδίδεται σε κάθε στοιχείο συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων αντικατοπτρίζει την απορροφητικότητα ζημίας του στοιχείου και βασίζεται σε συνετές και ρεαλιστικές παραδοχές και αναφορικά με τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια με σταθερή ονομαστική αξία, το ύψος του συγκεκριμένου στοιχείου πρέπει να ισούται προς την ονομαστική του αξία, η οποία αντικατοπτρίζει σωστά την απορροφητικότητα ζημίας του.

(3) Ο Έφορος, εγκρίνει οποιοδήποτε από τα πιο κάτω:

(α) ένα χρηματικό ποσό για κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων·

(β) μία μέθοδο για τον προσδιορισμό του ποσού κάθε στοιχείου των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, περίπτωση κατά την οποία η έγκριση από τον Έφορο του ποσού που καθορίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή χορηγείται για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

(4) Για κάθε στοιχείο των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, ο Έφορος βασίζει την έγκρισή του στην εκτίμηση των πιο κάτω παραγόντων:

(α) της κατάστασης των σχετικών αντισυμβαλλομένων, σε σχέση με την ικανότητα και τη βούλησή τους να πληρώσουν·

(β) την ανακτησιμότητα των κεφαλαίων, λαμβανομένης υπόψη της νομικής μορφής του στοιχείου, καθώς και οποιεσδήποτε συνθήκες οι οποίες ενδέχεται να εμποδίσουν την επιτυχή καταβολή ή πρόσκληση καταβολής του στοιχείου αυτού των κεφαλαίων·

(γ) οποιεσδήποτε πληροφορίες για την έκβαση προηγούμενων προσκλήσεων καταβολής τις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν για τέτοιους είδους συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια, εφόσον οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν αξιόπιστα για την αξιολόγηση της αναμενόμενης χρήσης μελλοντικών προσκλήσεων.

Πλεονάζοντα κεφάλαια

97. (1) Ως πλεονάζοντα κεφάλαια νοούνται τα συσσωρευμένα κέρδη που δεν έχουν διατεθεί προς διανομή στους αντισυμβαλλόμενους και τους δικαιούχους.

(2) Τα πλεονάζοντα κεφάλαια δεν θεωρούνται ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις εφόσον πληρούν τα κριτήρια του εδαφίου (1) του άρθρου 100 του παρόντος Νόμου.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

98. (1) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τα κριτήρια με βάση τα οποία εγκρίνονται τα συμπληρωματικά ίδια κεφάλαια σύμφωνα με το άρθρο 96 του παρόντος Νόμου.

(2) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν το χειρισμό των συμμετοχών, κατά την έννοια του εδαφίου (2) του άρθρου 250, σε χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με τον προσδιορισμό των ίδιων κεφαλαίων

(3) Οι συμμετοχές σε χρηματοοικονομικά και πιστωτικά ιδρύματα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

(α) Συμμετοχές τις οποίες κατέχουν ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις:

(i) σε πιστωτικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα κατά την έννοια των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως (Αρ. 4) του 2013 όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

(ii) σε επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια του Ο περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 έως 2014, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙

(β) τις απαιτήσεις μειωμένης εξασφάλισης και τα μέσα που αναφέρονται στον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο του 1997, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, που οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις κατέχουν έναντι των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) το παρόντος εδαφίου στις οποίες κατέχουν συμμετοχή.

(4) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τις διαδικασίες για τη χορήγηση έγκρισης από τον Έφορος για τη χρησιμοποίηση συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2 ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Χαρακτηριστικά και στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες

99. (1) Τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες, η δε ταξινόμηση αυτών των στοιχείων εξαρτάται από το εάν είναι στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων ή συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων και από τον βαθμό στον οποίο διαθέτουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

(α) το στοιχείο είναι διαθέσιμο, ή μπορεί να καταστεί απαιτητό όταν ζητηθεί, για την απορρόφηση ζημιών στη βάση δρώσας οικονομικής μονάδας, καθώς και στην περίπτωση εκκαθάρισης (διαρκής διαθεσιμότητα)·

(β) στην περίπτωση εκκαθάρισης, το συνολικό ποσό του στοιχείου είναι διαθέσιμο για την απορρόφηση ζημιών και το στοιχείο δεν επιστρέφεται στον κάτοχό του μέχρις ότου όλες οι άλλες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων προς τους αντισυμβαλλόμενους ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών συμβάσεων και τους δικαιούχους ασφαλίσματος, έχουν ικανοποιηθεί (εξάρτηση)·

(2) Κατά την αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1), επί του παρόντος και στο μέλλον, πρέπει να αποδίδεται η δέουσα προσοχή στη διάρκεια του στοιχείου, ιδίως στο εάν το στοιχείο είναι χρονολογημένο ή όχι και σε περίπτωση που αυτό είναι χρονολογημένο, εξετάζεται η σχετική διάρκεια του στοιχείου σε σύγκριση με τη διάρκεια των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης της επιχείρησης (επαρκής διάρκεια), εξετάζοντας επιπλέον, τους ακόλουθους παράγοντες:

(α) Αν το στοιχείο είναι ελεύθερο από απαιτήσεις ή κίνητρα εξαγοράς του ονομαστικού ποσού (απουσία κινήτρων εξαγοράς)·

(β) αν το στοιχείο είναι ελεύθερο από υποχρεωτικά πάγια έξοδα (απουσία υποχρεωτικών χρηματοοικονομικών εξόδων)·

(γ) αν το στοιχείο είναι καθαρό από οποιοδήποτε επιβάρυνση (απουσία επιβαρύνσεων).

Κυριότερα κριτήρια για την ταξινόμηση σε κατηγορίες

100. (1) Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην Κατηγορία 1, εάν διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου(1) του άρθρου 102, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 99 του παρόντος Νόμου.

(2) Τα στοιχεία των βασικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην Κατηγορία 2 εάν διαθέτουν ουσιωδώς το χαρακτηριστικό που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 99, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 99 του παρόντος Νόμου.

(3) Τα στοιχεία των συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων ταξινομούνται στην Κατηγορία 2 εάν διαθέτουν ουσιωδώς τα χαρακτηριστικά που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 99, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου 99.

(4) Τα στοιχεία των βασικών και συμπληρωματικών ιδίων κεφαλαίων, τα οποία δεν υπάγονται στις παραγράφους 1 και 2, ταξινομούνται στην Κατηγορία 3.

Ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων σε κατηγορίες

101. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ταξινομούν τα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων τους με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 100 του παρόντος Νόμου και για το σκοπό αυτό, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ανατρέχουν στον κατάλογο των ιδίων κεφαλαίων που θεσπίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 103 του παρόντος Νόμου, όπου αυτό εφαρμόζεται.

(2) Σε περίπτωση που κάποιο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων δεν καλύπτεται από τον κατάλογο του εδαφίου (1), αξιολογείται και ταξινομείται, από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με την έγκριση του Εφόρου, σύμφωνα με το εδάφιο (1).

Ταξινόμηση στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που αφορούν ειδικά τις ασφάλειες

102. (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 101 και του εδαφίου (1) του άρθρου 103, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται οι πιο κάτω ταξινομήσεις:

(α) Τα πλεονάζοντα κεφάλαια που εμπίπτουν στο εδάφιο (2) του άρθρου 97 του παρόντος Νόμου, ταξινομούνται στην Κατηγορία 1·

(β) οι πιστωτικές επιστολές και εγγυήσεις, που τηρούνται σε καταπίστευμα από ανεξάρτητο θεματοφύλακα προς όφελος των ασφαλιστικών πιστωτών και παρέχονται από πιστωτικά ιδρύματα τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον περί Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο του 1997 όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ταξινομούνται στην Κατηγορία 2∙

(γ) Οποιεσδήποτε μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να ασκήσουν αλληλασφαλιστικές ή παρόμοιες ενώσεις πλοιοκτητών με κυμαινόμενες συνεισφορές, οι οποίες ασφαλίζουν αποκλειστικά κινδύνους στους Κλάδους πλοίων, ευθύνης από Θαλάσσια, Λιμναία και Ποτάμια σκάφη και Νομικής Προστασίας (Κλάδοι 6, 12 και 17 του Μέρους Α του Πρώτου Παραρτήματος) έναντι των μελών τους μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματικές συνεισφορές, εντός των επόμενων δώδεκα μηνών ταξινομούνται στην Κατηγορία 2.

(2) Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 100 του παρόντος Νόμου, οποιεσδήποτε μελλοντικές αξιώσεις τις οποίες είναι δυνατόν να ασκήσουν έναντι των μελών τους αλληλασφαλιστικές ή παρόμοιες ενώσεις με κυμαινόμενες συνεισφορές, μέσω πρόσκλησης για συμπληρωματικές εισφορές, μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες, οι οποίες δεν εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), ταξινομούνται στην Κατηγορία 2 εφόσον παρουσιάζουν σε σημαντικό βαθμό τα χαρακτηριστικά που καθορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 99, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 99 του παρόντος Νόμου.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

103. (1) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τον κατάλογο στοιχείων ίδιων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των αναφερόμενων στο άρθρο 102 του παρόντος Νόμου, που θεωρείται ότι πληρούν τα κριτήρια τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 100, ο οποίος περιλαμβάνει για κάθε στοιχείο των ίδιων κεφαλαίων ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών τα οποία καθόρισαν την κατάταξή του.

(2) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούν οι εποπτικές αρχές, όταν εγκρίνουν την αξιολόγηση και την κατάταξη στοιχείων των ίδιων κεφαλαίων που δεν καλύπτονται από τον κατάλογο που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

ΕΝΟΤΗΤΑ 3 ΕΠΙΛΕΞΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Επιλεξιμότητα και όρια που εφαρμόζονται στις κατηγορίες 1, 2 και 3

104. (1) Όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, τα επιλέξιμα ποσά των στοιχείων της Κατηγορίας 2 και της Κατηγορίας 3 υπόκεινται σε ποσοτικά όρια, τα οποία καθορίζονται με τρόπο που να διασφαλίζει ότι πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η αναλογία των στοιχείων της Κατηγορίας 1 στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερη από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού των επιλέξιμων ίδιων κεφαλαίων·

(β) το επιλέξιμο ποσό των στοιχείων της Κατηγορίας 3 είναι μικρότερο από το ένα τρίτο του συνολικού ποσού των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων.

(2) Όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, το ποσό των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που ταξινομούνται στην Κατηγορία 2 υπόκεινται σε ποσοτικά όρια, τα οποία καθορίζονται με τρόπο που να διασφαλίζει, κατ’ ελάχιστο, ότι το ποσοστό των στοιχείων της Κατηγορίας 1 στα επιλέξιμα βασικά ίδια κεφάλαια είναι υψηλότερο από το ήμισυ του συνολικού ποσού των βασικών ιδίων κεφαλαίων.

(3) Το επιλέξιμο ποσό των ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας που καθορίζονται στο άρθρο 106 του παρόντος Νόμου ισούται με το άθροισμα του ποσού της Κατηγορίας 1, του επιλέξιμου ποσού της Κατηγορίας 2 και του επιλέξιμου ποσού της Κατηγορίας 3.

(4) Το επιλέξιμο ποσό των βασικών ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που καθορίζονται στο άρθρο 135 του παρόντος Νόμου ισούται με το άθροισμα του ποσού της Κατηγορίας 1 και του επιλέξιμου ποσού των στοιχείων των βασικών ιδίων κεφαλαίων που ταξινομούνται στην Κατηγορία 2.

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με την επιλεξιμότητα των ιδίων κεφαλαίων

105. Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, καθορίζουν:

(α) τα ποσοτικά όρια που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 104 του παρόντος Νόμου.

(β) τις προσαρμογές που πρέπει να γίνουν για να αντανακλάται η απουσία μεταβιβασιμότητας των στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την κάλυψη ζημιών από συγκεκριμένη κατηγορία υποχρεώσεων ή από συγκεκριμένους κινδύνους (κεφάλαια κλειστής διάρθρωσης).