139. (1) Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να επενδύουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία σύμφωνα με την αρχή του συνετού επενδυτή, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο.
(2) Η αρχή του συνετού επενδυτή, επιβάλλει στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όπως-
(α) σε σχέση με το σύνολο του χαρτοφυλακίου των περιουσιακών στοιχείων, επενδύουν μόνο σε στοιχεία και μέσα οι κίνδυνοι των οποίων είναι δυνατόν να τυγχάνουν δεόντως κατάλληλης αναγνώρισης, μέτρησης, παρακολούθησης, διαχείρισης, ελέγχου και αναφοράς, και να λαμβάνονται κατάλληλα υπόψη στην αξιολόγηση των συνολικών αναγκών φερεγγυότητάς τους σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 46 του παρόντος Νόμου·
(β) όλα τα περιουσιακά στοιχεία, ιδίως εκείνα που καλύπτουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, επενδύονται με τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, την ποιότητα, τη ρευστότητα και την κερδοφορία του συνολικού χαρτοφυλακίου και ο εντοπισμός των περιουσιακών αυτών στοιχείων πρέπει να διασφαλίζει τη διαθεσιμότητά τους·
(γ) τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων επενδύονται με τρόπο κατάλληλο προς τη φύση και τη διάρκεια των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υποχρεώσεων καθώς επίσης και προς γενικό όφελος όλων των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων, λαμβανομένων υπόψη των γνωστοποιημένων στόχων πολιτικής.
(δ) σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή η οντότητα η οποία διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο των περιουσιακών τους στοιχείων, εξασφαλίζουν ότι οι επενδύσεις πραγματοποιούνται προς το καλύτερο συμφέρον των αντισυμβαλλομένων και των δικαιούχων.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται στα πλαίσια ασφαλιστικών συμβάσεων ασφάλισης Ζωής, όπου ο κίνδυνος αναλαμβάνεται από τους αντισυμβαλλομένους, εφαρμόζονται οι παράγραφοι (α) μέχρι (γ) πιο κάτω:
(α) Όταν οι παροχές που προβλέπονται από μια σύμβαση συνδέονται άμεσα με την αξία μεριδίων σε κάποιον ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στον περί των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή με την αξία των στοιχείων του ενεργητικού που περιλαμβάνονται σε κάποιο εσωτερικό αμοιβαίο κεφάλαιο που τηρείται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, συνήθως διηρημένο σε μερίδια, οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντιπροσωπεύονται όσο το δυνατόν περισσότερο από τα μερίδια αυτά ή, στην περίπτωση που τα μερίδια δεν είναι καθορισμένα, από τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού·
(β) όταν οι παροχές που προβλέπονται από κάποια σύμβαση συνδέονται άμεσα με δείκτη μετοχών ή κάποια άλλη αξία αναφοράς εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), οι τεχνικές προβλέψεις σε σχέση με τις παροχές αυτές πρέπει να αντικατοπτρίζονται όσο το δυνατόν περισσότερο είτε από τα μερίδια που προορίζονται να αντιπροσωπεύουν την αξία αναφοράς ή, στην περίπτωση που δεν έχουν καθορισθεί μερίδια, από στοιχεία ενεργητικού κατάλληλης εξασφάλισης και εμπορευσιμότητας που αντιστοιχούν όσο το δυνατόν περισσότερο με εκείνα στα οποία βασίζεται η συγκεκριμένη αξία αναφοράς·
(γ) όταν οι παροχές που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) περιλαμβάνουν εγγύηση επενδυτικής απόδοσης ή κάποια άλλη εγγυημένη παροχή, τα στοιχεία του ενεργητικού που τηρούνται για την κάλυψη των αντίστοιχων πρόσθετων τεχνικών προβλέψεων, υπόκεινται στο εδάφιο (4).
(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), σε σχέση με άλλα περιουσιακά στοιχεία, εκτός από εκείνα που καλύπτονται από το εδάφιο (3), εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων (α) μέχρι (δ) πιο κάτω:
(α) Η χρήση παράγωγων μέσων είναι δυνατή εφόσον τα μέσα αυτά συμβάλλουν στη μείωση κινδύνων ή διευκολύνουν την αποδοτική διαχείριση του χαρτοφυλακίου·
(β) οι επενδύσεις και τα στοιχεία τα οποία δεν είναι αποδεκτά προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη χρηματοοικονομική αγορά διατηρούνται σε συνετά επίπεδα·
(γ) τα περιουσιακά στοιχεία διαφοροποιούνται κατάλληλα με τρόπο ώστε να αποφεύγεται υπερβολική εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο, εκδότη ή ομάδα επιχειρήσεων, η γεωγραφική περιοχή και η υπερβολική συσσώρευση κινδύνων στο σύνολο του χαρτοφυλακίου·
(δ) οι επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία που εκδίδονται από τον ίδιο εκδότη, ή από εκδότες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, δεν εκθέτουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σε υπερβολική συγκέντρωση κινδύνου.
140. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που καθορίζονται με Οδηγίες του Εφόρου σχετικά με περιορισμούς όσον αφορά τα στοιχεία ενεργητικού ή τις τιμές αναφοράς με τα οποία συνδέονται ενδεχομένως ασφαλιστικά οφέλη, οι οποίες πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο αντισυμβαλλόμενοι που είναι φυσικά πρόσωπα, και οι οποίες δεν μπορούν να είναι περιοριστικότερες από εκείνες που καθορίζονται στον περί Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ο Έφορος-
(α) Δεν απαιτεί από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων· και
(β) δεν εξαρτά τις επενδυτικές αποφάσεις των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των διαχειριστών επενδύσεων από οποιεσδήποτε απαιτήσεις σχετικά με οποιουδήποτε είδους προηγούμενη έγκριση ή με συστηματική κοινοποίηση.
141. (1) Σε σχέση με ασφαλιστικούς κινδύνους που εντοπίζονται στην Ένωση, ο Έφορος δεν απαιτεί όπως τα στοιχεία ενεργητικού των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που κατέχονται για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων αναφορικά με τους κινδύνους αυτούς να βρίσκονται εντός της Ένωσης ή σε κάποιο συγκεκριμένο κράτος μέλος, περιλαμβανομένης της Δημοκρατίας.
(2) Επιπρόσθετα, προς τα ανακτήσιμα ποσά από αντασφαλιστικές συμβάσεις έναντι επιχειρήσεων που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα το καθεστώς φερεγγυότητας της οποίας θεωρείται ισοδύναμο, σύμφωνα με το άρθρο 187, ο Έφορος δεν απαιτεί τον εντοπισμό εντός της Ένωσης των στοιχείων του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν τα ανακτήσιμα αυτά ποσά.
(3) Για τη σύσταση των τεχνικών προβλέψεων, ο Έφορος δεν επιλέγει ούτε θεσπίζει σύστημα ακαθαρίστων προβλέψεων το οποίο να απαιτεί την ενεχυρίαση στοιχείων του ενεργητικού για την κάλυψη των προβλέψεων για μη εισπραχθέντα ασφάλιστρα και εκκρεμείς υποχρεώσεις , εάν ο αντασφαλιστής είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
142. (1) Κατ΄εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν τα σχετικά για την εξειδίκευση των ποιοτικών απαιτήσεων στους ακόλουθους τομείς:
(α) αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση και διαχείριση των κινδύνων που απορρέουν από επενδύσεις σε σχέση με το εδάφιο (2) του άρθρου 139 του παρόντος Νόμου·
(β) αναγνώριση, μέτρηση, παρακολούθηση και διαχείριση ειδικών κινδύνων που απορρέουν από επενδύσεις σε παράγωγα μέσα και στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 139 εδάφιο (4), και προσδιορισμός του βαθμού στον οποίο η χρήση αυτών των στοιχείων ενεργητικού μπορεί να θεωρηθεί μείωση του κινδύνου ή αποτελεσματική διαχείριση χαρτοφυλακίου όπως αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο (4) του άρθρου 139.
(2) Κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, καθορίζουν-
(α) τις απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις που “επανασυσκευάζουν” δάνεια σε διαπραγματεύσιμους τίτλους και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα (μεταβιβάζοντα ιδρύματα ή χορηγοί), για να επιτρέπεται στις ασφαλιστικές και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε τίτλους του συγκεκριμένου τύπου οι οποίοι έχουν εκδοθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2011, συμπεριλαμβανομένων απαιτήσεων με τις οποίες εξασφαλίζεται ότι η μεταβιβάζουσα οντότητα, χορηγός ή ο αρχικός δανειστής έχει σε διαρκή βάση σημαντικό καθαρό οικονομικό κέρδος που δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερο από 5 %·
(β) ποιοτικές απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης που επενδύουν σε τέτοιες κινητές αξίες ή μέσα·
(γ) τις προδιαγραφές για τις περιστάσεις υπό τις οποίες είναι δυνατόν να επιβληθεί πρόσθετη κεφαλαιακή απαίτηση όταν παραβιάζονται οι απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου, με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 107 του παρόντος Νόμου.
(3) Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα καθορίζουν τις μεθόδους υπολογισμού της αναλογικής πρόσθετης κεφαλαιακής επιβάρυνσης που αναφέρεται σε αυτήν.