78. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να προβαίνουν στο σχηματισμό τεχνικών προβλέψεων αναφορικά με όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές τους υποχρεώσεις έναντι των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων.
(2) Η αξία των τεχνικών προβλέψεων πρέπει να αντιστοιχεί στο τρέχον ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση εάν μεταβίβαζε τις συμβατικές της υποχρεώσεις σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.
(3) Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων που χρησιμοποιεί είναι συνεπής με πληροφορίες που παρέχουν οι χρηματοοικονομικές αγορές και τα γενικά διαθέσιμα δεδομένα για την ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων (συνέπεια με την αγορά).
(4) Οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται με συνετό, αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο.
(5) Σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στα εδάφια (2), (3) και (4) και λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 77 του παρόντος Νόμου, ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 79 μέχρι 88 και 92 του παρόντος Νόμου.
79. (1) Η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισούται προς το άθροισμα της βέλτιστης εκτίμησης και ενός περιθωρίου κινδύνου, όπως προβλέπεται στις πιο κάτω παραγράφους (α) μέχρι (δ) και στο εδάφιο (2):
(α) Η βέλτιστη εκτίμηση αντιστοιχεί στον μέσο όρο των μελλοντικών ταμειακών ροών, σταθμισμένων βάσει πιθανοτήτων, λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αξίας του χρήματος (αναμενόμενη παρούσα αξία μελλοντικών ταμειακών ροών) χρησιμοποιώντας την κατάλληλη καμπύλη επιτοκίου χωρίς κίνδυνο.
(β) Ο υπολογισμός της βέλτιστης εκτίμησης βασίζεται σε επικαιροποιημένες και αξιόπιστες πληροφορίες και σε ρεαλιστικές παραδοχές και πραγματοποιείται με τη χρήση κατάλληλων, εφαρμόσιμων και συναφών αναλογιστικών και στατιστικών μεθόδων.
(γ) Η πρόβλεψη των ταμειακών ροών που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης λαμβάνει υπόψη όλες τις ταμειακές εισροές και εκροές που απαιτούνται για τον διακανονισμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων για όλη τη διάρκειά τους.
(δ) Η βέλτιστη εκτίμηση υπολογίζεται ακαθάριστη, χωρίς να αφαιρούνται τα ποσά που είναι ανακτήσιμα από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού. Τα ποσά αυτά υπολογίζονται χωριστά, σύμφωνα με το άρθρο 87 του παρόντος Νόμου.
(2) Το περιθώριο κινδύνου είναι τέτοιο που να εξασφαλίζει ότι η αξία των τεχνικών προβλέψεων ισοδυναμεί με το ποσό, το οποίο οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αναμένεται να χρειασθούν προκειμένου να αναλάβουν και να ικανοποιήσουν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές υποχρεώσεις.
(3) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν τη βέλτιστη εκτίμηση και το περιθώριο κινδύνου χωριστά. Ωστόσο, εάν μελλοντικές ταμειακές ροές που συνδέονται με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές υποχρεώσεις μπορούν να αναπαραχθούν αξιόπιστα με τη χρήση χρηματοοικονομικών μέσων η αξιόπιστη αγοραία αξία των οποίων είναι παρατηρήσιμη, η αξία των τεχνικών προβλέψεων που συνδέονται με τις συγκεκριμένες μελλοντικές ταμειακές ροές προσδιορίζεται στη βάση της αγοραίας αξίας των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων και στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτούνται χωριστοί υπολογισμοί της βέλτιστης εκτίμησης και του περιθωρίου κινδύνου.
(4) Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτιμούν χωριστά τη βέλτιστη εκτίμηση και το περιθώριο κινδύνου, το περιθώριο κινδύνου υπολογίζεται με τον καθορισμό του κόστους παροχής ποσού επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων ίσων προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που είναι αναγκαία για τη στήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων για όλη τη διάρκειά τους.
(5) Το επιτόκιο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κόστους παροχής αυτού του ποσού επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων (επιτόκιο κόστους κεφαλαίου) είναι το ίδιο για όλες τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και πρέπει να αναθεωρείται περιοδικά.
(6) Το επιτόκιο του κόστους κεφαλαίου που χρησιμοποιείται ισούται με το πρόσθετο επιτόκιο, επιπλέον του σχετικού επιτοκίου χωρίς κίνδυνο, με το οποίο θα επιβαρυνόταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία διαθέτει ποσό επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, όπως προβλέπεται στο Τμήμα 3 του παρόντος Κεφαλαίου, ίσο με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, απαραίτητο για τη στήριξη της ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής υποχρέωσης για όλη τη διάρκεια της εν λόγω υποχρέωσης.
(7) Σε περίπτωση που οι τεχνικές πληροφορίες που προσδιορίζονται και δημοσιεύονται από την EIOPA σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (1) του άρθρου 77ε της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 77ε της εν λόγω Οδηγίας, οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τις χρησιμοποιούν στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης σύμφωνα με το άρθρο 82 και στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας σύμφωνα με το άρθρο 83:
80. (1) Ο προσδιορισμός της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου, γίνεται με τη χρήση των πληροφοριών που συνάγονται από τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και είναι συνεπής προς τις πληροφορίες αυτές. Κατά τον προσδιορισμό αυτό, λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων καθώς και των ομολόγων μπορεί να θεωρηθεί ότι διαθέτουν βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια. Για ληκτότητες για τις οποίες οι αγορές των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων ή ομολόγων δεν διαθέτουν πλέον βάθος, ρευστότητα και διαφάνεια, η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου προκύπτει με παρέκταση.
(2) Για κάθε νόμισμα, το παρεκτεταμένο τμήμα της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται σε επιτόκια πρόσω που συγκλίνουν ομαλά από ένα αρχικό επιτόκιο πρόσω ή σύνολο επιτοκίων πρόσω σε σχέση με τις μεγαλύτερες ληκτότητες για τις οποίες μπορούν να παρατηρούνται τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα και τα ομόλογα σε μια αγορά με βάθος και ρευστότητα, μέχρι ένα οριστικό επιτόκιο πρόσω.
81. (1) Οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να εφαρμόζουν προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης ενός χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης Ζωής, συμπεριλαμβανομένων προσόδων από συμβάσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης Γενικής Φύσεως, υπό τον όρο ότι υπάρχει προηγούμενη έγκριση του Εφόρου, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει δεσμεύσει ένα χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού, αποτελούμενο από ομόλογα κι άλλα στοιχεία ενεργητικού με παρόμοια χαρακτηριστικά ταμειακής ροής, για την κάλυψη τη βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης και διατηρεί τη δέσμευση αυτή για όλη τη διάρκεια ισχύος των υποχρεώσεων, εκτός αν πρόκειται για διατήρηση της αντιστοιχίας των αναμενόμενων ταμειακών ροών μεταξύ των στοιχείων ενεργητικού και των στοιχείων παθητικού σε περιπτώσεις ουσιαστικής μεταβολής των ταμειακών ροών·
(β) ο προσδιορισμός, η οργάνωση και η διαχείριση του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης στο οποίο εφαρμόζεται η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης και του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου γίνονται χωριστά απ' ό,τι για τις άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης, το δε δεσμευμένο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη ζημιών από άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης·
(γ) οι αναμενόμενες ταμειακές ροές του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού καλύπτουν καθεμιά από τις αναμενόμενες ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης στο ίδιο νόμισμα, και οποιαδήποτε αναντιστοιχία δεν προκαλεί κινδύνους σημαντικούς όσον αφορά τους εγγενείς κινδύνους του ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού κλάδου στον οποίο εφαρμόζεται προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης·
(δ) οι συμβάσεις που καλύπτουν το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν συνεπάγονται μελλοντικές πληρωμές ασφαλίστρου·
(ε) οι μόνοι καλυπτόμενοι ασφαλιστικοί κίνδυνοι που συνδέονται με το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης είναι ο κίνδυνος μακροβιότητας, ο κίνδυνος εξόδων, ο κίνδυνος αναθεώρησης και ο κίνδυνος θανάτου·
(στ) όταν ο καλυπτόμενος κίνδυνος που συνδέεται με το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης περιλαμβάνει τον κίνδυνο θανάτου, η βέλτιστη εκτίμηση του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν αυξάνεται κατά περισσότερο από 5% σε περίπτωση απότομης μεταβολής του κινδύνου θανάτου βαθμονομημένου σύμφωνα με το άρθρο 107 του παρόντος Νόμου·
(ζ) οι συμβάσεις που καλύπτουν το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν περιλαμβάνουν εναλλακτικές δυνατότητες για τον ασφαλισμένο ή περιλαμβάνουν μόνο δυνατότητα εξαγοράς, όπου η τιμή εξαγοράς δεν υπερβαίνει την τιμή των στοιχείων ενεργητικού, υπολογιζόμενη σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος Νόμου, για την κάλυψη των υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης τη στιγμή της άσκησης της δυνατότητας εξαγοράς·
(η) οι ταμειακές ροές του δεσμευμένου χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού είναι καθορισμένες και δεν μπορούν να μεταβληθούν από τους εκδότες των στοιχείων ενεργητικού ή από τρίτα μέρη·
(θ) οι υποχρεώσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης από μια σύμβαση ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν διαιρούνται σε διαφορετικά τμήματα όταν συνθέτουν το χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (η) του εδαφίου (1), οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν στοιχεία ενεργητικού με σταθερή ταμειακή ροή με εξαίρεση την εξάρτηση από τον πληθωρισμό, υπό την προϋπόθεση ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού καλύπτουν τις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης που εξαρτώνται από τον πληθωρισμό.
(3) Σε περίπτωση που οι εκδότες ή τρίτα μέρη έχουν δικαίωμα να μεταβάλλουν τις ταμειακές ροές ενός στοιχείου ενεργητικού κατά τρόπο ώστε ο επενδυτής να λαμβάνει επαρκή αποζημίωση ώστε μπορεί να επιτύχει τις ίδιες ταμειακές ροές επανεπενδύοντας σε στοιχεία ενεργητικού ισοδύναμης ή καλύτερης πιστοληπτικής ποιότητας, το δικαίωμα αυτό για τη μεταβολή των ταμειακών ροών δεν αποκλείει το συγκεκριμένο στοιχείο ενεργητικού από την επιλεξιμότητα για το δεσμευμένο χαρτοφυλάκιο σύμφωνα με την παράγραφο (η) του εδαφίου (1).
(4) Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης σε χαρτοφυλάκιο υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης δεν μπορούν να επιστρέψουν σε προσέγγιση που δεν περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης. Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δεν μπορεί πλέον να συμμορφωθεί προς τους όρους του εδαφίου (1), ενημερώνει αμέσως την εποπτική αρχή και λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης προς τους όρους αυτούς. Αν η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωση προς τους όρους αυτούς μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία μη συμμόρφωσης, παύει να εφαρμόζει την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης σε οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και δεν την εφαρμόζει για επιπλέον χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων μηνών.
(5) Η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης εφαρμόζεται για υποχρεώσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης για τις οποίες η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου που εφαρμόζεται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δυνάμει του άρθρου 83 ή μεταβατικό μέτρο για τα επιτόκια άνευ κινδύνου δυνάμει του άρθρου 422 του παρόντος Νόμου.
82. (1) Για κάθε νόμισμα, η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης που αναφέρεται στο άρθρο 81 του παρόντος Νόμου υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:
(α) Η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης πρέπει να είναι ίση με τη διαφορά των ακόλουθων μεγεθών:
(i) ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, δίνει τιμή ίση προς την αξία του χαρτοφυλακίου δεσμευμένων στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος Νόμου·
(ii) ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, υπολογιζόμενο ως το ενιαίο προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο, όταν εφαρμόζεται στις ταμειακές ροές του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, δίνει τιμή ίση προς την αξία της βέλτιστης εκτίμησης του χαρτοφυλακίου υποχρεώσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης, όπου η χρονική αξία του χρήματος λαμβάνεται υπόψη με τη χρήση της βασικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου·
(β) η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δεν πρέπει να περιλαμβάνει το βασικό πιστωτικό περιθώριο που αντανακλά τους κινδύνους τους οποίους αναλαμβάνει η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·
(γ) ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), το βασικό πιστωτικό περιθώριο πρέπει να αυξάνεται όπου αυτό απαιτείται για να εξασφαλιστεί ότι η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης για στοιχεία ενεργητικού με πιστοληπτική ποιότητα (“sub investment grade”) δεν υπερβαίνει τις προσαρμογές λόγω αντιστοίχισης για πιστοληπτική ποιότητα (“investment grade”) και για την ίδια διάρκεια και κατηγορία στοιχείων ενεργητικού·
(δ) η χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παραγράφου (ιε), του εδαφίου (1) του άρθρου 118 του παρόντος Νόμου.
(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), το βασικό πιστωτικό περιθώριο:
(α) είναι ίσο με το άθροισμα των ακόλουθων μεγεθών:
(i)πιστωτικό περιθώριο που αντιστοιχεί στην πιθανότητα αθέτησης για τα στοιχεία ενεργητικού·
(ii)πιστωτικό περιθώριο που αντιστοιχεί στις αναμενόμενες ζημίες από την υποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού·
(β) για ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών κρατών μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 30 % του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού ίδιας διάρκειας, πιστοληπτικής ποιότητας και κατηγορίας όπως στις χρηματοπιστωτικές αγορές·
(γ) για στοιχεία ενεργητικού άλλα από ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών κρατών μελών, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το 35% του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου των στοιχείων ενεργητικού ίδιας διάρκειας, πιστοληπτικής ποιότητας και κατηγορίας όπως στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
(3) Η πιθανότητα αθέτησης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) βασίζεται σε μακροπρόθεσμες στατιστικές αθετήσεων σχετικές με το συγκεκριμένο στοιχείο ενεργητικού όσον αφορά τη διάρκεια, την πιστοληπτική ποιότητα και την κατηγορία του.
(4) Όταν το πιστωτικό περιθώριο δεν μπορεί να συναχθεί με τρόπο αξιόπιστο από τις στατιστικές αθετήσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), το βασικό πιστωτικό περιθώριο είναι ίσο με το τμήμα του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της διαφοράς πάνω από το επιτόκιο άνευ κινδύνου που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (γ).
83. (1) Ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να ζητούν προηγούμενη έγκριση, για να εφαρμόσουν προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό τη βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου.
(2) Για κάθε σχετικό νόμισμα, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στη σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που θα μπορούσε να επιτευχθεί από στοιχεία ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο αναφοράς για το συγκεκριμένο νόμισμα και των επιτοκίων της διαχρονικής διάρθρωσης επιτοκίων άνευ κινδύνου για το ίδιο νόμισμα. Το χαρτοφυλάκιο αναφοράς για ένα νόμισμα πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού που είναι σε αυτό το νόμισμα και στα οποία επενδύουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης σε αυτό το νόμισμα.
(3) (α) Το ποσό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου αντιστοιχεί στο 65% της συναλλαγματικής διαφοράς με διόρθωση για τον κίνδυνο.
(β) Η συναλλαγματική διαφορά με διόρθωση για τον κίνδυνο υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και του τμήματος αυτού του πιστωτικού περιθωρίου που βασίζεται σε ρεαλιστική εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών ή του απρόβλεπτου πιστωτικού κινδύνου ή άλλου κινδύνου των συγκεκριμένων στοιχείων ενεργητικού.
(γ) Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας εφαρμόζεται μόνο στα σχετικά επιτόκια άνευ κινδύνου της διαχρονικής διάρθρωσης τα οποία δεν προκύπτουν από παρέκταση σύμφωνα με το άρθρο 80 του παρόντος Νόμου. Η παρέκταση της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου βασίζεται στα εν λόγω προσαρμοσμένα επιτόκια άνευ κινδύνου.
(4) Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας στα επιτόκια άνευ κινδύνου του εδαφίου (3) για το νόμισμα της Δημοκρατίας, αυξάνεται, πριν από την εφαρμογή του συντελεστή 65%, κατά τη διαφορά μεταξύ του διορθωμένου για τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου της Δημοκρατίας και του διπλάσιου της διορθωμένης για τον κίνδυνο συναλλαγματικής διαφοράς, όποτε η διαφορά αυτή είναι θετική και το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο της Δημοκρατίας είναι υψηλότερο από ογδόντα πέντε (85) μονάδες βάσης. Η αυξημένη προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας εφαρμόζεται στον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης για τις υποχρεώσεις ασφάλισης και αντασφάλισης προϊόντων που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά της Δημοκρατίας. Το διορθωμένο για τον κίνδυνο πιστωτικό περιθώριο της Δημοκρατίας υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως η διορθωμένη για τον κίνδυνο συναλλαγματική διαφορά της Δημοκρατίας, αλλά με βάση χαρτοφυλάκιο αναφοράς αντιπροσωπευτικό των στοιχείων ενεργητικού στα οποία έχουν επενδύσει οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για να καλύψουν τη βέλτιστη εκτίμηση των υποχρεώσεων ασφάλισης και αντασφάλισης προϊόντων που πωλούνται στην ασφαλιστική αγορά της Δημοκρατίας και είναι στο νόμισμα της Δημοκρατίας.
(5) Η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας δεν εφαρμόζεται για ασφαλιστικές υποχρεώσεις όταν η σχετική διαχρονική διάρθρωση των επιτοκίων άνευ κινδύνου για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνει προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης δυνάμει του άρθρου 81 του παρόντος Νόμου.
(6) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου, η κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας δεν καλύπτει τον κίνδυνο απώλειας βασικών ιδίων κεφαλαίων από αλλαγές στην προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας.
83Α. Ο Έφορος υποβάλλει στην EIOPA σε ετήσια βάση και έως την 1η Ιανουαρίου 2021, τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Τη διαθεσιμότητα μακροπρόθεσμων εγγυήσεων σε ασφαλιστικά προϊόντα στην αγορά της Δημοκρατίας και τη συμπεριφορά των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ως μακροπρόθεσμων επενδυτών·
(β) τον αριθμό των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εφαρμόζουν την προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, την προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με το εδάφιο (11) του άρθρου 145, την υποενότητα μετοχικού κινδύνου με βάση τη διάρκεια και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 423 και 424·
(γ) τον αντίκτυπο που έχουν στην οικονομική θέση των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών, η υποενότητα μετοχικού κινδύνου με βάση τη διάρκεια, και τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 423 και 424, σε εθνικό επίπεδο και με ανώνυμο τρόπο για κάθε επιχείρηση·
(δ) τον αντίκτυπο που έχουν στην επενδυτική συμπεριφορά των ασφαλιστικών και των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων η προσαρμογή λόγω αντιστοίχισης, η προσαρμογή λόγω μεταβλητότητας, ο μηχανισμός συμμετρικής προσαρμογής στην επιβάρυνση του κεφαλαίου λόγω μετοχών και η υποενότητα μετοχικού κινδύνου με βάση τη διάρκεια, και κατά πόσο παρέχουν αδικαιολόγητη μείωση της κεφαλαιακής απαίτησης·
(ε) τον αντίκτυπο που έχει οποιαδήποτε παράταση της περιόδου ανάκαμψης σύμφωνα με το εδάφιο (11) του άρθρου 145 στις προσπάθειες των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων να αποκαταστήσουν το επίπεδο ιδίων κεφαλαίων που καλύπτουν την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας ή να μειώσουν το προφίλ κινδύνου για να εξασφαλίσουν συμμόρφωση με την κεφαλαιακή απαίτηση φερεγγυότητας·
(στ) κατά πόσο οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τα μεταβατικά μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 423 και 424, συμμορφώνονται προς τα σχέδια σταδιακής εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 425 και τις προοπτικές για ελάττωση της εξάρτησης από τα μεταβατικά μέτρα, περιλαμβανομένων μέτρων που έχουν ληφθεί ή αναμένεται να ληφθούν από τις επιχειρήσεις και τις εποπτικές αρχές, λαμβανομένου υπόψη του ρυθμιστικού περιβάλλοντος του συγκεκριμένου κράτους μέλους.
84. Επιπρόσθετα των όσων καθορίζονται στο άρθρο 79 του παρόντος Νόμου, κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:
(α) όλες τις δαπάνες που πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων·
(β) τον πληθωρισμό, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού των δαπανών και των αποζημιώσεων·
(γ) όλες τις πληρωμές στους αντισυμβαλλόμενους και στους δικαιούχους, συμπεριλαμβανομένων μελλοντικών προαιρετικών έκτακτων παροχών, τις οποίες αναμένεται να πραγματοποιήσουν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το εάν οι πληρωμές αυτές είναι συμβατικά εγγυημένες, εκτός εάν οι πληρωμές εμπίπτουν στο εδάφιο (2) του άρθρου 97.
85. (1) Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη την αξία των χρηματοοικονομικών εγγυήσεων και τυχόν συμβατικών δικαιωμάτων εκλογής που περιλαμβάνονται σε ασφαλιστήρια και αντασφαλιστήρια συμβόλαια.
(2) Οποιεσδήποτε παραδοχές εκ μέρους των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σε σχέση με την πιθανότητα να ασκήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι τα συμβατικά δικαιώματα εκλογής, συμπεριλαμβανομένων των ακυρώσεων και εξαγορών συμβολαίων, είναι ρεαλιστικές και βασίζονται σε τρέχουσες και αξιόπιστες πληροφορίες ενώ λαμβάνουν υπόψη, ρητά ή σιωπηρά, την επίπτωση που μπορούν να έχουν στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μελλοντικές αλλαγές σε οικονομικές και μη οικονομικές συνθήκες.
86. Κατά τον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ομαδοποιούν τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές τους υποχρεώσεις σε ομοιογενείς ομάδες κινδύνου, και τουλάχιστον κατά κατηγορίες δραστηριοτήτων.
87. (1) Ο υπολογισμός από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού είναι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 78 μέχρι 86 του παρόντος Νόμου.
(2) Κατά τον υπολογισμό των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τη χρονική διαφορά μεταξύ ανακτήσεων και άμεσων πληρωμών.
(3) Το αποτέλεσμα του υπολογισμού αυτού προσαρμόζεται προκειμένου να ληφθούν υπόψη αναμενόμενες ζημίες λόγω αθέτησης υποχρέωσης εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου στη βάση της εκτίμησης της πιθανότητας αθέτησης από τον αντισυμβαλλόμενο και της μέσης ζημίας που προκύπτει από την αθέτηση αυτή (ζημία σε περίπτωση αθέτησης).
88. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να διαθέτουν εσωτερικές διεργασίες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν την καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών τους προβλέψεων.
(2) Στις ειδικές περιπτώσεις στις οποίες οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν ανεπαρκή στοιχεία κατάλληλης ποιότητας προκειμένου να εφαρμόσουν αξιόπιστη αναλογιστική μέθοδο σε σύνολο ή υποσύνολο των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών τους υποχρεώσεων ή σε ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις και φορείς ειδικού σκοπού, μπορούν να χρησιμοποιούν κατάλληλες προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων ειδικών, κατά περίπτωση, μεθόδων (case-by-case approach), για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης.
89. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν διεργασίες και διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι βέλτιστες εκτιμήσεις, και οι υποθέσεις στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των βέλτιστων εκτιμήσεων, συγκρίνονται τακτικά με βάση τα εμπειρικά δεδομένα.
(2) Σε περίπτωση που η σύγκριση επισημάνει συστηματική απόκλιση μεταξύ της εμπειρικής παρατήρησης και των υπολογισμών της βέλτιστης εκτίμησης των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, η σχετική επιχείρηση προβαίνει στις κατάλληλες προσαρμογές των αναλογιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται ή/και των παραδοχών που γίνονται.
90. (1) Κατόπιν απαίτησης του Εφόρου, οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν την καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών τους προβλέψεων, καθώς και την εφαρμοσιμότητα και τη συνάφεια των χρησιμοποιούμενων μεθόδων, και την επάρκεια των υποκείμενων στατιστικών δεδομένων.
(2) Χωρίς επηρεασμό των εξουσιών του Εφόρου να απαιτήσει, στο πλαίσιο του εποπτικού ελέγχου, πλήρη στοιχεία προς απόδειξη των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) υποχρεώσεων, η καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών προβλέψεων, της εφαρμοσιμότητας και σαφήνειας των χρησιμοποιούμενων μεθόδων και της επάρκειας των υποκείμενων στατιστικών δεδομένων, τεκμαίρεται με την υποβολή πιστοποίησης, τουλάχιστον μια φορά καθέ έτος, από αναλογιστή.
(3) Κανονισμοί που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση, δύναται να καθορίζουν τα προσόντα, τις προϋποθέσεις διορισμού και παύσης του αναλογιστή που αναφέρεται στο εδάφιο (2), καθώς και τις υποχρεώσεις του κατά τον καταρτισμό και την υποβολή της πιστοποίησης που προβλέπεται στο ίδιο εδάφιο.
91. Στο βαθμό που ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν συνάδει με τα όσα καθορίζονται στα άρθρα 84 μέχρι 95 του παρόντος Νόμου, ο Έφορος δύναται να απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να αυξήσουν το ποσό των τεχνικών προβλέψεων έτσι ώστε αυτά να αντιστοιχούν στο επίπεδο που προκύπτει βάσει των διατάξεων των εν λόγω άρθρων.
92. (1) Κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τα πιο κάτω:
(α) τις αναλογιστικές και στατιστικές μεθόδους υπολογισμού της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου∙
(β) τις μεθόδους, τις αρχές και τις τεχνικές καθορισμού της σχετικής διαχρονικής διάρθρωσης των επιτοκίων άνευ κινδύνου η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της βέλτιστης εκτίμησης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 79∙
(γ) τις περιπτώσεις στις οποίες οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται ως σύνολο ή ως άθροισμα βέλτιστης εκτίμησης και περιθωρίου κινδύνου, και τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην περίπτωση στην οποία οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται ως σύνολο, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 79.
(δ) τις μεθόδους και τις παραδοχές που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του περιθωρίου κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού του ποσού των επιλέξιμων ίδιων κεφαλαίων που είναι αναγκαία για την υποστήριξη των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων και για τον προσδιορισμό του επιτοκίου του κόστους κεφαλαίου, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 79 του παρόντος Νόμου∙
(ε) τις κατηγορίες δραστηριοτήτων βάσει των οποίων πρέπει να ομαδοποιούνται οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές υποχρεώσεις, για να υπολογιστούν οι τεχνικές προβλέψεις που αναφέρονται στο άρθρο 86 του παρόντος Νόμου∙
(στ) τα πρότυπα που πρέπει να τηρούνται για την εξασφάλιση της καταλληλότητας, της πληρότητας και της ακρίβειας των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, και οι ειδικές περιστάσεις στις οποίες θα ήταν ενδεδειγμένο να χρησιμοποιηθούν προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων ειδικών κατά περίπτωση μεθόδων υπολογισμού της βέλτιστης εκτίμησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 88∙
(ζ) τις προδιαγραφές για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 81, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων, των παραδοχών και των τυπικών παραμέτρων που πρέπει να χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό του αντικτύπου απότομης μεταβολής του κινδύνου θανάτου, που αναφέρεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 81 του παρόντος Νόμου˙
(η) τις προδιαγραφές για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 82 του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των παραδοχών και των μεθόδων που πρέπει να χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης και του βασικού πιστωτικού περιθωρίου∙
(θ) τις μεθόδους και τις παραδοχές για τον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω μεταβλητότητας που αναφέρεται στο άρθρο 83 του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένου τύπου για τον υπολογισμό του πιστωτικού περιθωρίου που αναφέρεται στην παράγραφο (2) του εν λόγω άρθρου.
(2) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν-
(α) τις μεθόδους που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της προσαρμογής λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλομένου, που αναφέρεται στο άρθρο 87, με σκοπό να προσδιοριστούν οι αναμενόμενες ζημίες λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλομένου∙
(β) όπου είναι αναγκαίο, απλοποιημένες μεθόδους και τεχνικές για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, για να εξασφαλιστεί ότι οι αναλογιστικές και οι στατιστικές μέθοδοι που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (δ) είναι αναλογικές ως προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που αναλαμβάνουν οι ασφαλιστικές και οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξαρτημένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων.
(3) Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τα σχετικά με τις διαδικασίες για την έγκριση της εφαρμογής προσαρμογής λόγω αντιστοίχισης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 81.