ΜΕΡΟΣ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Εκλογές σε υπό κατοχή δήμους

146.-(1) Για τη χρονική περίοδο που διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση, η εκλογή για τους δήμους οι οποίοι ευρίσκονται επί τoυ υπό τουρκική κατοχή εδάφους της Δημοκρατίας διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις τoυ περί Εκλογής τωv Μελών της Βουλής τωv Αvτιπρoσώπωv Νόμου, αvαπρoσαρμoζόμενες στις συνθήκες εκάστης περίπτωσης, όπως o Υπουργός ήθελε κρίνει σκόπιμo.

(2) Άνευ βλάβης ή επηρεασμού της γενικότητας τoυ εδαφίου (1), o Υπουργός έχει εξουσία για τov σκοπό αυτόν όπως-

(α) ορίζει τα εκλογικά τμήματα για τους δήμους αυτούς oπoυδήπoτε ήθελε κρίvει σκόπιμo,

(β) καθορίζει τους εκλογείς οι οποίοι ψηφίζουν σε κάθε τέτοιο τμήμα,

(γ) προβαίνει γενικά σε τέτοιες διευθετήσεις σε σχέση με την υποβολή υπoψηφιoτήτωv, την εκλογική διαδικασία και την ανακήρυξη τωv εκλεγέντων, σύμφωνα με τις συνθήκες εκάστης περίπτωσης, όπως ήθελε κρίνει σκόπιμo.

(3) Κατά την εφαρμογή των διατάξεων τoυ περί Εκλογής τωv Μελών της Βουλής τωv Αvτιπρoσώπωv Νόμου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, o Υπουργός έχει εξουσία όπως συντέμνει ή επεκτείνει οποιαδήποτε προθεσμία προβλέπεται στον εν λόγω Νόμο και προβαίνει σε τέτοιες αvαπρoσαρμoγές τωv σε αυτόν πρoβλεπoμέvωv τύπων, όπως αυτός κρίνει ότι απαιτείται από τις συνθήκες της εκάστοτε περίπτωσης.

Μεταβατική διάταξη για τις επιτροπές σχολικών υποδομών και κτιρίων

147. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου που αναφέρονται στην ανάληψη της άσκησης των αρμοδιοτήτων των σχολικών εφοριών από τις δημοτικές επιτροπές σχολικών υποδομών και κτιρίων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου τίθενται σε ισχύ μετά την πάροδο πέντε (5) ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, κατόπιν έκδοσης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και θέσπισης νομοθεσίας για την κατάργηση του περί Σχολικών Εφορειών Νόμου.

Σύσταση Συμβουλίων Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων

148.-(1) Μέχρι την ημερομηνία εγκαθίδρυσης των νέων δήμων που συστήνονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3, συστήνονται και λειτουργούν Συμβούλια Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων και στα συμβούλια αυτά συμμετέχουν υποχρεωτικά οι δήμαρχοι ή/και κοινοτάρχες των δήμων ή/και κοινοτήτων που συνενώνονται, αντίστοιχα:

Νοείται ότι, κατά τις συνεδρίες των εν λόγω συμβουλίων παρίστανται οι δημοτικοί γραμματείς των δήμων ή/και οι γραμματείς των κοινοτήτων που προτείνεται να συνενωθούν ή συνενώνονται, χωρίς δικαίωμα ψήφου, για την παροχή διοικητικής συνδρομής και τεχνικής υποστήριξης προς αυτά, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών για σκοπούς τήρησης των πρακτικών.

(2) Τα Συμβούλια Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων είναι αρμόδια για-

(α) την κατάρτιση και την έγκριση του προϋπολογισμού του νέου δήμου, για το πρώτο εξάμηνο λειτουργίας του, τον οποίο υποβάλλουν για έγκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 92·

(β) την κατάρτιση και την έγκριση του οργανογράμματος και της στελέχωσης του νέου δήμου με το υφιστάμενο προσωπικό των υπό συνένωση δήμων ή/και κοινοτήτων·

(γ) την προετοιμασία των πάσης φύσεως συναφών με την οργάνωση και λειτουργία εκάστου νέου δήμου ζητημάτων, περιλαμβανομένου του ανοίγματος φορολογικών μητρώων και των ενεργειών που απαιτούνται για εγγραφή σε συστήματα ηλεκτρονικών πληρωμών·

(δ) την αντιμετώπιση ζητημάτων προετοιμασίας των πληροφοριακών συστημάτων για την ενιαία μηχανογράφηση και την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης·

(ε) την παροχή από τους δήμους προς τους πολίτες κοινών υπηρεσιών, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Συμβουλευτικής Επιτροπής, που συγκροτείται με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (4)· και

(στ) τη λήψη απόφασης και την υλοποίηση των αναγκαίων ενεργειών για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε ζητήματος σχετίζεται με τη μετάβαση των υπό συνένωση δήμων ή/και κοινοτήτων σε ενιαίους δήμους.

(3) Πρόεδρος του Συμβουλίου Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων είναι ο δήμαρχος της έδρας του προτεινόμενου νέου δήμου, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, και έδρα κάθε Συμβουλίου Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων είναι η έδρα του νέου δήμου αυτού.

(4)(α) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, συγκροτείται Κεντρική Συμβουλευτική Επιτροπή που αποτελείται από τον γενικό διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ή εκπρόσωπό του ως πρόεδρο, τον γενικό διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ή εκπρόσωπό του, τον πρόεδρο της Ένωσης Δήμων Κύπρου ή εκπρόσωπό του και τον πρόεδρο της Ένωσης Κοινοτήτων Κύπρου ή εκπρόσωπό του.

(β) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) Κεντρική Συμβουλευτική Επιτροπή ασκεί τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

(i) Εγκρίνει τις προτάσεις των Συμβουλίων Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων,

(ii) συντονίζει και βοηθά το έργο των Συμβουλίων Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων,

(iii) διατυπώνει προτάσεις, εισηγήσεις και συστάσεις προς τα Συμβούλια Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της παροχής κοινών υπηρεσιών, καθώς και κάθε άλλο ζήτημα που κρίνει αναγκαίο.

(5) Ο προϋπολογισμός, τα οργανογράμματα, η στελέχωση, καθώς και κάθε άλλη απόφαση των Συμβουλίων Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων που σχετίζεται με τη μετάβαση των υπό συνένωση δήμων ή/και κοινοτήτων σε ενιαίο δήμο, υποβάλλονται προς έγκριση στον Υπουργό:

Νοείται ότι, τα συμβούλια των νέων δήμων που συστήνονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 δύναται, με την ανάληψη των καθηκόντων τους, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να μεταβάλλουν τις αποφάσεις των Συμβουλίων Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων, όπως νόμος ορίζει.

(6) Καθ’ όσον αφορά θέματα προσωπικού, ο τρόπος παροχής και διαχείρισης των κοινών υπηρεσιών ρυθμίζεται με εσωτερικούς κανονισμούς των Συμβουλίων Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων, οι οποίοι εγκρίνονται από τον Υπουργό, και καθ’ όσον αφορά ειδικότερα θέματα που αφορούν το προσωπικό, προηγείται διαβούλευση με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Κατοχύρωση υπαλλήλων, εργατών και ωρομίσθιου προσωπικού

149.-(1) Οι δήμοι που συστήνονται δυνάμει του παρόντος Νόμου καθίστανται εργοδότες του πάσης φύσεως προσωπικού που υπηρετεί στις συνενωθείσες αρχές ή σε σύμπλεγμα συνενωθεισών αρχών τοπικής διοίκησης κατά την έναρξη λειτουργίας των δήμων αυτών και για σκοπούς ομαλής εφαρμογής του παρόντος εδαφίου οι εν λόγω αρχές διενεργούν, μερίμνη των δημάρχων και των προέδρων των κοινοτικών συμβουλίων, πλήρη απογραφή του προσωπικού έναν (1) μήνα πριν από την έναρξη λειτουργίας του νέου δήμου.

(2) Κάθε μόνιμος υπάλληλος, εργοδοτούμενος ορισμένου ή αορίστου χρόνου, εργάτης ή μέλος του ωρομίσθιου προσωπικού που, αμέσως πριν από την ημερομηνία κήρυξης της οικείας αρχής τοπικής διοίκησης σε δήμο ή δημοτικό διαμέρισμα, υπηρετεί σε αυτή, μεταφέρεται, με το ίδιο καθεστώς, δηλαδή του μόνιμου υπαλλήλου, εργοδοτουμένου ορισμένου ή αορίστου χρόνου, εργάτη ή μέλους του ωρομίσθιου προσωπικού στην υπηρεσία τoυ οικείου δήμου και τοποθετείται από τo συμβούλιο του δήμου σε θέση της οποίας τα καθήκοντα και οι ευθύνες είναι ανάλογα προς τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης που κατείχε στην αρχή τοπικής διοίκησης που κηρύχθηκε δήμος ή δημοτικό διαμέρισμα, νοουμένου ότι οι μισθοδοτικοί όροι, τα ωφελήματα ή/και τα δικαιώματα αυτού δεν επηρεάζονται δυσμενώς:

Νοείται ότι, o υπάλληλος, ο εργάτης ή το μέλος του ωρομίσθιου προσωπικού δύναται, εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της μεταφοράς του και την κoιvoπoίηση σε αυτόν των όρων υπηρεσίας της οικείας θέσης, να δηλώσει, με γραπτή γνωστοποίηση προς τον δήμο στον οποίο μεταφέρεται, ότι δεν επιθυμεί να εργοδοτηθεί στην υπηρεσία του δήμου, οπότε, από την ημερομηνία της υποβολής της γραπτής γνωστοποίησής του προς τον δήμο για την πρόθεσή του αυτή, παύει να τελεί στην υπηρεσία τoυ δήμου και, σε τέτοια περίπτωση, δικαιούται τα ίδια ωφελήματα αποχώρησης τα οποία θα εδικαιούτο, εάν αποχωρούσε από την υπηρεσία της αρχής τοπικής διοίκησης δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων που εφαρμόζονται για την περίπτωσή του:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία στον νέο δήμο μεταφέρονται πέραν του ενός υπάλληλοι, οι οποίοι κατείχαν στην οικεία αρχή τοπικής διοίκησης που κηρύχθηκε σε δημοτικό διαμέρισμα θέση Δημοτικού Γραμματέα, Δημοτικού Μηχανικού, Δημοτικού Ταμία ή Δημοτικού Υγειονομικού Επιθεωρητή, το συμβούλιο, κατά την πρώτη του συνεδρία, αποφασίζει για την τοποθέτηση υπαλλήλων στις θέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (α) έως (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 80,  εφαρμόζοντας, τηρουμένων των αναλογιών, το κριτήριο της αρχαιότητας, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, νοουμένου ότι ο υπάλληλος που τοποθετείται στη θέση κατέχει τα απαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα της θέσης:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία μεταφέρεται στον νέο δήμο υπάλληλος ο οποίος κατείχε στην οικεία αρχή τοπικής διοίκησης που κηρύχθηκε δημοτικό διαμέρισμα θέση Δημοτικού Γραμματέα, Δημοτικού Μηχανικού, Δημοτικού Ταμία ή Δημοτικού Υγειονομικού Επιθεωρητή και δεν καθίσταται εφικτό να τοποθετηθεί στην αντίστοιχη θέση, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της πιο πάνω επιφύλαξης, δύναται να μεταφερθεί σε άλλον υπό σύσταση δήμο και να τοποθετηθεί στην αντίστοιχη θέση, με την έγγραφη συγκατάθεσή του, ύστερα από απόφαση του δήμου από τον οποίο μεταφέρεται και από απόφαση του δήμου στον οποίο θα εργοδοτηθεί:

Νοείται έτι έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που δεν μεταφέρονται υπηρετούντες υπάλληλοι στις θέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 80, η θέση πληρούται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 80 και 81.

(3) Έδρα του υπηρετούντος προσωπικού νοείται η έδρα του νέου δήμου και το συμβούλιο, με απόφασή του, κατανέμει το προσωπικό του δήμου σε αποκεντρωμένες υπηρεσίες που λειτουργούν σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα ανάλογα με τις ανάγκες.

(4) Το οργανόγραμμα κάθε δήμου καθορίζει τις κεντρικές και αποκεντρωμένες διοικητικές μονάδες σε επίπεδο δημοτικού διαμερίσματος με τρόπο ώστε οι πάσης φύσεως οργανικές μονάδες να λειτουργούν στην έδρα του νέου δήμου ως κεντρικές δημοτικές υπηρεσίες με αποκεντρωμένες μονάδες σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα.

(5) Κατά την κατάρτιση των δημοτικών οργανογραμμάτων λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να ενοποιηθούν οι πάσης φύσεως υπηρεσίες σε ενιαία υπηρεσία και προϊστάμενη αρχή στην έδρα κάθε δήμου.

(6) Η υπηρεσία τoυ υπαλλήλου, εργάτη ή μέλους του ωρομίσθιου προσωπικού στον δήμο θεωρείται ως συνέχιση της προηγούμενης υπηρεσίας του και η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας στον δήμο ή στην κοινότητα δεν δύναται vα μεταβληθούν δυσμενώς για αυτούς κατά τη διάρκεια της συνέχισης της υπηρεσίας τους στον δήμο αυτόν:

Νοείται ότι, για τους σκoπoύς τoυ παρόντος εδαφίου, ο όρος «όροι υπηρεσίας» περιλαμβάvει τους όρους που αφορούν τις άδειες, την παύση ή την αποχώρηση από την υπηρεσία, τη σύνταξη, πρόσθετα χορηγήματα ή άλλα παρόμοια επιδόματα:

Νοείται περαιτέρω ότι, για οποιαδήποτε τυχόν σύνταξη ή άλλα ωφελήματα αποχώρησης μέχρι την ημερομηνία μεταφοράς του υπαλλήλου, εργάτη ή μέλους του ωρομίσθιου προσωπικού στον δήμο και μέχρι την ημερομηνία αποχώρησης από την υπηρεσία αυτών, υπεύθυvoς καθίσταται o δήμος.

(7) Υπάλληλος, εργάτης ή μέλος του ωρομίσθιου προσωπικού που μεταφέρεται στην υπηρεσία τoυ οικείου δήμου δυνάμει τoυ παρόντος άρθρου, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στον δήμο αυτόν, τηρoυμέvωv των προνοιών οποιωνδήποτε εσωτερικών καvovισμώv, έχει όλα τα δικαιώματα και ωφελήματα και υπόκειται σε όλες τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα τωv υπαλλήλων σύμφωνα με τα ισχύοντα στον οικείο δήμο.

Κατοχύρωση προσωπικού σχολικών εφοριών

150. Τα προβλεπόμενα στο άρθρο 149 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και αναφορικά με το προσωπικό των σχολικών εφοριών που εντάσσεται στη δημοτική υπηρεσία του νέου δήμου, στο οποίο περιλαμβάνονται τα πρόσωπα που πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου απασχολούνταν ως μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι ή ως υπάλληλοι αορίστου χρόνου ή ως ωρομίσθιο προσωπικό, με πλήρη ή μερική απασχόληση, από τη σχολική εφορία δυνάμει των διατάξεων του περί Σχολικών Εφορειών Νόμου.

Μεταβατικές διατάξεις αναφορικά με ισχύοντες κανονισμούς

151. Με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου-

(α) οι δημοτικοί κανονισμοί που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων του καταργηθέντος νόμου,

(β) οι Κανονισμοί που εκδόθηκαν δυνάμει τoυ περί Κοινοτήτων Νόμου για οποιαδήποτε κοινότητα η οποία ανακηρύσσεται σε δήμο ή σε δημοτικό διαμέρισμα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3,

(γ) οι Κανονισμοί που εκδόθηκαν δυνάμει τωv περί Δημοσίας Υγείας (Χωρίων) Νόμου για οποιαδήποτε κοινότητα η οποία ανακηρύσσεται σε δήμο ή σε δημοτικό διαμέρισμα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3,

λογίζονται ως Κανονισμοί που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και εφαρμόζονται ως εάν είχαν εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, στην έκταση που δεν συγκρούονται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου τρoπoπoιηθoύv ή καταργηθούν από Κανονισμούς ή δημοτικούς καvovισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ισχύοντες Κανονισμοί ή δημοτικοί κανονισμοί διαμερίσματος που εντάσσεται σε δήμο διαφέρουν, συγκρούονται ή είναι αντιφατικοί μεταξύ τους, μέχρι την έκδοση Κανονισμών ή δημοτικών κανονισμών για τον νέο δήμο, εφαρμόζονται οι Κανονισμοί ή οι δημοτικοί κανονισμοί, ανάλογα με την περίπτωση, του μεγαλύτερου υπό συνένωση δήμου, εκτός εάν το Συμβούλιο Διαχείρισης Κοινών Υποθέσεων του οικείου δήμου αποφασίσει διαφορετικά.

Απόσπαση υπαλλήλων και εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου στους Επαρχιακούς Οργανισμούς Αυτοδιοίκησης

151Α.-(1)Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του περί Επαρχιακών Οργανισμών Αυτοδιοίκησης Νόμου, ο Υπουργός έχει εξουσία όπως, για σκοπούς κάλυψης υπηρεσιακών αναγκών για την αδειοδότηση της ανάπτυξης και την υδατοπρομήθεια από τους Επαρχιακούς Οργανισμούς Αυτοδιοίκησης, αποφασίζει για την απόσπαση-

(α) υπαλλήλου του δήμου που απασχολείται στην αδειοδότηση της ανάπτυξης ή στην υδατοπρομήθεια, ανάλογα με την περίπτωση, σε Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης·

(β) εργοδοτουμένου αορίστου χρόνου του δήμου που απασχολείται στην αδειοδότηση της ανάπτυξης ή στην υδατοπρομήθεια, ανάλογα με την περίπτωση, σε Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης.

(2) Κάθε εισήγηση για απόσπαση υπαλλήλου ή εργοδοτουμένου αορίστου χρόνου του δήμου σε Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης υποβάλλεται στον Υπουργό από τον πρόεδρο του οικείου Προσωρινού Συντονιστικού Συμβουλίου, που συστήνεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 102 του περί Επαρχιακών Οργανισμών Νόμου, με τις απόψεις του οικείου δημάρχου:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η απόσπαση συνεπάγεται αλλαγή τόπου διαμονής του υπαλλήλου ή του εργοδοτουμένου αορίστου χρόνου, υποβάλλονται στον Υπουργό και οι θέσεις του επηρεαζόμενου υπαλλήλου ή εργοδοτουμένου αορίστου χρόνου αναφορικά με τη σκοπούμενη απόσπαση.

(3) Η διάρκεια απόσπασης γενομένης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δεν δύναται να υπερβαίνει την περίοδο των δεκαοκτώ (18) μηνών και δεν δύναται να ανανεώνεται.

(4) Υπάλληλος ο οποίος αποσπάται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου εξακολουθεί να κατέχει την οργανική θέση από την οποία αποσπάται, υπάγεται όμως στον ιεραρχικό διοικητικό έλεγχο του οικείου προϊσταμένου τμήματος ή του οικείου γενικού διευθυντή του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης, για την περίοδο κατά την οποία διαρκεί η απόσπαση.

(5) Εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου, ο οποίος αποσπάται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εξακολουθεί να είναι εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου στον δήμο από τον οποίο αποσπάται, υπάγεται όμως στον ιεραρχικό διοικητικό έλεγχο του οικείου προϊσταμένου τμήματος ή του οικείου γενικού διευθυντή του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης, για την περίοδο κατά την οποία διαρκεί η απόσπαση.

(6) Αναφορικά με υπάλληλο ο οποίος αποσπάται σε Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης, ισχύουν τα ακόλουθα:

(α) Η αξιολόγηση διενεργείται από τον οικείο προϊστάμενο τμήματος του δήμου από τον οποίο αυτός προέρχεται, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ακολουθεί ο δήμος, αφού ληφθούν υπόψη οι γραπτές απόψεις του οικείου γενικού διευθυντή του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης στον οποίο αποσπάσθηκε ή άλλου εξουσιοδοτημένου από αυτόν υπαλλήλου του εν λόγω οργανισμού.

(β) Ο υπάλληλος συνεχίζει να απολαμβάνει όλων των ωφελημάτων και δικαιωμάτων και να υπόκειται στις υποχρεώσεις της οργανικής θέσης την οποία κατέχει, ενώ ο χρόνος διάρκειας της απόσπασής του λογίζεται ως υπηρεσία στην οργανική του θέση για οποιονδήποτε σκοπό, περιλαμβανομένης προαγωγής διαρκούσης της απόσπασής του.

(γ) Οι απολαβές του υπαλλήλου καταβάλλονται από τον δήμο στον οποίο ανήκει η οργανική αυτού θέση, οι οποίες υπόκεινται στις εκάστοτε αποκοπές, μειώσεις ή/και συνεισφορές που ισχύουν για τους υπαλλήλους του δήμου, ανάλογα με την περίπτωση:

Νοείται ότι, ο Επαρχιακός Οργανισμός Αυτο-διοίκησης, στον οποίο ο υπάλληλος αποσπάται, υποχρεούται να καταβάλλει ολόκληρο το ποσό των απολαβών του αποσπασθέντος υπαλλήλου στον οικείο δήμο, βάσει διαδικασίας που καθορίζεται μεταξύ του δήμου και του επηρεαζόμενου Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης.

(7) Αναφορικά με εργοδοτούμενο αορίστου χρόνου ο οποίος αποσπάται σε Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ισχύουν τα ακόλουθα:

(α) Η αξιολόγηση διενεργείται από τον οικείο προϊστάμενο τμήματος του δήμου από τον οποίο αυτός προέρχεται, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ακολουθεί ο δήμος, αφού ληφθούν υπόψη οι γραπτές απόψεις του οικείου γενικού διευθυντή του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης στον οποίο αποσπάσθηκε ή άλλου εξουσιοδοτημένου από αυτόν υπαλλήλου του εν λόγω οργανισμού.

(β) Ο εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου συνεχίζει να απολαύει όλων των ωφελημάτων και δικαιωμάτων και να υπόκειται στις υποχρεώσεις που είχε στον δήμο στον οποίο απασχολείται, ο δε χρόνος διάρκειας της απόσπασής του λογίζεται ως υπηρεσία για οποιονδήποτε σκοπό.

(γ) Οι απολαβές του εργοδοτουμένου αορίστου χρόνου καταβάλλονται από τον δήμο από τον οποίο αυτός προέρχεται και υπόκεινται στις εκάστοτε αποκοπές, μειώσεις ή/και συνεισφορές που ισχύουν στον δήμο, ανάλογα με την περίπτωση:

Νοείται ότι, ο Επαρχιακός Οργανισμός Αυτοδιοίκησης, στον οποίο ο εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου αποσπάται, καταβάλλει ολόκληρο το ποσό των απολαβών του αποσπασθέντος εργοδοτουμένου αορίστου χρόνου στον οικείο δήμο, βάσει διαδικασίας που καθορίζεται μεταξύ του δήμου και του επηρεαζόμενου Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης.

(8) Σε περίπτωση καταγγελίας ή υποψίας για διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από υπάλληλο δήμου ή εργοδοτούμενο αορίστου χρόνου, κατά τη διάρκεια απόσπασής του, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου όσον αφορά την ακολουθητέα διαδικασία διερεύνησης και εκδίκασης του πειθαρχικού αδικήματος, όπως και για κάθε άλλο θέμα σχετιζόμενο με πειθαρχική ευθύνη.

(9) Σε περίπτωση διεξαγωγής έρευvας για πειθαρχικό παράπτωμα εvαvτίov υπαλλήλoυ ή εργοδοτουμένου αορίστου χρόνου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8), ή έvαρξης αστυvoμικής έρευvας με σκoπό τηv πoιvική δίωξή τoυ, ο υπάλληλος ή εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου δύναται να τεθεί σε διαθεσιμότητα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Μόνιμη μεταφορά υπαλλήλων σε Επαρχιακούς Οργανισμούς Αυτοδιοίκησης

151Β.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμών ή οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, αριθμός υπαλλήλων που απασχολούνται στο τμήμα τεχνικών υπηρεσιών του δήμου ασκώντας καθήκοντα σχετικά με την αδειοδότηση της ανάπτυξης ή υπαλλήλων που ασκούν καθήκοντα αναφορικά με την υδατοπρομήθεια δύναται να μεταφερθούν σε Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στις διατάξεις των εδαφίων (2) έως (5).

(2) Ο δήμος καλεί εγγράφως μέχρι την 30ή Νοεμβρίου 2024 έκαστο μέλος του προσωπικού που υπηρετεί στο τμήμα τεχνικών υπηρεσιών και απασχολείται με την αδειοδότηση της ανάπτυξης ή ασκεί καθήκοντα αναφορικά με την υδατοπρομήθεια όπως δηλώσει ενδιαφέρον για μεταφορά του από τον δήμο στον Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης, ώστε να καταστεί μέλος του προσωπικού του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης:

Νοείται ότι, ο αριθμός των υπαλλήλων που δύναται να μεταφερθούν από έκαστο δήμο καθορίζεται από τον Υπουργό, ύστερα από αίτημα του Προέδρου του οικείου Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης, αφού προηγουμένως ληφθεί η σύμφωνη γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου.

(3) Εντός ενός (1) ημερολογιακού μηνός από την ημερομηνία πρόσκλησης δήλωσης ενδιαφέροντος, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (2), τα μέλη του προσωπικού του δήμου δηλώνουν ανέκκλητα και εγγράφως κατά πόσο επιθυμούν να συνεχίσουν την υπηρεσία τους στον δήμο ή να μεταφερθούν στον Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης και να καταστούν μέλη του προσωπικού του, καταλαμβάνοντας αντίστοιχη θέση με αυτή που κατείχαν στον δήμο κατά την ημερομηνία πρόσκλησης δήλωσης ενδιαφέροντος και για την οποία προσκλήθηκαν να εκδηλώσουν ενδιαφέρον:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του προσωπικού του δήμου που ασκεί καθήκοντα αναφορικά με την αδειοδότηση της ανάπτυξης ή την υδατοπρομήθεια δεν απαντήσει εντός της πιο πάνω προθεσμίας, θεωρείται ότι επιλέγει να παραμείνει στον δήμο.

(4) Κάθε υπάλληλος, ο οποίος εκδηλώνει ενδιαφέρον για μεταφορά του στην υπηρεσία Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης και επιλέγεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον περί Επαρχιακών Οργανισμών Αυτοδιοίκησης Νόμο και στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, νοουμένου ότι πληροί τα απαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, μεταφέρεται στην υπηρεσία του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης από την ημερομηνία που καθορίζεται από το Συμβούλιο του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης.

(5) Αναφορικά με έκαστο υπάλληλο που μεταφέρεται στον Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ισχύουν τα ακόλουθα:

(α) Διατηρεί την υφιστάμενη μισθοδοσία του, περιλαμβανομένων προσωπικών ρυθμίσεων·

(β) οι όροι υπηρεσίας του είναι οι όροι που διέπουν εκάστοτε τους υπαλλήλους Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης, οι οποίοι διορίζονται σε μόνιμη θέση σε Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επαρχιακών Οργανισμών Αυτοδιοίκησης Νόμου και τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού· και

(γ) η υπηρεσία στον δήμο θεωρείται ως άνευ διακοπής συνέχιση της προηγούμενης υπηρεσίας του:

Νοείται ότι, για οποιαδήποτε τυχόν σύνταξη ή άλλα ωφελήματα αποχώρησης από την ημερομηνία μεταφοράς στον Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης και μέχρι την ημερομηνία αποχώρησης από την υπηρεσία αυτού υπεύθυνος καθίσταται ο Επαρχιακός Οργανισμός Αυτοδιοίκησης.