18.-(1)(α) Πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτής οφείλει να διεξάγει ενδελεχή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή σύμφωνα με το Παράρτημα V.
(β) Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας λαμβάνει δεόντως υπόψη τους σχετικούς παράγοντες για την εξακρίβωση της προοπτικής κατά πόσον ο καταναλωτής θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της σύμβασης πίστωσης.
(2) Ο πιστωτής θεσπίζει, τεκμηριώνει και διατηρεί τις διαδικασίες και πληροφορίες επί των οποίων βασίζεται η αξιολόγηση.
(3) Για σκοπούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, ο πιστωτής δε βασίζεται κατά κύριο λόγο στην παραδοχή ότι η αξία του ακινήτου που προορίζεται για κατοικία υπερβαίνει το ποσό της πίστωσης ή στην παραδοχή ότι η αξία του ακινήτου που προορίζεται για κατοικία θα αυξηθεί, εκτός εάν ο σκοπός της σύμβασης πίστωσης είναι η κατασκευή ή ανακαίνιση ακινήτου που προορίζεται για κατοικία.
(4)(α) Μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης με καταναλωτή, ο πιστωτής δε δύναται να ακυρώνει ή τροποποιεί τη σύμβαση εις βάρος του καταναλωτή με την αιτιολογία ότι η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας δεν διεξήχθη σωστά.
(β) Η παράγραφος (α) δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι ο καταναλωτής εν γνώσει του παρέλειψε ή παραποίησε πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 20.
(5) Ο πιστωτής-
(α) Χορηγεί την πίστωση στον καταναλωτή μόνο όταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας καταδεικνύει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης δύναται να τηρηθούν με τον τρόπο που προβλέπεται στην εν λόγω σύμβαση·
(β) ενημερώνει τον καταναλωτή εκ των προτέρων ότι πρόκειται να γίνει έρευνα σε βάση δεδομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου·
(γ) σε περίπτωση που απορρίπτει αίτηση πίστωσης, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τον καταναλωτή για την απόρριψη και, όπου εφαρμόζεται, ότι η απόφαση βασίστηκε σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων·
(δ) ενημερώνει τον καταναλωτή σχετικά με το αποτέλεσμα της έρευνας και τα στοιχεία της συγκεκριμένης βάσης δεδομένων εάν η απόρριψη της αίτησης δυνάμει της παραγράφου (γ), βασίζεται στο αποτέλεσμα έρευνας σε βάση δεδομένων.
(6) Ο πιστωτής επαναξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή σύμφωνα με επικαιροποιημένες πληροφορίες πριν την έγκριση οποιασδήποτε σημαντικής αύξησης του ποσού της πίστωσης μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, εκτός στις περιπτώσεις που η επιπρόσθετη αυτή πίστωση προβλεπόταν και περιλαμβανόταν στην αρχική αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.
(7) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται τηρουμένων των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου.
19.-(1)(α) Η εκτίμηση της αξίας του ακινήτου για σκοπούς συμβάσεων πίστωσης, διεξάγεται από εγκεκριμένους εκτιμητές με πρότυπα και διαδικασίες που προβλέπονται σύμφωνα με τα πρότυπα εκτίμησης της RICS (Κόκκινη Βίβλος) ή βάσει των Ευρωπαϊκών Προτύπων Εκτίμησης (Μπλε Βίβλος) ή βάσει των Διεθνών Προτύπων Εκτίμησης (Λευκή Βίβλος).
(β) Η εκτίμηση του ακινήτου διενεργείται από εγκεκριμένο εκτιμητή ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις για την άσκηση του επαγγέλματος εκτιμητή γης, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου.
(γ) Ο πιστωτής τηρεί κατάλογο των εγκεκριμένων εκτιμητών που επιλέγει ανά περίπτωση σύμφωνα με τα κατάλληλα κριτήρια επιλογής.
(δ) Ο πιστωτής οφείλει να επανεξετάζει ετησίως εάν οι εκτιμητές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο διαθέτουν κατάλληλη και έγκυρη ασφάλεια επαγγελματικής ευθύνης.
(ε) Ο πιστωτής θέτει όρια για τις εκτιμήσεις που διεξάγονται από κάθε εκτιμητή ή εταιρεία εκτιμητών· κατ' ελάχιστο, τα όρια καθορίζονται με βάση τις συνολικές εκτιμήσεις, τις εκτιμήσεις ανά είδος ακινήτου και γεωγραφικής περιοχής.
(στ) Ο πιστωτής απαιτεί όπως οι εκτιμητές γνωστοποιούν κατά πόσο συνδέονται με τον αγοραστή ή με τον πωλητή του ακινήτου και αν έχουν οποιοδήποτε συμφέρον στο υπό εκτίμηση ακίνητο πριν από την αποδοχή της ανάθεσης της εκτίμησης.
(2) Ο πιστωτής διασφαλίζει ότι οι εσωτερικοί και εξωτερικοί εκτιμητές που διενεργούν εκτιμήσεις ακινήτων είναι επαγγελματικά καταρτισμένοι και δεόντως ανεξάρτητοι από τη διαδικασία έγκρισης της πίστωσης, ώστε να μπορούν να παρέχουν αμερόληπτη και αντικειμενική εκτίμηση, η οποία καταγράφεται επί σταθερού μέσου σε αρχείο που τηρείται από τους πιστωτές.
20.-(1)(α) Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας που αναφέρεται στο άρθρο 18 διενεργείται με βάση αναγκαίες, επαρκείς και αναλογικές πληροφορίες για το εισόδημα και τις δαπάνες του καταναλωτή, καθώς και για άλλες χρηματοπιστωτικές και οικονομικές συνθήκες.
(β) Ο πιστωτής λαμβάνει τις πληροφορίες αυτές από τις σχετικές εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, περιλαμβανομένου του καταναλωτή, και περιλαμβάνουν πληροφορίες που παρέχονται στον μεσίτη πιστώσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αίτησης για τη χορήγηση πίστωσης.
(γ) Οι πληροφορίες επαληθεύονται καταλλήλως, με αναφορά σε ανεξάρτητα εξακριβώσιμα δικαιολογητικά σε περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο.
(2) Ο μεσίτης πιστώσεων υποβάλλει με ακρίβεια στον πιστωτή τις απαραίτητες πληροφορίες που λαμβάνει από τον καταναλωτή, προκειμένου να καταστεί εφικτή η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.
(3)(α) Ο πιστωτής προσδιορίζει με σαφή και κατανοητό τρόπο πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, τις αναγκαίες πληροφορίες και τα δικαιολογητικά από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές που πρέπει να υποβάλει ο καταναλωτής, καθώς και το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει τα στοιχεία αυτά.
(β) Το αίτημα που προβλέπεται στην παράγραφο (α) περιορίζεται στην παροχή πληροφοριών που είναι απαραίτητες, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, για τη διενέργεια άρτιας αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας.
(γ) Ο πιστωτής δύναται να ζητεί διευκρινίσεις αναφορικά με τις πληροφορίες που λαμβάνει σε απάντηση του αιτήματός του σε περίπτωση που αυτές είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.
(δ) Απαγορεύεται σε πιστωτή να τερματίσει σύμβαση πίστωσης με τη δικαιολογία ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης ήταν ελλιπείς, εκτός σε περίπτωση που μπορεί να αποδείξει ότι ο καταναλωτής εν γνώσει του απέκρυψε ή παραποίησε πληροφορίες που θα επηρέαζαν την απόφαση για τη χορήγηση της πίστωσης.
(4)(α) Ο πιστωτής διασφαλίζει ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ότι υποχρεούται να υποβάλλει ορθές πληροφορίες κατόπιν του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3), οι οποίες είναι όσο το δυνατόν πληρέστερες, προκειμένου να διεξαχθεί κατάλληλη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.
(β) Ο πιστωτής και ο μεσίτης πιστώσεων προειδοποιεί τον καταναλωτή, ότι σε περίπτωση που δεν είναι σε θέση να προβεί σε αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, επειδή ο καταναλωτής επέλεξε να μην υποβάλει τις πληροφορίες ή την επαλήθευση που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας, η πίστωση δεν μπορεί να χορηγηθεί.
(γ) Η προειδοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο (β) δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
(5) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και κυρίως του άρθρου 6 του εν λόγω νόμου.