Μεταχείριση παιδιών ύποπτων για διάπραξη αδικήματος
Υποχρεώσεις Αστυνομίας και δικαιώματα παιδιών κατά τη σύλληψη

24.-(1) Σε περίπτωση σύλληψης παιδιού ως υπόπτου για τη διάπραξη αδικήματος, η Αστυνομία ενεργεί με σεβασμό στα δικαιώματα του παιδιού, διασφαλίζοντας ότι η περίπτωση αυτή τυγχάνει χειρισμού από επιμελητή και ο επί καθήκοντι αστυνομικός στον αστυνομικό σταθμό όπου μεταφέρεται το παιδί ή οποιοσδήποτε άλλος αστυνομικός εξουσιοδοτείται από αυτόν-

(α) ενημερώνει πάραυτα επιμελητή όπως μεταβεί στον αστυνομικό σταθμό, για να χειριστεί την υπόθεση,

(β) διασφαλίζει ότι το παιδί δεν έρχεται σε επαφή με οποιονδήποτε ενήλικα βρίσκεται στον αστυνομικό σταθμό υπό σύλληψη για τη διάπραξη αδικήματος,

(γ) διασφαλίζει ότι το παιδί δεν τοποθετείται σε κρατητήριο αλλά σε άλλο χώρο του αστυνομικού σταθμού λαμβάνοντας παράλληλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε το παιδί να μην μπορεί να διαφύγει με οποιοδήποτε τρόπο,

(δ) ενημερώνει αμέσως τους ασκούντες τη γονική μέριμνα του παιδιού ή τον εκπρόσωπό του αναφορικά με το γεγονός ότι το παιδί βρίσκεται υπό σύλληψη ή/και κράτηση, για τους λόγους για τους οποίους βρίσκεται υπό σύλληψη ή/και κράτηση, καθώς και για τα δικαιώματα του παιδιού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και τους ζητά όπως παρουσιαστούν χωρίς καθυστέρηση στον αστυνομικό σταθμό,

(ε) ενημερώνει πάραυτα τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας αναφορικά με τη σύλληψη και κράτηση του παιδιού, για να παρουσιαστεί Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών χωρίς καθυστέρηση στον αστυνομικό σταθμό, εάν ο ίδιος το κρίνει αναγκαίο, προκειμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25,

(στ) διασφαλίζει ότι το παιδί λαμβάνει τη συνδρομή δικηγόρου, όπως προβέπεται στο άρθρο 7, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(2) Παιδί υπό σύλληψη έχει δικαίωμα σε ιατρική εξέταση για αξιολόγηση της γενικής πνευματικής και σωματικής κατάστασής του, η οποία είναι όσο το δυνατόν λιγότερο επεμβατική και διενεργείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από γιατρό ή άλλο εξειδικευμένο επαγγελματία, το πόρισμα του οποίου είναι γραπτό, είτε κατόπιν πρωτοβουλίας του επί καθήκοντι αστυνομικού, ιδίως όταν συγκεκριμένες ενδείξεις σχετικά με την υγεία επιβάλλουν την εξέταση αυτή, είτε κατόπιν σχετικής αίτησης από-

(α) το παιδί,

(β) τους ασκούντες τη γονική μέριμνα ή τον εκπρόσωπο του παιδιού, ανάλογα με την περίπτωση, ή

(γ) το δικηγόρο του παιδιού.

(3) Τα αποτελέσματα της προβλεπόμενης στο εδάφιο (3) ιατρικής εξέτασης λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της ικανότητας του παιδιού να παρακολουθήσει τη δικαστική διαδικασία ή για τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων λαμβάνονται ή προβλέπεται να ληφθούν κατά του παιδιού στο πλαίσιο των διαδικασιών του παρόντος Νόμου.

(4) Μετά την προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) ιατρική εξέταση, εφόσον κρίνεται από τον γιατρό ή τον εξειδικευμένο επαγγελματία ότι απαιτείται, παρέχεται ιατρική περίθαλψη εφόσον δε ο γιατρός ή ο εξειδικευμένος επαγγελματίας κρίνει ότι, υπό τις περιστάσεις, απαιτείται περαιτέρω ή άλλη ιατρική εξέταση από άλλο γιατρό ή εξειδικευμένο επαγγελματία ή από τους ίδιους, δυνατό να διενεργηθεί η εν λόγω ιατρική εξέταση.

(5) Ο επί καθήκοντι αστυνομικός και ο επιμελητής ενημερώνουν το παιδί με κατάλληλο τρόπο και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 σε γλώσσα κατανοητή και απλή, ανάλογα με την ηλικία και τον βαθμό ωριμότητας και αντίληψής του, χωρίς καθυστέρηση αναφορικά με-

(α) τα δικαιώματά του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου,

(β) τους λόγους της σύλληψής του και το αδίκημα για τη διάπραξη του οποίου θεωρείται ύποπτο,

(γ) το δικαίωμά του να συμβουλευθεί δικηγόρο της επιλογής του ιδίου ή των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτού,

(δ) το γεγονός ότι έχουν ενημερωθεί για το γεγονός της σύλληψης και κράτησής του οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ή ο εκπρόσωπός του, ανάλογα με την περίπτωση, καθώς και οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.

(6) Σε περίπτωση που ο επί καθήκοντι αστυνομικός δεν κατορθώνει να επικοινωνήσει με τους ασκούντες τη γονική μέριμνα του παιδιού ή τον εκπρόσωπό του, όπου αυτό εφαρμόζεται, ή, σε περίπτωση που οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ή ο εκπρόσωπός του παιδιού αναφέρουν ότι για πρακτικούς λόγους δεν είναι δυνατό να παρουσιαστούν στον αστυνομικό σταθμό χωρίς καθυστέρηση, ο επί καθήκοντι αστυνομικός ή/και ο επιμελητής ενημερώνουν το παιδί για το γεγονός αυτό, καθώς και για το δικαίωμά του να αναφέρει το όνομα άλλου ενήλικα που επιθυμεί να τον εκπροσωπήσει, ο οποίος θα τύχει έγκρισης από τον Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.

(7) Σε περίπτωση που το παιδί μεταφέρεται σε άλλο αστυνομικό σταθμό ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος, ο επί καθήκοντι αστυνομικός ή/και ο επιμελητής ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση όλα τα πρόσωπα, τα οποία είχαν ήδη ενημερωθεί για τη σύλληψη και κράτηση του παιδιού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένου του δικηγόρου του, αναφορικά με το γεγονός αυτό και για τον αστυνομικό σταθμό ή τον τόπο, στον οποίο το παιδί έχει μεταφερθεί.

Υποχρεώσεις Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας

25.-(1) Σε περίπτωση που Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών λάβει ενημέρωση από την Αστυνομία αναφορικά με τη σύλληψη και κράτηση παιδιού σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 24, και ότι κρίνεται αναγκαίο να παραστεί, παρίσταται στον αστυνομικό σταθμό χωρίς καθυστέρηση, για να αξιολογήσει αρχικά την κατάσταση του παιδιού.

(2) Σε περίπτωση που δεν είναι πρακτικά δυνατό για τον Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών να παρουσιαστεί χωρίς καθυστέρηση στον αστυνομικό σταθμό, επισκέπεται τον αστυνομικό σταθμό το συντομότερο δυνατό, και σε περίπτωση που το παιδί έχει εν τω μεταξύ αφεθεί ελεύθερο, ενημερώνεται για τα στοιχεία, τη διεύθυνση και τις περιστάσεις υπό τις οποίες το παιδί συνελήφθη και φροντίζει όπως το συντομότερο δυνατό έχει συνάντηση με το παιδί, τους ασκούντες τη γονική μέριμνα ή τον εκπρόσωπό του, όπου αυτό εφαρμόζεται.

(3) Σε περίπτωση που ο Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών διαπιστώνει ότι το παιδί χρειάζεται φροντίδα και προστασία, προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου.

(4) Ο Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών συντάσσει έκθεση αναφορικά με το γεγονός ότι το παιδί έχει ανάγκη φροντίδας και προστασίας, καθώς και τις ενέργειες που λήφθηκαν από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για τον σκοπό αυτό, η οποία καταχωρίζεται στον φάκελο που διαβιβάζεται στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας από την Αστυνομία σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 33.

Ενημέρωση δικηγόρου

26.-(1) Ο επί καθήκοντι αστυνομικός ειδοποιεί αμέσως τον δικηγόρο του παιδιού, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7, και τον καλεί να παρουσιαστεί χωρίς καθυστέρηση στον αστυνομικό σταθμό.

(2) Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατό να εντοπιστεί ο δικηγόρος του παιδιού εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ή που κωλύεται να παρουσιαστεί στον αστυνομικό σταθμό, ενημερώνεται για το γεγονός αυτό το παιδί, οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ή ο εκπρόσωπός του, όπου αυτό εφαρμόζεται, οι οποίοι δύνανται να ζητήσουν την παρουσία άλλου δικηγόρου, τον οποίο ο επί καθήκοντι αστυνομικός καλεί να παρουσιαστεί στον αστυνομικό σταθμό χωρίς καθυστέρηση.

(3) Σε περίπτωση που το παιδί, οι ασκούντες τη γονική μέριμνα ή ο εκπρόσωπος του παιδιού, όπου αυτό εφαρμόζεται, ζητήσουν τις υπηρεσίες δικηγόρου, χωρίς να κατονομάσουν συγκεκριμένο δικηγόρο, ο επί καθήκοντι αστυνομικός ή/και ο επιμελητής παραδίδει στο παιδί, στους ασκούντες τη γονική μέριμνα ή στον εκπρόσωπο του παιδιού, ανάλογα με την περίπτωση, κατάλογο με τα ονόματα δικηγόρων εγγεγραμμένων στον κατάλογο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, για να επιλέξουν.

Ανάκριση ή κατάθεση παιδιού

27.-(1) Ο επί καθήκοντι υπεύθυνος του αστυνομικού σταθμού στον οποίο προσάγεται παιδί, το οποίο έχει συλληφθεί και κρατείται ως ύποπτο για τη διάπραξη αδικήματος διασφαλίζει ότι το παιδί παριουσιάζεται ενώπιον δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης ή αφήνεται ελεύθερο, το αργότερο εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τον χρόνο που το παιδί τέθηκε υπό κράτηση.

(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (3), (4) και (5), παιδί υπό σύλληψη και κράτηση σε αστυνομικό σταθμό ως ύποπτο για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, ανακρίνεται ή/και δίδει κατάθεση, σε σχέση με το υπό διερεύνηση αδίκημα, στην παρουσία-

(α) των ασκούντων τη γονική μέριμνα ή του εκπροσώπου του, όπου αυτό εφαρμόζεται,

(β) του δικηγόρου του,

(γ) του επιμελητή σε περίπτωση που εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (6).

(3) Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν παρίσταται δικηγόρος, η διεξαγωγή ανάκρισης του παιδιού ή η λήψη κατάθεσης από το παιδί αναβάλλεται για εύλογο χρονικό διάστημα, μέχρι να παραστεί ο δικηγόρος του.

(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3), ο επί καθήκοντι υπεύθυνος αστυνομικός δύναται σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το προδικαστικό στάδιο να διατάξει την ανάκριση παιδιού ή τη λήψη κατάθεσης από αυτό στην απουσία του δικηγόρου του, αφού προηγουμένως το ενημερώσει για τα δικαιώματά του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, στο βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:

(α) Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·

(β) είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις ανακριτικές αρχές προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία σε σχέση με σοβαρό ποινικό αδίκημα.

(5) Απόφαση διεξαγωγής ανάκρισης στην απουσία δικηγόρου, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4), δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

(6) Ο επί καθήκοντι υπεύθυνος του αστυνομικού σταθμού δύναται να διατάξει την εξαίρεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα του παιδιού κατά την ανάκριση του παιδιού ή κατά τη λήψη κατάθεσης, σε περίπτωση που-

(α) ο ασκών τη γονική μέριμνα είναι το θύμα του αδικήματος ή έχει συλληφθεί αναφορικά με τη διάπραξη του ίδιου αδικήματος,

(β) έχει εύλογες υπόνοιες για τη συμμετοχή του ασκούντος τη γονική μέριμνα στη διάπραξη του αδικήματος,

(γ) ο αστυνομικός έχει εύλογες υπόνοιες ότι, έαν ο ασκών τη γονική μέριμνα είναι παρών κατά την ανάκριση ή τη λήψη γραπτής κατάθεσης, θα επηρεάσει το ανακριτικό έργο.

(7) Η ανάκριση ή κατάθεση παιδιού διενεργείται πάντοτε σε γλώσσα απλή και κατανοητή στο παιδί και, εφόσον είναι απαραίτητο, με τη βοήθεια μεταφραστή ή διερμηνέα.

(8) Ο επιμελητής διασφαλίζει ότι η διαδικασία της ανάκρισης παιδιού γίνεται με σεβασμό στα δικαιώματά του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(9) Η ανάκριση παιδιού καταγράφεται με οπτικοακουστικά μέσα, εάν αυτό είναι εφικτό και προς το συμφέρον του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα του αδικήματος ή της υπόθεσης, κατά πόσο παρίσταται δικηγόρος και κατά πόσο το παιδί έχει στερηθεί της ελευθερίας του.

(10) Σε περίπτωση που η κατάθεση ή η ανάκριση δεν καταγράφεται με οπτικοακουστικά μέσα, λαμβάνεται γραπτώς και διαβάζεται στο παιδί που στη συνέχεια δηλώνει εάν συμφωνεί και η δήλωση αυτή καταγράφεται στο τέλος της κατάθεσης ή ανάκρισης.

Κοινοποίηση κατηγοριών και διαδικασιών στο παιδί και στους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού

28. Σε περίπτωση που παιδί κατηγορείται για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος μετά από ανάκριση ή κατάθεση, ο επί καθήκοντι αστυνομικός ενημερώνει σε γλώσσα κατανοητή και απλή το παιδί, τους ασκούντες τη γονική μέριμνα ή τον εκπρόσωπό του, όπου αυτό εφαρμόζεται, και τον δικηγόρο του για-

(α) τις εναντίον του κατηγορίες,

(β) τις ενδεχόμενες συνέπειες της απουσίας είτε του παιδιού είτε των ασκούντων τη γονική μέριμνά του σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη διαδικασία που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Απόλυση από τον αστυνομικό σταθμό

29. Ο επί καθήκοντι αστυνομικός απολύει το παιδί, το αργότερο εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από την ώρα που το παιδί τέθηκε υπό κράτηση σε αστυνομικό σταθμό-

(α) σε περίπτωση που το παιδί έχει δώσει κατάθεση, αφού το κατηγορήσει γραπτώς, νοουμένου ότι υπάρχει επαρκής μαρτυρία και εφόσον η κράτησή του δεν κρίνεται απαραίτητη για οποιονδήποτε άλλο λόγο,

(β) έαν η μαρτυρία είναι ανεπαρκής για να απαγγελθεί οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον του,

(γ) εάν η κατάθεση του παιδιού δεν δύναται να συμπληρωθεί για σοβαρό λόγο και δεν συντρέχει άλλος λόγος κράτησής του, η δε κατάθεση διακόπτεται και συμπληρώνεται σε κατοπινό στάδιο και μόλις αυτό καταστεί δυνατό.

Συνέπειες μη εφαρμογής διατάξεων

30. Παράλειψη οποιουδήποτε αστυνομικού να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 26, 27, 28 και 29 συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

Έκδοση αστυνομικών διαταγών

31. Ο Αρχηγός Αστυνομίας δύναται, με αστυνομική διαταγή που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου και δημοσιοποιείται στην ιστοσελίδα της Αστυνομίας, να καθορίζει περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με-

(α) τη μεταχείριση παιδιών που συλλαμβάνονται και κρατούνται σε αστυνομικό σταθμό ως ύποπτα για τη διάπραξη αδικήματος,

(β) τον ρόλο των ασκούντων τη γονική μέριμνα του παιδιού ή του εκπροσώπου του, όπου αυτό εφαρμόζεται, που είναι παρόντες στον αστυνομικό σταθμό σε περίπτωση κράτησης παιδιού, περιλαμβανομένου του επιμελητή και του Λειτουργού Κοινωνικής Ευημερίας.