366. Όποιος προτίθεται να διαπράξει ποινικό αδίκημα, αρχίζει να θέτει την πρόθεση του σε εφαρμογή με μέσα που είναι πρόσφορα για την πραγμάτωση της και φανερώνει τέτοια πρόθεση με κάποια έκδηλη πράξη, αλλά δεν πραγματώνει την πρόθεση του σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαπράξει το ποινικό αδίκημα, θεωρείται ότι αποπειράται να το διαπράξει.
Είναι αδιάφορο, εκτός καθόσον αφορά στην ποινή, κατά πόσο ο υπαίτιος διενήργησε οτιδήποτε το οποίο ήταν αναγκαίο εκ μέρους του για συμπλήρωση της διάπραξης του ποινικού αδικήματος ή κατά πόσο η πλήρης πραγμάτωση της πρόθεσης του αποτράπηκε λόγω περιστατικών ανεξάρτητων από τη βούληση του ή κατά πόσο υπαναχώρησε εκούσια από την περαιτέρω επιδίωξη της πρόθεσης του.
Είναι αδιάφορο ότι, λόγω περιστατικών που δεν είναι γνωστά στον υπαίτιο, η πραγμάτωση του ποινικού αδικήματος ήταν εξ αντικειμένου αδύνατος.