2. Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού δεν επηρεάζουν καθόλου-
(α) την ποινική ευθύνη, τη δίκη ή την τιμωρία για ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία, άλλου ή του παρόντος ή
(β) να υπόκειται σε δίκη ή τιμωρία για ποινικό αδίκημα, δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία και που αφορά τη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας, για πράξεις που διενεργήθηκαν εκτός της συνήθους δικαιοδοσίας τέτοιων Δικαστηρίων ή
(γ) την εξουσία οποιουδήποτε Δικαστηρίου να τιμωρεί για περιφρόνηση του Δικαστηρίου ή
(δ) την ποινική ευθύνη ή τη δίκη ή την τιμωρία δυνάμει ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί αναφορικά με οποιαδήποτε πράξη που διενεργήθηκε ή που άρχισε πριν από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα αυτού
(ε) τις εξουσίες για απονομή χάρης, για μείωση ή μετατροπή σε ολόκληρο ή σε μέρος ή για αναστολή της εκτέλεσης οποιασδήποτε ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί ή
(στ) νόμο, που είναι εκάστοτε σε ισχύ και που αφορά τη διοίκηση των στρατιωτικών ή ναυτικών ή αεροπορικών δυνάμεων ή της αστυνομικής δύναμης της Δημοκρατίας:
3. Ο Κώδικας αυτός θα ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία, οι εκφράσεις όμως που χρησιμοποιούνται σε αυτόν θα θεωρούνται ως κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια την οποία απέδωσε σε αυτές το αγγλικό ποινικό δίκαιο και θα τυγχάνουν ανάλογης ερμηνείας, στο μέτρο κατά το οποίο τέτοια ερμηνεία δεν αντίκειται με το περιεχόμενο του κειμένου ή νοουμένου ότι δεν προνοείται ρητά από κάποια άλλη έννοια.
4. Στον Κώδικα αυτό-
“ακρωτηριασμός” σημαίνει την καταστροφή ή την πρόκληση μόνιμης ανικανότητας σε εξωτερικό ή εσωτερικό σωματικό όργανο, μεμβράνη ή αίσθηση
“αξιόγραφο” περιλαμβάνει κάθε έγγραφο που ανήκει κατά κυριότητα σε οποιοδήποτε πρόσωπο, και που αποδεικνύει είτε το δικαίωμα της κυριότητας είτε το δικαίωμα για ανάκτηση ή λήψη κάποιου περιουσιακού στοιχείου
“βαριά σωματική βλάβη” σημαίνει σωματική βλάβη που ισοδυναμεί με ακρωτηριασμό ή επικίνδυνη σωματική βλάβη ή που επιφέρει ή που πρόκειται να επιφέρει σοβαρή ή μόνιμη βλάβη στην υγεία ή την άνεση ή που εκτείνεται μέχρι τη μόνιμη παραμόρφωση ή τη μόνιμη ή σοβαρή βλάβη εξωτερικού ή εσωτερικού σωματικού οργάνου, μεμβράνης ή αίσθησης
“Δημοκρατία” σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία
“δημόσια” αναφορικά με πράξεις που έχουν διενεργηθεί, σημαίνει είτε-
(α) ότι οι πράξεις αυτές διενεργήθηκαν σε δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι ορατές από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται ή όχι σε δημόσιο χώρο είτε
(β) ότι αυτές διενεργήθηκαν σε μη δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πιθανόν να καταστούν ορατές από πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο
“δημόσια διάβαση” περιλαμβάνει κάθε κύρια οδό, αγορά, πλατεία, οδό, γέφυρα ή άλλη διάβαση, που χρησιμοποιείται νόμιμα από το κοινό
“δημόσιος λειτουργός” σημαίνει πρόσωπο που κατέχει οποιοδήποτε από τα πιο κάτω αξιώματα ή που ασκεί τα καθήκοντα που αρμόζουν σε τέτοιο αξίωμα, είτε ως αναπληρωτής ή διαφορετικά, δηλαδή-
(α) οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα καθώς και οποιαδήποτε δημόσια θέση, εφόσον την εξουσία να διορίζει ή να παύει στη θέση αυτή έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή το Υπουργικό Συμβούλιο ή δημόσια επιτροπή ή συμβούλιο ή
(β) οποιαδήποτε θέση, στην οποία κάποιο πρόσωπο διορίζεται ή υποδείχνεται με νόμο ή κατόπι εκλογής ή
(γ) οποιαδήποτε δημόσια θέση, εφόσον την εξουσία να διορίζει ή να παύει στη θέση αυτή έχουν πρόσωπο ή πρόσωπα που κατέχουν δημόσιο αξίωμα ή θέση από αυτά που περιλαμβάνονται σε καθεμιά από τις δυο προηγούμενες παραγράφους του ορισμού αυτού ή
(δ) οποιαδήποτε θέση διαιτητού ή επιδιαιτητού σε διαιτησία που ασκείται με διαταγή ή με έγκριση Δικαστηρίου ή κατά την εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου
ο όρος που αναφέρθηκε πιο πάνω περιλαμβάνει περαιτέρω-
(i) τα μέλη ερευνητικής επιτροπής, που διορίζονται κατά την εφαρμογή οποιουδήποτε νόμου
(ii) όλα τα πρόσωπα που απασχολούνται στην εκτέλεση ενταλμάτων και δικογράφων
(iii) όλα τα πρόσωπα που ανήκουν στη στρατιωτική ή την αστυνομική δύναμη της Δημοκρατίας
(iv) όλα τα πρόσωπα που υπηρετούν σε κάποιο Κυβερνητικό Τμήμα
(v) τους θρησκευτικούς λειτουργούς οποιουδήποτε θρησκευτικού δόγματος, καθόσον αφορά τα καθήκοντα τους που αναφέρονται σε γνωστοποιήσεις μελλοντικών γάμων ή την ιερολογία γάμων, ή τον καταρτισμό ή την τήρηση ληξιαρχικών βιβλίων ή πιστοποιητικών γάμου, γέννησης, βάπτισης, θανάτου, ή ταφής όχι όμως καθόσον αφορά τα υπόλοιπα καθήκοντα τους
(vi) πρόσωπα στην υπηρεσία δημοτικής αρχής
(vii) τον εκάστοτε κοινοτάρχη και τα μέλη της χωριτικής επιτροπής οποιασδήποτε κοινότητας
“δημόσιος χώρος” ή “δημόσιο υποστατικό” περιλαμβάνει δημόσια διάβαση και κτίριο, μέρος ή τόπο φυσικής άνεσης, όπου κάθε φορά το κοινό έχει δικαίωμα ή άδεια εισόδου, είτε χωρίς όρους είτε με όρο πληρωμής, καθώς και κτίριο ή χώρο που χρησιμοποιείται κάθε φορά για δημόσια ή θρησκευτική συγκέντρωση, για συνάθροιση ή ως δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση
“δημοτική αρχή” σημαίνει δημοτικό συμβούλιο, δημοτική επιτροπή, ή άλλο σώμα που αρμόζει σύμφωνα με το νόμο και το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο για την άσκηση δημοτικής εξουσίας και διοίκησης
“Δικαστήριο” σημαίνει το αρμόδιο δικαστήριο
“δικαστική διαδικασία” περιλαμβάνει κάθε διαδικασία που διεξάγεται ή που ασκείται ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή ερευνητικής επιτροπής ή προσώπου, που δύνανται να πάρουν ένορκη μαρτυρική κατάθεση, ανεξάρτητα αν λαμβάνουν ή όχι τέτοια ένορκη μαρτυρική κατάθεση
“εν γνώσει”, σε συνάρτηση με όρο που ενέχεται στην σημασία το να θέτει σε κυκλοφορία ή να χρησιμοποιεί ορισμένο πράγμα, εξυπακούει γνώση του χαρακτήρα του πράγματος που τίθεται σε κυκλοφορία ή που χρησιμοποιείται
“επικίνδυνη σωματική βλάβη” σημαίνει σωματική βλάβη που εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή
“Επιταγή” σημαίνει γραπτή εντολή του εκδότη προς Τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή σε δικαιούχο κομιστή, ανεξάρτητα από το αν καθίσταται πληρωτέα σε μεταγενέστερο χρόνο από την ημερομηνία έκδοσής της ή/και παράδοσής της και περιλαμβάνει δίγραμμη επιταγή.
“θέτει σε κυκλοφορία ένα πράγμα” σημαίνει και περιλαμβάνει το να χρησιμοποιεί ή να χειρίζεται πράγμα ή το να αποπειράται τη χρήση ή το χειρισμό του τέτοιου πράγματος και το να αποπειράται την υποκίνηση άλλου σε χρήση ή χειρισμό ή ενέργεια σε τέτοιο πράγμα
“κακούργημα” σημαίνει ποινικό αδίκημα που ορίζεται ρητά από το νόμο ως κακούργημα ή τέτοιο που δεν ορίζεται ρητά από το νόμο ως πλημμέλημα, που τιμωρείται, χωρίς απόδειξη προηγούμενης καταδίκης, με ποινή φυλάκισης τριών χρόνων ή βαρύτερης από αυτή
“κατοικία” περιλαμβάνει οποιοδήποτε κτίριο ή οικοδομή ή μέρος αυτών, που χρησιμοποιείται κάθε φορά από τον ιδιοκτήτη ή τον κάτοχο της για τη δική του διαμονή σε αυτή, της οικογένειας ή των υπηρετών του ή κάποιου από αυτούς, ανεξάρτητα αν κάποτε παραμένει ακατοίκητη κτίριο ή οικοδομή που συνορεύει με την κατοικία ή που κατέχεται ή που οπωσδήποτε χρησιμοποιείται μαζί με την κατοικία θεωρείται μέρος της κατοικίας μόνο εφόσον υπάρχει επικοινωνία μεταξύ του κτιρίου ή της οικοδομής και της κατοικίας, είτε με άμεση είτε με καλυμμένη και κλειστή διάβαση που οδηγεί από το ένα μέρος στο άλλο
“κατοχή” -
(α) “να κατέχει” ή “να έχει στην κατοχή” περιλαμβάνει όχι μόνο το να έχει στη δική του προσωπική κατοχή, αλλ’ επίσης και το να έχει σε γνώση του ότι είναι στην πραγματική κατοχή ή τη φύλαξη οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή το να φυλάγει σε οποιοδήποτε χώρο (είτε αυτός ανήκει στον ίδιο ή κατέχεται από αυτό είτε όχι) για χρήση ή όφελος του ίδιου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου
(β) σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, αν ένας ή περισσότερα από αυτά έχουν κάποιο πράγμα υπό τη φύλαξη ή στην κατοχή τους σε γνώση και με τη συγκατάθεση των υπολοίπων, το πράγμα αυτό θεωρείται ότι βρίσκεται υπό τη φύλαξη και την κατοχή καθενός και όλων αυτών των προσώπων
“κοινό” δηλώνει όχι μόνο όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται στη Δημοκρατία, αλλά επίσης και πρόσωπα που κατοικούν ή που χρησιμοποιούν κάποιο συγκεκριμένο τόπο, ή οποιοσδήποτε αριθμός τέτοιων προσώπων, ακόμη και πρόσωπα αόριστα, που τυχόν επηρεάζονται από την ενέργεια σε συνάρτηση με εκείνη την οποία χρησιμοποιείται αυτός ο όρος
“νόμος” περιλαμβάνει οποιαδήποτε διατάγματα ή διαδικαστικούς ή άλλους κανονισμούς που εκδόθηκαν σύμφωνα με εξουσιοδότηση του νόμου
“νύχτα” ή “κατά τη διάρκεια νύχτας” σημαίνει το χρονικό διάστημα μεταξύ των ωρών έξι και μισή το βράδυ και έξι και μισή το πρωϊ
“όρκος” περιλαμβάνει βεβαίωση ή δήλωση
“περιουσία” περιλαμβάνει κάθε έμψυχο ή άψυχο που μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο κυριότητας
“πλημμέλημα” σημαίνει κάθε ποινικό αδίκημα, το οποίο δεν είναι κακούργημα
“ποινικό αδίκημα” σημαίνει αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το νόμο, απόπειρα ή παράλειψη
“πρόσωπο” και “ιδιοκτήτης” και άλλοι παρόμοιοι όροι, όταν χρησιμοποιούνται σε συνάρτηση με περιουσία, περιλαμβάνουν τους οργανισμούς πάσης φύσης, καθώς και κάθε σύνδεσμο ικανό να κατέχει κατά κυριότητα περιουσία, αν όμως χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο περιλαμβάνουν και τη Δημοκρατία
“σκάφος” περιλαμβάνει πλοίο, λέμβο και κάθε άλλο είδος σκάφους που χρησιμοποιείται στη ναυσιπλοϊα είτε στη θάλασσα είτε σε μεσόγεια ύδατα
“Σύνταγμα” σημαίνει το Σύνταγμα της Δημοκρατίας
“σωματική βλάβη” σημαίνει σωματική βλάβη, ασθένεια ή διαταραχή, είτε μόνιμη είτε προσωρινή
“τραύμα” σημαίνει τομή ή ρήξη που τέμνει ή που διαπερνά εξωτερική μεμβράνη του σώματος και εξωτερική μεμβράνη για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού θεωρείται η μεμβράνη την οποία κάποιος δύναται να αγγίξει χωρίς να παραστεί ανάγκη τομής ή διάτρησης άλλης μεμβράνης
“χρήματα” περιλαμβάνει χαρτονομίσματα, τραπεζογραμμάτια, τραπεζικές συναλλαγματικές, τραπεζικές επιταγές καθώς και κάθε άλλη επιταγή, ένταλμα ή παράκληση πληρωμής χρημάτων.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
- 164(I)/2003
5.-(1) Ο Ποινικός Κώδικας και οποιοσδήποτε άλλος νόμος που συνιστά αδίκημα, εφαρμόζονται σε όλα τα αδικήματα τα οποία διαπράχτηκαν-
(α) εντός του εδάφους της Δημοκρατίας, ή
(β) εντός των Κυρίαρχων Περιοχών των Βάσεων, από Κύπριο εναντίον ή σε σχέση με Κύπριο, ή
(γ) σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από πολίτη της Δημοκρατίας ενόσω αυτός είναι στην υπηρεσία της Δημοκρατίας, ή
(δ) σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από πολίτη της Δημοκρατίας, αν το αδίκημα τιμωρείται στη Δημοκρατία με φυλάκιση που υπερβαίνει τα δύο χρόνια και η πράξη ή η παράλειψη που συνιστά το αδίκημα, είναι επίσης αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το νόμο της χώρας όπου αυτό διαπράχτηκε, ή
(ε) σε οποιαδήποτε ξένη χώρα από οποιοδήποτε πρόσωπο αν το αδίκημα-
(i) είναι προδοσία ή αδίκημα εναντίον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της Συνταγματικής Τάξης, ή
(ii) είναι πειρατεία, ή
(iii) συνδέεται με το νόμισμα ή το χαρτονόμισμα της Δημοκρατίας, ή
(iv) αφορά παράνομη εμπορία επικίνδυνων φαρμάκων, ή
(v) είναι ένα από τα αδικήματα για τα οποία, δυνάμει οποιασδήποτε Διεθνής Συνθήκης ή Σύμβασης που δεσμεύει τη Δημοκρατία, εφαρμόζεται ο νόμος της Δημοκρατίας, ή
(vi) έχει ως ένα από τα συστατικά του στοιχεία πράξη ή παράλειψη, το αντικείμενο της οποίας είναι ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης και συνομωσίας, ή απόπειρας ή διέγερσης ή απόπειρας υποκίνησης άλλου προς διάπραξη αδικήματος που έχει ως ένα από τα συστατικά του στοιχεία πράξη ή παράλειψη το αντικείμενο της οποίας είναι ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στη Δημοκρατία, ή
(vii) προκάλεσε βλάβη ή ζημία σε περιουσία ή αποστέρησε ή κατακρατεί περιουσία που βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας και που ανήκει άμεσα ή έμμεσα στη Δημοκρατία ή σε πρόσωπο που έχει τη μόνιμη διαμονή του στη Δημοκρατία ή σε εταιρεία που έχει το εγγεγραμμένο γραφείο της στη Δημοκρατία ή σε εμπίστευμα, που διέπεται από το κυπριακό δίκαιο, ή
(viii) αφορά παράνομη κατακράτηση ανηλίκου εκτός των ορίων της Δημοκρατίας.
(2) Ποινική δίωξη δεν θα διεξάγεται στη Δημοκρατία σε σχέση με αδίκημα που διαπράχτηκε σε ξένη χώρα, αν ο κατηγορούμενος αφού δικάστηκε σε τέτοια χώρα για τέτοιο αδίκημα καταδικάστηκε ή αθωώθηκε.
(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού-
“Κύπριος” σημαίνει πολίτη της Δημοκρατίας ή πρόσωπο το οποίο, δυνάμει των Διατάξεων της Δημοκρατίας περί Ιθαγένειας οι οποίες ισχύουν εκάστοτε, θα εδικαιούτο να γίνει πολίτης της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει οποιαδήποτε ομάδα προσώπων, οργανωμένη σε νομικό πρόσωπο ή όχι, είτε είναι εγγεγραμμένη ή που λειτουργεί δυνάμει των νόμων της Δημοκρατίας είτε τελεί υπό τον έλεγχο πολιτών της Δημοκρατίας ή προσώπων το οποίο θα εδικαιούντο να γίνουν πολίτες της Δημοκρατίας
“ξένη χώρα” σημαίνει οποιαδήποτε χώρα εκτός της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει τις Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων και οποιοδήποτε πλοίο ή αεροσκάφος εγγεγραμμένο σε τέτοια χώρα ή Περιοχή
“Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων” σημαίνει την Κυρίαρχη Περιοχή Βάσης του Ακρωτηρίου και την Κυρίαρχη Περιοχή Βάσης της Δεκέλειας, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της Συνθήκης που αφορά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Κύπρου που υπογράφτηκε στη Λευκωσία τη 16η ημέρα του Αυγούστου, 1960
“έδαφος της Δημοκρατίας” περιλαμβάνει τα χωρικά της ύδατα, τον εναέριο χώρο πάνω από τη Δημοκρατία και τα χωρικά της ύδατα και οποιοδήποτε πλοίο ή αεροσκάφος εγγεγραμμένο στη Δημοκρατία οπουδήποτε βρίσκεται αυτό, εκτός εάν, δυνάμει του διεθνούς δικαίου, το εν λόγω πλοίο ή αεροσκάφος υπόκειται κατά το σχετικό χρόνο, λόγω της θέσεώς του, στην αποκλειστική δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαίου.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
- 130(I)/2006
- 131(I)/2013
- 112(I)/2015
6. (1) Αδίκημα που διαπράχθηκε σε ξένη χώρα, αναφορικά με το οποίο εφαρμόζεται ο Ποινικός Κώδικας ήοποιοσδήποτε άλλος νόμος της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 5, εκδικάζεται από το αρμόδιο Δικαστήριο της Επαρχίας Λευκωσίας.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, “ξένη χώρα” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο εδάφιο (3) του άρθρου 5.
7. Η άγνοια του νόμου δεν αποτελεί λόγο για αποκλεισμό της ποινικής ευθύνης για πράξη ή παράλειψη, η οποία διαφορετικά θα συνιστούσε ποινικό αδίκημα, εκτός αν ο νόμος προβλέπει ρητά ότι η γνώση του νόμου από τον υπαίτιο συνιστά στοιχείο του ποινικού αδικήματος.
8. Ποινικό αδίκημα εναντίον της περιουσίας δεν καταλογίζεται σε εκείνο που το έπραξε αν η πράξη ή παράλειψη που συνιστούσε αυτό διαπράχτηκε κατά την άσκηση ειλικρινής αξίωσης δικαιώματος και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης.
9. Τηρουμένων των ρητών διατάξεων του παρόντος Νόμου, εκείνες που αναφέρονται στις εξ αμελείας πράξεις ή παραλείψεις, δεν καταλογίζονται σε εκείνο που διενήργησε πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες έχουν διενεργηθεί ανεξάρτητα από τη βούληση του, ή από τυχαία γεγονότα.
Εκτός των περιπτώσεων, κατά τις οποίες προβλέπεται ρητά στο νόμο, ότι η πρόθεση παραγωγής ορισμένου αποτελέσματος, αποτελεί στοιχείο το οποίο συνίσταται από την πράξη, ολοκληρωτικά ή μερικά, ποινικού αδικήματος, ο σκοπός παραγωγής ορισμένου αποτελέσματος για τη διενέργεια τέτοιας πράξης καθόλου δεν λαμβάνεται υπόψη.
Εκτός των περιπτώσεων, κατά τις οποίες διαφορετικά προβλέπεται ρητά, το ελατήριο από το οποίο ωθήθηκε ο υπαίτιος στη διενέργεια της πράξης ή της παράλειψης ή στη διαμόρφωση της πρόθεσης από την οποία παρακινήθηκε σε τέτοια πράξη δεν επηρεάζει διόλου την ποινική ευθύνη.
10. Πράξη η οποία διενεργήθηκε υπό το κράτος ειλικρινής και εύλογης, όχι όμως λιγότερο από την πλανημένη αντίληψη των πραγματικών περιστατικών, δεν καταλογίζεται σε εκείνο που διάπραξε σε βαθμό μεγαλύτερο από εκείνο που θα ίσχυε αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν όπως τα επίστευε αυτός.
Η εφαρμογή του κανόνα αυτού δύναται να αποκλειστεί είτε ρητά είτε σιωπηρά από εκείνο το νόμο που αφορά το ζήτημα.
11. Κάθε πρόσωπο συμπεραίνεται ότι έχει σώες τις φρένες και ότι έχει σώες τις φρένες σε δεδομένο χρόνο, μέχρι απόδειξης του αντίθετου.
12. H πράξη ή η παράλειψη δεν καταλογίζεται σε εκείνο που διέπραξε, αν, κατά το χρόνο που διενεργούσε αυτήν, ένεκα οποιασδήποτε ασθένειας που επηρεάζει τις φρένες του στερόταν της ικανότητας να αντιληφθεί τι διαπράττει ή να γνωρίζει ότι ώφειλε να απέχει από τη διενέργεια της πράξης ή παράλειψης.
Όχι λιγότερο όμως η πράξη ή παράλειψη καταλογίζεται σε εκείνον που διάπραξε, αν και οι φρένες του επηρεάζονταν από κάποια ασθένεια αν αυτή η ασθένεια δεν επέφερε πράγματι το ένα ή το άλλο από τα πιο πάνω αποτελέσματα σε συνάφεια με την πιο πάνω πράξη.
13.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), κανένας, λόγω μέθης, δε θεωρείται ότι διενέργησε πράξη ή παράλειψη ακούσια, ή απαλλάσσεται ποινικής ευθύνης για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη.
(2) Κανένας δεν είναι ποινικά υπεύθυνος για πράξη ή παράλειψη, αν κατά το χρόνο της διενέργειας της πράξης ή παράλειψης ήταν σε τέτοια κατάσταση μέθης ώστε να στερείται της ικανότητας να γνωρίζει τι διαπράττει ή να ελέγχει τις πράξεις του, ή να γνωρίζει ότι ώφειλε να απέχει της διενέργειας της πράξης ή παράλειψης, νοουμένου ότι το πράγμα, το οποίο τον οδήγησε στην κατάσταση μέθης του χορηγήθηκε σε άγνοια ή παρά τη θέληση του.
(3) Όπου η ύπαρξη συγκεκριμένης πρόθεσης αποτελεί συστατικό στοιχείο του ποινικού αδικήματος, η μέθη, είτε ολική είτε μερική, και είτε θεληματικά ή αθέλητα, δυνατόν να ληφθεί υπόψη για να διακριβωθεί κατά πόσο κατά τη διενέργεια της πράξης υφίστατο πράγματι τέτοια πρόθεση.
14. Όποιος έχει ηλικία κάτω των δεκατεσσάρων χρόνων δεν είναι ποινικά υπεύθυνος για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
- 18(I)/2006
15. Εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες ο Κώδικας αυτός προνοεί ρητά για το αντίθετο, οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ποινικά ανεύθυνοι για πράξεις ή παραλείψεις που γίνονται κατά την εκτέλεση των δικαστικών τους καθηκόντων, και αν ακόμη η πράξη έγινε με υπέρβαση της δικαστικής τους εξουσίας ή αν ακόμη υφίστατο νομική υποχρέωση για διενέργεια της πράξης που παραλείφθηκε.
16. Εξαιρουμένων του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37 δεν συνιστά ποινικό αδίκημα η πράξη, την οποία διενεργεί κάποιος που εξαναγκάστηκε για αυτό με απειλές, οι οποίες, κατά το χρόνο διενέργειας της πράξης, εύλογα προκαλούν το φόβο ότι η μη διενέργεια της πράξης θα έφερνε τον άμεσο θάνατο του νοείται ότι τα πιο πάνω θα ισχύσουν μόνο εφόσον εκείνος που διάπραξε δεν οδήγησε τον εαυτό του, είτε εκούσια είτε από εύλογο φόβο πρόκλησης βλάβης σε αυτόν μικρότερης από τον άμεσο θάνατο, στην κατάσταση με την οποία αυτός υπέστει τέτοιον εξαναγκασμό.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
17. Πράξη ή παράλειψη, που διαφορετικά θα συνιστούσε ποινικό αδίκημα, δυνατόν να μη καταλογιστεί σε αυτόν που διέπραξε, αν αυτός μπορέσει να αποδείξει ότι αυτή έγινε ή παραλείφθηκε μόνο για αποτροπή συνεπειών διαφορετικά αναπότρεπτων, οι οποίες, αν δεν αποτραπούν θα επιφέρουν σε αυτό ή σε πρόσωπα τα οποία αυτός έχει υποχρέωση να προστατεύσει, αναπότρεπτο και ανεπανόρθωτο κακό, ότι η πράξη δεν υπερέβη το εύλογα αναγκαίο με αυτό, επίσης ότι το κακό που προκλήθηκε από αυτόν δεν ήταν δυσανάλογο με εκείνο το οποίο αποτράπηκε.
18. Η έγγαμη γυναίκα δεν απαλλάσσεται ποινικής ευθύνης, για τις πράξεις ή παραλείψεις που διενεργήθηκαν από αυτήν με μόνο το λόγο ότι αυτές διενεργήθηκαν με την παρουσία του συζύγου της.
19. Κανένας δεν δύναται να είναι δύο φορές ποινικά υπεύθυνος, είτε δυνάμει των διατάξεων του Κώδικα αυτού είτε δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, για την ίδια πράξη ή παράλειψη, εκτός της περίπτωσης κατά την οποία, ότι από τέτοια πράξη ή παράλειψη προκλήθηκε ο θάνατος άλλου, οπότε ο υπαίτιος δύναται να καταδικαστεί για το ποινικό αδίκημα για το οποίο, είναι ένοχος λόγω της πρόκλησης τέτοιου θανάτου, ανεξάρτητα του ότι ήδη έχει καταδικαστεί για άλλο ποινικό αδίκημα που συνίσταται από την πράξη ή παράλειψη που διαπράχτηκε από αυτόν.
20. Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα, καθένας από τους ακόλουθους θεωρείται ότι συμμετέσχε στη διάπραξη και θεωρείται ότι είναι ένοχος για αυτό και δύναται να διωχτεί ως αυτουργός σύμφωνα με τα ακόλουθα:
(α) εκείνος που διενεργεί πράγματι την πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα
(β) εκείνος που διαπράττει ή παραλείπει να διαπράξει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παρέχει βοήθεια για τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος από άλλον
(γ) εκείνος που παρέχει βοήθεια σε άλλον ή που παρακινεί αυτόν κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος
(δ) εκείνος που συμβουλεύει ή που προάγει άλλον για διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Στην τέταρτη περίπτωση ο υπαίτιος δύναται να διωχτεί είτε ως αυτουργός του ποινικού αδικήματος είτε σε ποινικό αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.
Καταδίκη για το αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη ποινικού αδικήματος, συνεπάγει ίδιες συνέπειες από κάθε άποψη, καθώς και καταδίκη για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.
Εκείνος που προάγει άλλο στη διενέργεια πράξης ή παράλειψης τέτοιας φύσης ώστε, αν γινόταν από τον ίδιο θα διενεργείτο από αυτό κάποιο ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, όπως αν είχε διενεργήσει ο ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη δύναται να διωχτεί δε όπως αν είχε διενεργήσει το ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη.
21. Αν δύο ή περισσότεροι διαμορφώσουν κοινή πρόθεση για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνομου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχτεί ποινικό αδίκημα τέτοιας φύσης, ώστε η διάπραξη του να ήταν πιθανή συνεπεία της επιδίωξης του πιο πάνω σκοπού, ο κάθε ένας από αυτούς, θεωρείται ότι διέπραξε το ποινικό αδίκημα.
22. Αν κάποιος διαπράξει με τη συμβουλή άλλου ποινικό αδίκημα, είναι αδιάφορο αν το ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε είναι πράγματι το ίδιο ή διαφορετικό από εκείνο το οποίο του εδόθηκε η συμβουλή ή αν διαπράχτηκε με τον τρόπο που υποδείχτηκε ή με διαφορετικό τρόπο, νοουμένου ότι σε κάθε μια από τις περιπτώσεις που συνιστούν τα περιστατικά, το ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε, είναι πιθανή συνέπεια εκτέλεσης της συμβουλής.
Σε κάθε μια περίπτωση, εκείνος που παρέχει τη συμβουλή θεωρείται ότι συμβούλευσε τον άλλο για διάπραξη του ποινικού αδικήματος που πράγματι διαπράχτηκε.
23. Όποιος εν γνώσει του ότι άλλος είναι ένοχος ποινικού αδικήματος παρέχει άσυλο ή βοήθεια σε αυτό με σκοπό να παράσχει σε αυτό τη δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία καθίσταται συνεργός μετά τη διάπραξη.
Η σύζυγος δεν καθίσταται συνεργός μετά τη διάπραξη συναφώς με ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε από το σύζυγο της, η οποία παρέχει άσυλο ή βοήθεια σε αυτό με σκοπό να παράσχει στο σύζυγο της τη δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία, και ούτε ότι παρέχει, με την παρουσία και με την εξουσιοδότηση του συζύγου της, άσυλο ή βοήθεια σε τρίτο, ο οποίος είναι ένοχος ποινικού αδικήματος στη διάπραξη του οποίου συμμετείχε και ο σύζυγος της, με σκοπό να παράσχει σε τέτοιο τρίτο πρόσωπο τη δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία ο σύζυγος δεν καθίσταται συνεργός μετά τη διάπραξη συναφώς με ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε από τη σύζυγο του, ο οποίος παρέχει άσυλο ή βοήθεια σε αυτή με σκοπό να παράσχει σε αυτή τη δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία.
24. Ο συνεργός μετά τη διάπραξη κακουργήματος είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται, αν δεν προνοείται κάποια άλλη ποινή σε φυλάκιση τριών χρόνων.
25. Ο συνεργός μετά τη διάπραξη πλημμελήματος είναι ένοχος πλημμελήματος.
26. Το Δικαστήριο δύναται να επιβάλει τις ακόλουθες ποινές:
(α) φυλάκιση διά βίου
(β) φυλάκιση
(γ) χρηματική ποινή
(δ) καταβολή αποζημίωσης
(ε) παροχή εγγύησης για την τήρηση της τάξης και καλή διαγωγή ή για προσέλευση για ακρόαση δικαστικής απόφασης
(στ) επιτήρηση
(ζ) οποιαδήποτε άλλη ποινή ή μεταχείριση επιβάλλεται δυνάμει άλλου νόμου.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
29. Εκτός της περίπτωσης του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37, αν κάποιο ποινικό αδίκημα τιμωρείται με την ποινή της φυλάκισης διά βίου ή οποιουδήποτε άλλου χρόνου, το Δικαστήριο που εκδικάζει δύναται να επιβάλει ποινή φυλάκισης λιγότερου χρόνου ή αντί τέτοιας ποινής, χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ποσό, το οποίο το Δικαστήριο αυτό έχει εξουσία να επιβάλει.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
30. Ο τρόπος της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης κανονίζεται με ιδιαίτερους νόμους.
31. Όταν νόμος που επιβάλλει χρηματική ποινή, ο οποίος δεν περιέχει ρητές διατάξεις που αφορούν τέτοια χρηματική ποινή, θα τυγχάνουν εφαρμογής οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) όταν δεν προνοείται ρητά το ανώτατο ποσό της χρηματικής ποινής που θα επιβληθεί, το πιο πάνω ποσό θα είναι απεριόριστο, σε καμιά όμως περίπτωση δεν δύναται να είναι υπερβολικό
(β) σε περίπτωση ποινικού αδικήματος που τιμωρείται διαζευκτικά με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση, το Δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία να επιβάλλει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω διαζευκτικά προβλεπόμενες ποινές
(γ) η επιβολή και η είσπραξη της χρηματικής ποινής θα ενεργείται εξολοκλήρου σύμφωνα με τις διατάξεις και τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου που τροποποιεί ή που υποκαθιστά το νόμο αυτό.
32. Εκτός από την περίπτωση του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37, σε πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα δύναται να επιβληθεί, αντί της ποινής στην οποία αυτό υπόκειται ή επιπρόσθετα με την ποινή αυτή, η ανάληψη προσωπικής υποχρέωσης, με ή χωρίς εγγυητές για το ποσό που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, να τηρεί την τάξη και να είναι καλής διαγωγής για το χρόνο που ορίζεται από το Δικαστήριο, ενώ δύναται να διαταχθεί η φυλάκιση του, μέχρι να αναληφθεί τέτοια υποχρέωση με εγγυητές, εφόσον επιβλήθηκε με αυτό τον τρόπο από το Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η φυλάκιση για τη μη ανάληψη της υποχρέωσης που έχει επιβληθεί με αυτό τον τρόπο δε δύναται να υπερβαίνει τον ένα χρόνο, ενώ συνολικά ο χρόνος τέτοιας φυλάκισης μαζί με την τυχόν ποινή φυλάκισης που θα οριστεί δε δύναται να υπερβαίνει το προβλεπόμενο για το ποινικό αδίκημα που καταλογίστηκε στο πρόσωπο αυτό ανώτατο όριο φυλάκισης χωρίς χρηματική ποινή.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
33. Εκτός από την περίπτωση του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης και των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36 και 37, το Δικαστήριο δύναται πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα αντί να το καταδικάσει σε ποινή να το απολύσει με ανάληψη από αυτό προσωπικής υποχρέωσης, με ή χωρίς εγγυητές για το ποσό που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, να προσέλθει και να ακούσει την έκδοση της απόφασης σε προσεχή συνεδρία του Δικαστηρίου ή όταν κληθεί για το σκοπό αυτό.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
34.-(1) Όταν πρόσωπο το οποίο καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση δύο ή περισσότερων χρόνων, καταδικαστεί ξανά για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που τιμωρείται επίσης με την πιο πάνω ποινή, το Δικαστήριο δύναται, αν κρίνει αυτό σκόπιμο, κατά την επιβολή της ποινής της φυλάκισης, να διατάξει επιπρόσθετα ότι αυτός που καταδικάστηκε θα είναι υπό επιτήρηση όπως αναφέρεται πιο κάτω για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια από την ημερομηνία της εκπνοής της ποινής αυτής:
Νοείται ότι σε περίπτωση ακύρωσης της καταδικαστικής απόφασης κατόπι έφεσης, ή με άλλο τρόπο, ακυρώνεται ταυτόχρονα και το διάταγμα που επιβάλλει την επιτήρηση:
Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να ακυρώσει διάταγμα για την επιτήρηση, εφόσον η διαγωγή, την οποία έδειξε εκείνος που είναι υπό επιτήρηση, δυνατόν να καταστήσει περιττή την περαιτέρω επιτήρηση του.
(2) Εκτός αν το Δικαστήριο ήθελε ορίσει διαφορετικά, πρόσωπο που είναι υπό επιτήρηση, που δεν είναι σε περιορισμό, οφείλει να εμφανίζεται προσωπικά, μια φορά το μήνα στον κατονομαζόμενο στο διάταγμα κηδεμονευτικό λειτουργό, κατά τον χρόνο που ορίζεται από τέτοιο λειτουργό και χωρίς καθυστέρηση να γνωστοποιεί σε αυτό οποιαδήποτε τυχόν αλλαγή που θα γίνεται στη διαμονή του.
(3) Πρόσωπο υπό επιτήρηση, που δεν είναι σε περιορισμό, το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί σε οποιοδήποτε από τους όρους που προνοούνται στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο, εκτός αν αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι προέβηκε σε οτιδήποτε που είναι δυνατό για να συμμορφωθεί με τους όρους που έχουν τεθεί σε αυτό, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
35. Όταν στον Κώδικα αυτό δεν προβλέπεται ειδικά ποινή για οποιοδήποτε πλημμέλημα, τα πλημμελήματα τιμωρούνται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια, ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες, ή και με τις δύο αυτές ποινές.
35Α. Το Δικαστήριο, στα πλαίσια άσκησης των εξουσιών του κατά την επιμέτρηση και επιβολή ποινής, δύναται να λαμβάνει υπόψη ως επιβαρυντικό παράγοντα το κίνητρο της προκατάληψης κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, των θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, των γενεαλογικών καταβολών, του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου.
36. Όποιος-
(α) Ενεργά αναμειγνύεται σε ένοπλες εχθροπραξίες εναντίον της Δημοκρατίας,
(β) παρέχει βοήθεια σε χώρα η οποία βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, ή είναι αναμεμιγμένη σε ένοπλες εχθροπραξίες εναντίον της Δημοκρατίας,
(γ) παρέχει βοήθεια σε ένοπλες δυνάμεις εναντίον των οποίων δυνάμεις της Δημοκρατίας είναι αναμεμειγμένες σε ένοπλες ενέργειες,
(δ) ανατρέπει με τη χρήση βίας τη νόμιμη Κυβέρνηση της Δημοκρατίας,
είναι ένοχος εσχάτης προδοσίας και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
- 162(I)/2000
37. Όποιος υποκινεί αλλοδαπό να εισβάλει με ένοπλη δύναμη στη Δημοκρατία, είναι ένοχος έσχατης προδοσίας και υπόκειται στη ποινή φυλάκισης διά βίου.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
38. Όποιος-
(α) καθίσταται συνεργός μετά τη διάπραξη έσχατης προδοσίας
(β) γνώριζε ότι οποιοδήποτε πρόσωπο προτίθεται να διαπράξει έσχατη προδοσία δεν πληροφορεί για αυτό με κάθε εύλογη επιμέλεια τον Υπουργό Εσωτερικών, Έπαρχο ή όργανο τήρησης της τάξης, ή δεν καταβάλλει άλλη εύλογη προσπάθεια για πρόληψη της διάπραξης τέτοιου ποινικού αδικήματος,
είναι ένοχος κακουργήματος, που καλείται παρασιώπηση έσχατης προδοσίας και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
39. Όποιος συνωμοτεί με άλλο πρόσωπο για την τέλεση οποιασδήποτε πράξης με σκοπό τη διάπραξη του αδικήματος της εσχάτης προδοσίας είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
40. Όποιος, χωρίς νόμιμη εξουσία, διεξάγει, προπαρασκευάζει τη διεξαγωγή, ή βοηθά ή συνιστά τη διεξαγωγή, ή προπαρασκευή πολέμου ή πολεμικής φύσης επιχείρησης με, υπέρ, υπό ή εναντίον οποιασδήποτε μερίδας, φυλής ή ομάδας προσώπων που βρίσκονται στη Δημοκρατία, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
41. Όποιος, με τη χρήση ή την επίδειξη ένοπλης βίας, προπαρασκευάζει ή αποπειράται να προκαλέσει μεταβολή στη διακυβέρνηση της Δημοκρατίας ή τους νόμους ή να αντιταχτεί στην εκτέλεση των νόμων ή να εξαναγκάσει οποιοδήποτε μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, της Εκτελεστικής ή Νομοθετικής Εξουσίας, ή πρόσωπο που ηγείται στρατιωτικών ή ναυτικών δυνάμεων ή οργάνων τήρησης της τάξης, στην ενέργεια πράξης ή σε παράλειψη τέτοιας, δημόσιου ή επίσημου χαρακτήρα, υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
42. Όποιος κακόβουλα και εσκεμμένα αποπειράται να επιτύχει οποιοδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς, δηλαδή-
(α) την απομάκρυνση με δόλο προσώπου που υπηρετεί στο στρατό (όπως ορίζεται αυτός στο εδάφιο (2) του άρθρου 44Α) ή μέλους της αστυνομικής δύναμης από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και από την πίστη που οφείλεται από αυτόν και υποταγή στους νόμους της Δημοκρατίας ή
(β) τη διέγερση τέτοιου προσώπου στη διάπραξη ανταρσίας ή σε οποιαδήποτε προδοτική πράξη ή πράξη ανταρσίας ή
(γ) τη διέγερση οποιουδήποτε τέτοιου προσώπου στη συγκρότηση ή την απόπειρα συγκρότησης συνάθροισης, για ανταρσία,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
43. Όποιος-
(α) παρέχει συνδρομή, παρακινεί ή οπωσδήποτε συνεργεί στη διάπραξη ανταρσίας από υπαξιωματικό του στρατού (όπως ορίζεται αυτός στο εδάφιο (2) του άρθρου 44Α) ή οπλίτη ή μέλους της αστυνομικής δύναμης ή
(β) διεγείρει σε στάση ή απείθεια σε νόμιμη διαταγή που δίδεται από ανώτερο αξιωματικό ή σε πράξη ανυπακοής, υπαξιωματικό του στρατού (όπως ορίζεται αυτός στο εδάφιο (2) του άρθρου 44Α) ή οπλίτη ή μέλους της αστυνομικής δύναμης,
είναι ένοχος πλημμελήματος.
44. Όποιος με οποιαδήποτε μέσα, άμεσα ή έμμεσα-
(α) παρακινεί ή πείθει ή αποπειράται να παρακινήσει ή να πείσει σε λιποταξία υπαξιωματικό του στρατού (όπως ορίζεται αυτός στο εδάφιο (2) του άρθρου 44Α) ή οπλίτη ή μέλος της αστυνομικής δύναμης ή
(β) παρέχει συνδρομή ή παρακινεί ή συνεργεί σε λιποταξία υπαξιωματικού του στρατού (όπως ορίζεται αυτός στο εδάφιο (2) του άρθρου 44Α) ή οπλίτη ή μέλους της αστυνομικής δύναμης ή
(γ) παρέχει άσυλο ή συνδρομή στην απόκρυψη υπαξιωματικού στρατού (όπως ορίζεται αυτός στο εδάφιο (2) του άρθρου 44Α) ή οπλίτη ή μέλους της αστυνομικής δύναμης που έχει λόγους να πιστεύει ότι αυτός είναι λιποτάκτης,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι μηνών.
44Α.-(1) Όποιος προβαίνει κακόβουλα σε οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί στη διασάλευση της τάξης και της πειθαρχίας στο στρατό, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού “στρατός” περιλαμβάνει το στρατό της Δημοκρατίας, την Εθνική Φρουρά και κάθε άλλη στρατιωτική δύναμη που ιδρύεται με νόμο.
(3) Κάθε ποινική δίωξη δυνάμει του παρόντος άρθρου ασκείται κατόπι έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
45. Όποιος-
(α) εν γνώσει του και εσκεμμένα βοηθά αλλοδαπό εχθρό της Δημοκρατίας, που κρατείται ως αιχμάλωτος πολέμου στη Δημοκρατία, είτε σε περιορισμό στη φυλακή ή σε άλλο τόπο, είτε έχει αφεθεί ελεύθερος με όρους, να αποδράσει από τη φυλακή ή από τον τόπο περιορισμού ή εφόσον ήταν ελεύθερος με όρους, να αποδράσει από τη Δημοκρατία, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου
(β) εξ αμελείας και παράνομα επιτρέπει την απόδραση προσώπου όπως στη προηγούμενη παράγραφο, είναι ένοχος πλημμελήματος.
47.-(1) Οποιοσδήποτε προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια δημοσίως, με πρόθεση-
(α) Να επιφέρει αλλαγή στην κυριαρχία της Δημοκρατίας, ή
(β) να προωθήσει εχθρότητα μεταξύ των κοινοτήτων, των θρησκευτικών ομάδων, λόγω της φυλής, της θρησκείας, του χρώματος ή του φύλου του,
είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι πέντε ετών.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 84(I)/2003
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 84(I)/2003
50.-(1) Όποιος με οποιοδήποτε τρόπο δημοσιεύει σε οποιαδήποτε μορφή ψευδείς ειδήσεις ή πληροφορίες που δύνανται να κλονίσουν τη δημόσια τάξη ή την εμπιστοσύνη του κοινού προς το κράτος ή τα όργανα του ή να προκαλέσουν φόβο ή ανησυχία στο κοινό ή να παραβλάψουν με οποιοδήποτε τρόπο την κοινή ειρήνη και ευταξία, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και με τις δυο αυτές ποινές:
Νοείται ότι αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, αν αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι η δημοσίευση έγινε με καλή πίστη και στηρίχτηκε σε γεγονότα που δικαιολογούν τέτοια δημοσίευση.
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του άρθρου 201, όσον αφορά την καλή πίστη εφαρμόζονται.
(2) Καμιά δίωξη με βάση το άρθρο αυτό δεν προχωρεί, χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
50Α. Όποιος χωρίς νόμιμη εξουσία δημοσιεύει ή ανακοινώνει σε οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο για αυτό, οποιοδήποτε σχέδιο, τύπο, σημείωμα, έγγραφο, πράγμα, πληροφορία ή είδηση σχετιζομένη με οποιαδήποτε οχυρωματικά έργα, μέσα ή έργα άμυνας, στρατώνες, στρατιωτικές αποθήκες, ή άλλα μέρη κατεχόμενα ή χρησιμοποιούμενα, από ή για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων της Δημοκρατίας, ή που αφορούν στη στάθμευση, συγκέντρωση, κίνηση, αναδίπλωση ή δράση τους, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι χρόνων.
50Β.-(1) Όποιος, χωρίς γραπτή άδεια του Υπουργού Εσωτερικών, προσεγγίζει, επιθεωρεί, φωτογραφίζει, προπαρασκευάζει σχέδια, διέρχεται ή εισέρχεται σε οποιαδήποτε απαγορευμένη περιοχή, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι χρόνων.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) “απαγορευμένη περιοχή” σημαίνει-
(α) οποιαδήποτε οχυρωματικά έργα, μέσα ή έργα άμυνας, στρατώνες, στρατιωτικές αποθήκες ή άλλα μέρη κατεχόμενα ή χρησιμοποιούμενα από ή για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων της Δημοκρατίας
(β) οποιοδήποτε άλλο μέρος το οποίο δυνατό να κηρυχθεί απαγορευμένη περιοχή με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δημοσιευόμενης στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας.
50Γ.-(1) Όποιος για οποιοδήποτε σκοπό επιβλαβή για την ασφάλεια ή τα συμφέροντα της Δημοκρατίας προμηθεύεται, λαμβάνει, συλλέγει, καταγράφει, δημοσιεύει, διαβιβάζει ή ανακοινώνει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο οποιοδήποτε μυστικό επίσημο κώδικα ή μυστική συνθηματική λέξη ή οποιοδήποτε σχέδιο, τύπο, σημείωμα, αντικείμενο ή άλλο έγγραφο ή πληροφορία, η οποία είναι προορισμένη ή δύναται ή αποσκοπεί στο να είναι άμεσα ή έμμεσα χρήσιμη σε οποιοδήποτε άλλο κράτος, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκιση 1 χρόνων.
(2) Σε οποιαδήποτε ποινική δίωξη με βάση το άρθρο αυτό συμπεραίνεται, μέχρι απόδειξης του αντίθετου, ότι η πράξη που συνιστά το αδίκημα ή η παράλειψη έγινε με επιβλαβή σκοπό για την ασφάλεια ή τα συμφέροντα της Δημοκρατίας-
(α) αν από τα περιστατικά της υπόθεσης ή της συμπεριφοράς ή του γνωστού χαρακτήρα του κατηγορούμενου, όπως αυτός αποδείχτηκε, προκύπτει ότι ο σκοπός ήταν επιβλαβής για τα συμφέροντα ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας
(β) αν οποιοσδήποτε μυστικός επίσημος κώδικας ή μυστική συνθηματική λέξη ή οποιοδήποτε σχέδιο, τύπος, σημείωμα, αντικείμενο ή άλλο έγγραφο ή πληροφορία λήφθηκε, συντάχτηκε ή καταγράφηκε από πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο για αυτό όχι σύμφωνα με τους όρους και την έκταση της εξουσιοδότησης του, ή δημοσιεύτηκε, διαβιβάστηκε ή ανακοινώθηκε σε πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο για αυτό ή όχι σύμφωνα με τον εξουσιοδοτημένο τρόπο.
50Δ.-(1) Όποιος, κακόβουλα εξυβρίζει δημόσια το στρατό, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, “στρατός” περιλαμβάνει το στρατό της Δημοκρατίας, την Εθνική Φρουρά καθώς και κάθε άλλη στρατιωτική δύναμη που ιδρύεται με νόμο.
(3) Κάθε ποινική δίωξη δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται κατόπι έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 84(I)/2003
51Α.-(1) Όποιος δημόσια με οποιοδήποτε τρόπο και σε οποιαδήποτε μορφή προκαλεί τους κατοίκους σε βιαιοπραγίες αναμεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια ή καλλιεργεί τη διαμόρφωση του πνεύματος της μισσαλλοδοξίας, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση δώδεκα μηνών ή με χρηματική ποινή χίλιων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές αν όμως είναι νομικό πρόσωπο με χρηματική ποινή τριών χιλιάδων λιρών.
(2) Καμιά δίωξη με βάση του άρθρου αυτού δεν προχωρεί χωρίς έγγραφη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
52. Όποιος-
(α) επάγει όρκο ή παρευρίσκεται και συναινεί στην επαγωγή όρκου ή υπόσχεσης που έχει θέση όρκου, ο οποίος θεωρείται ότι δεσμεύει αυτόν που ορκίζεται στη διάπραξη ποινικού αδικήματος που τιμωρείται με τη θανατική ποινή ή
(β) δίνει τέτοιον όρκο ή παρέχει τέτοια υπόσχεση που δεν εξαναγκάζεται για αυτό,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή φυλάκισης διά βίου.
53. Όποιος-
(α) επάγει όρκο, ή παρευρίσκεται και συναινεί στην επαγωγή όρκου ή υπόσχεσης που έχει θέση όρκου, που σκοπεύει να δεσμεύσει αυτόν που ορκίζεται να ενεργήσει με οποιοδήποτε από τους πιο κάτω τρόπους, δηλαδή-
(i) να ασχοληθεί με επιχειρήσεις ανταρσίας ή στασιαστικής ενέργειας
(ii) να διαπράξει οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με θανατική ποινή
(iii) να διαταράξει την κοινή ειρήνη
(iv) να συμμετέχει σε σύνδεσμο, οργάνωση ή ομοσπονδία που συγκροτείται για το σκοπό διενέργειας οποιασδήποτε από τις πιο πάνω πράξεις
(v) να υπακούει στις διαταγές ή τις εντολές επιτροπής ή ένωσης προσώπων που δεν είναι συγκροτημένα νόμιμα ή αρχηγού ή διοικητού ή οποιουδήποτε προσώπου που δεν έχει εξουσία γι αυτό σύμφωνα με το νόμο
(vi) να μην καταγγείλει ή να μην καταθέσει εναντίον οποιουδήποτε από τους συνεργάτες ή ομόσπονδους του ή άλλου προσώπου
(vii) να μην αποκαλύψει παράνομο σύνδεσμο, οργάνωση ή ομοσπονδία, ή παράνομη πράξη που έγινε ή που πρόκειται να γίνει ή παράνομο όρκο ή υπόσχεση, που τυχόν επάχθηκε ή εδόθηκε ή που αναλήφθηκε από τον ίδιο ή άλλο πρόσωπο, ή τη σημασία τέτοιου όρκου ή τέτοιας υπόσχεσης ή
(β) δίνει τέτοιο όρκο ή παρέχει τέτοια υπόσχεση που δεν εξαναγκάζεται για αυτό,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
54. Όποιος ορκίζεται ή δίνει υπόσχεση σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 52 και 53 δεν δύναται να επικαλεστεί υπέρ του για την υπεράσπιση του το γεγονός ότι διέπραξε με τέτοιο τρόπο κατόπι εξαναγκασμού, εκτός αν, εντός δεκατεσσάρων ημερών από την ορκωμοσία ή την υπόσχεση ή αν εμποδίζεται λόγω άσκησης βίας σε αυτόν ή λόγω ασθένειας, εντός δεκατεσσάρων ημερών από την άρση τέτοιου εμποδίου, δηλώσει με ένορκη καταγγελία σε όργανο τήρησης της τάξης, ή εφόσον είναι στην ενεργό υπηρεσία των στρατιωτικών δυνάμεων της Δημοκρατίας, ή της αστυνομικής δύναμης, δηλώσει με ένορκη καταγγελία όπως αναφέρεται πιο πάνω ή καταγγείλει στο διοικητή του οτιδήποτε το οποίο γνωρίζει σχετικά, περιλαμβανόμενα μερικά από τα πρόσωπα, είτε που μετείχαν της επαγωγής ή της δόσης του όρκου ή της υπόσχεσης, είτε παρευρίσκονταν σε αυτή, καθώς και το χρόνο και τόπο στον οποίο έγιναν όλα τα πιο πάνω.
55.-(1) Όποιος-
(α) χωρίς την άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου εκπαιδεύει ή εκγυμνάζει άλλο για τη χρήση όπλων ή την τακτική στρατιωτικών γυμνασίων, κινήσεων ή ελιγμών ή
(β) παρευρίσκεται σε συνέλευση ή συνάθροιση, που συγκροτήθηκε χωρίς την άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου, με σκοπό εκπαίδευση ή εκγύμναση άλλων προσώπων για τη χρήση των όπλων ή την τακτική στρατιωτικών γυμνασίων, κινήσεων ή ελιγμών,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
(2) Όποιος εκπαιδεύεται ή εκγυμνάζεται για τη χρήση όπλων ή την τακτική στρατιωτικών γυμνασίων, κινήσεων ή ελιγμών σε συνέλευση ή συνάθροιση που συγκροτήθηκε χωρίς την άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου ή παρευρίσκεται σε τέτοια συνέλευση ή συνάθροιση με σκοπό να υποστεί τέτοια εκπαίδευση ή εκγύμναση, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
56.-(1) Όποιος συμμετέχει σε παράνομο σύνδεσμο είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
(2) Όποιος έχει αξίωμα ή θέση σε παράνομο σύνδεσμο ή ασκεί τα πρέποντα καθήκοντα σε τέτοιο αξίωμα ή σε θέση ή ενεργεί ως αντιπρόσωπος παράνομου συνδέσμου ή ως δάσκαλος σε οποιοδήποτε ίδρυμα ή διευθυνόμενο σχολείο από παράνομο σύνδεσμο ή δυνάμει εξουσιοδότησης ή προφανής εξουσιοδότησης παράνομου συνδέσμου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
(3) Όποιος παρευρίσκεται σε συνέλευση παράνομου συνδέσμου ή μελών του ή προσώπων που συνηγορούν στη διενέργεια ή που ενθαρρύνουν τη διενέργεια οποιασδήποτε από τις οριζόμενες αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 63 ή έχει στην κατοχή ή υπό τη φύλαξη του σήμα, βιβλίο αποδείξεων μελών ή οποιαδήποτε επιστολή ή έγγραφο, που οποτεδήποτε εκδόθηκε, το οποίο φαίνεται να εξυπακούει ιδιότητα μέλους παράνομου συνδέσμου ή εξουσιοδότηση από παράνομο σύνδεσμο ή σχέση με παράνομο σύνδεσμο, συμπεραίνεται ότι είναι μέλος παράνομου συνδέσμου, εκτός αν ή μέχρι να αποδειχτεί το αντίθετο.
57. Όποιος προφορικά ή γραπτά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο συνηγορεί στη διενέργεια ή ενθαρρύνει τη διενέργεια οποιασδήποτε από τις οριζόμενες ως αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 63, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
58. Όποιος παρέχει ή δίνει εισφορές, συνδρομές ή δωρεές και όποιος προσκαλεί σε συνεισφορά τέτοιων, υπέρ παράνομου συνδέσμου ή για λογαριασμό τέτοιου συνδέσμου, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
59. Όποιος-
(α) διαβιβάζει ταχυδρομικώς ή, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης, έχει στην κατοχή του βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο, τοιχοκόλληση, προκήρυξη, εφημερίδα, επιστολή ή άλλο έγγραφο στασιαστικού περιεχομένου με την έννοια του άρθρου 48 ή
(β) εκτυπώνει, δημοσιεύει, πωλεί ή εκθέτει για πώληση, διαβιβάζει ταχυδρομικώς ή, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης, έχει στην κατοχή του βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο, τοιχοκόλληση, προκήρυξη, εφημερίδα, επιστολή ή άλλο έγγραφο ή γραπτό, που συνηγορεί στη διενέργεια ή ενθαρρύνει τη διενέργεια οποιασδήποτε από τις οριζόμενες ως αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 63, ή ότι εκδόθηκε ή που φαίνεται ότι εκδόθηκε από παράνομο σύνδεσμο ή για λογαριασμό ή για το συμφέρο τέτοιου συνδέσμου,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων, κατάσχεται όμως κάθε βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο, τοιχοκόλληση, προκήρυξη, εφημερίδα, επιστολή ή άλλο έγγραφο ή γραπτό σε συνάφεια με το οποίο επιτεύχθηκε η καταδίκη του.
60. Αστυνόμος ή Βοηθός Αστυνόμος ή Υπαστυνόμος προϊστάμενος Αστυνομικής Διεύθυνσης, ή, με έγγραφη εξουσιοδότηση κάποιου από αυτούς, οποιοσδήποτε υπαξιωματικός ή αστυφύλακας δύναται, χωρίς ένταλμα και είτε μόνος του ή με τη βοήθεια άλλων να εισέλθει σε κατοικία ή οικοδομή ή σε οποιοδήποτε άλλο τόπο όπου έχει λόγο να πιστεύει ότι συγκροτείται συνέλευση παράνομου συνδέσμου ή μελών του ή προσώπων που συνηγορούν στη διενέργεια ή που ενθαρρύνουν τη διενέργεια οποιασδήποτε από τις οριζόμενες ως αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 63, ή όπου έχει λόγο να πιστεύει ότι φυλάγεται οποιοδήποτε έγγραφο ή πράγμα του οποίου η κατοχή απαγορεύεται από το άρθρο 59, να συλλάβει κάθε πρόσωπο που βρίσκεται σε αυτό και να κατάσχει όλα τα ανακαλυπτόμενα απαγορευμένα έγγραφα ή πράγματα με αίτηση Αστυνόμου ή Βοηθού Αστυνόμου ή Υπαστυνόμου προϊστάμενου Αστυνομικής Διεύθυνσης, οποιοδήποτε Επαρχιακό Δικαστήριο ή Δικαστής του, δύναται σύμφωνα με το νόμο με προηγούμενη τυχόν προειδοποίηση την οποία ήθελε θεωρήσει σκόπιμο, να διατάξει κατάσχεση κάθε τέτοιου εγγράφου ή πράγματος.
61.-(1) Οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους λειτουργούς, δηλαδή-
(α) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 2 του περί Ταχυδρομείου Νόμου, διευθυντής ταχυδρομείου, αναφορικά με δέματα που διαβιβάζονται ταχυδρομικώς
(β) Τελώνης ή Βοηθός Τελώνης
(γ) αστυνομικός με βαθμό όχι κατώτερο του Υπαστυνόμου
(δ) οποιοσδήποτε άλλος λειτουργός εξουσιοδοτημένος για αυτό από το Υπουργικό Συμβούλιο,
δύναται να κατακρατήσει, ανοίξει και εξετάσει οποιοδήποτε δέμα ή αντικείμενο, το οποίο υποπτεύεται ότι περιέχει δημοσίευμα ή απόσπασμα δημοσιεύματος, του οποίου η διαβίβαση με το ταχυδρομείο, ή εκτύπωση, δημοσίευση, πώληση, έκθεση για πώληση ή κατοχή είναι ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 59, κατά τη διάρκεια τέτοιας εξέτασης να θέσει σε περιορισμό τον υπαίτιο οποιασδήποτε πράξης όπως αναφέρεται πιο πάνω, ή οποιοδήποτε τέτοιο δέμα ή αντικείμενο το οποίο ανεβρίσκεται στην κατοχή του.
(2) Στις περιπτώσεις που σε τέτοιο δέμα ή στο αντικείμενο δυνατόν να ανεβρεθεί τέτοιο δημοσίευμα ή απόσπασμα δημοσιεύματος ολόκληρο το περιεχόμενο του δέματος ή του αντικειμένου δύναται να κατασχεθεί από το λειτουργό που διενήργησε την έρευνα, εκείνος που διαβιβάζει αυτό ταχυδρομικώς, εκτυπώνει, δημοσιεύει, πωλεί, εκθέτει για πώληση, εκείνος που έχει αυτό στην κατοχή του, δύναται αμέσως να συλληφθεί και να διωχτεί ποινικά για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος δυνάμει του άρθρου 59.
62. Σε ποινική δίωξη που ασκείται δυνάμει των άρθρων 56, 58 ή 59, κάθε βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο, τοιχοκόλληση, προκήρυξη, εφημερίδα, επιστολή ή άλλο έγγραφο ή γραπτό, το οποίο φαίνεται ή εμφανίζεται ότι εκδόθηκε από σύνδεσμο ή για λογαριασμό ή για το συμφέρον συνδέσμου, για τον οποίο προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι είναι παράνομος, ή από οποιοδήποτε σύνδεσμο ή οργάνωση με την οποία τέτοιος παράνομος σύνδεσμος συνεργάζεται ή φέρεται ή εμφανίζεται ότι συνεργάζεται ή είναι συνδεδεμένος με οποιοδήποτε τρόπο, οποτεδήποτε και αν έχει εκδοθεί, θα θεωρείται, αν προσαχθεί από την κατηγορούσα αρχή, ως εκ πρώτης όψης απόδειξη του περιεχόμενου του και των αρχών ή των μεθόδων του σύμφωνα με τον ισχυρισμό παρανόμου συνδέσμου.
63. Στο Νόμο αυτό-
“παράνομος σύνδεσμος” σημαίνει-
(α) οποιαδήποτε ένωση προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, η οποία με το καταστατικό ή με την προπαγάνδα της ή διαφορετικά συνηγορεί υπέρ της διενέργειας ή διεγείρει ή ενθαρρύνει τη διενέργεια οποιασδήποτε από τις πιο κάτω παράνομες πράξεις-
(i) την ανατροπή του καθεστώτος της Δημοκρατίας με επανάσταση ή με πράξεις δολιοφθοράς
(ii) την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης της Δημοκρατίας, ή οποιασδήποτε άλλης πολιτισμένης χώρας ή οργανωμένης Κυβέρνησης με τη βία ή με βιαιοπραγίες
(iii) την καταστροφή ή βλάβη της Δημοκρατίας ή περιουσίας που χρησιμοποιείται για τις συναλλαγές ή το εμπόριο με άλλες χώρες ή στη Δημοκρατία
(β) οποιαδήποτε ένωση προσώπων με ή χωρίς νομική προσωπικότητα ή οποιαδήποτε οργάνωση συνεργαζόμενη ή φερόμενη ή εμφανιζόμενη ως συνεργαζόμενη ή με οποιοδήποτε τρόπο είναι συνδεδεμένη με ένωση προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα ή με οργάνωση η οποία με το καταστατικό ή με την προπαγάνδα της ή συνηγορεί με άλλο τρόπο υπέρ της διενέργειας ή διεγείρει ή ενθαρρύνει τη διενέργεια οποιασδήποτε από τις πράξεις που καθορίζοντα στην παράγραφο (α) του παρόντος άρθρου.
(γ) οποιοδήποτε παράρτημα, κέντρο ή επιτροπή οποιασδήποτε από τις προβλεπόμενες στις παραγράφους (α) και (β) ενώσεις προσώπων.
63Α. Όποιος συμμετέχει σε εγκληματική οργάνωση, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση τριών ετών.
63Β.—(1) Όποιος, έχοντας γνώση των παράνομων σκοπών ή των δραστηριοτήτων εγκληματικής οργάνωσης—
(α) Συμμετέχει με οποιαδήποτε ενέργεια του σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη εγκληματικής οργάνωσης· ή
(β) συμμετέχει με οποιαδήποτε ενέργεια του σε οποιαδήποτε πράξη εγκληματικής οργάνωσης, η οποία θα έπρεπε λογικώς να γνωρίζει ότι συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος,
είναι ένοχος κακουργήματος που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δέκα χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Το δικαστήριο δύναται να εκδικάζει αδικήματα που προβλέπονται από το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εγκληματική οργάνωση ευρίσκεται ή δραστηριοποιείται εν όλων ή εν μέρει εκτός της Δημοκρατίας.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου», ο όρος 'εγκληματική οργάνωση' σημαίνει διαρθρωμένη ομάδα τριών ή περισσότερων προσώπων η οποία έχει συσταθεί και λειτουργεί με σκοπό την τέλεση ποινικών αδικημάτων που τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστο τριών ετών.
64. Σε οποιοδήποτε χρόνο, κατά τον οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι επικρατεί στη Δημοκρατία σοβαρή εργατική αναταραχή που επηρεάζει με δυσμένεια ή που απειλεί τις εμπορικές συναλλαγές ή το εμπόριο με άλλες χώρες ή εντός της Δημοκρατίας με προκήρυξη του, δύναται να κηρύξει τη Δημοκρατία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του άρθρου αυτού τέτοια προκήρυξη δυνατόν να παραμείνει σε ισχύ μέχρι να ανακληθεί.
65. Όποιος κατά τη διάρκεια της ισχύος της αναφερόμενης προκήρυξης στο άρθρο 64 συμμετέχει ή συνεχίζει ή διεγείρει, παροτρύνει, βοηθά ή ενθαρρύνει τη συμμετοχή ή τη συνέχιση ανταπεργίας ή απεργίας σε συνάφεια με την απασχόληση στη μεταφορά ή σε σχέση με τη μεταφορά αγαθών ή επιβατών στις εμπορικές συναλλαγές ή στο εμπόριο με άλλες χώρες ή εντός της Δημοκρατίας ή σε συνάφεια με την απασχόληση στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας ή σε σχέση με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας στη Δημοκρατία οποιουδήποτε Κυβερνητικού Τμήματος ή δημοτικής αρχής στη Δημοκρατία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
66. Ανεξάρτητα αν προκήρυξη είναι σε ισχύ ή όχι, όποιος με βιαιοπραξίες που στρέφονται εναντίον του προσώπου ή της περιουσίας άλλου ή με τη χρήση οποιασδήποτε μορφής προφορικών ή γραπτών απειλών ή εκφοβισμού που στρέφονται εναντίον οποιουδήποτε, ή όποιος χωρίς εύλογη αιτία ή δικαιολογία με τον αποκλεισμό (boycott) ή με την απειλή του αποκλεισμού (boycott) προσώπου ή περιουσίας-
(α) εμποδίζει ή παρεμποδίζει τη συντήρηση ή λειτουργία οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή Κυβερνητικού Τμήματος ή δημοτικής αρχής στη Δημοκρατία
(β) εξαναγκάζει ή υποκινεί πρόσωπο που απασχολείται με ή σε σχέση με τη συντήρηση ή λειτουργία οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή Κυβερνητικού Τμήματος ή δημοτικής αρχής στη Δημοκρατία να εγκαταλείψει την απασχόληση του ή να αποχωρήσει από αυτή
(γ) αποτρέπει την προσφορά ή αποδοχή απασχόλησης με ή σε σχέση με τη συντήρηση ή λειτουργία οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή Κυβερνητικού Τμήματος ή δημοτικής αρχής στη Δημοκρατία
(δ) παρεμποδίζει ή εμποδίζει τη μεταφορά αγαθών ή επιβατών στις εμπορικές συναλλαγές ή στο εμπόριο με άλλες χώρες ή εντός της Δημοκρατίας
(ε) εξαναγκάζει ή υποκινεί πρόσωπο που απασχολείται με ή σε σχέση με τη μεταφορά αγαθών ή επιβατών στις εμπορικές συναλλαγές ή στο εμπόριο με άλλες χώρες ή εντός της Δημοκρατίας, να εγκαταλείψει την απασχόληση του ή να αποχωρήσει από αυτή ή
(στ) αποτρέπει την προσφορά ή αποδοχή απασχόλησης με ή σε σχέση με τη μεταφορά αγαθών ή επιβατών στις εμπορικές συναλλαγές ή στο εμπόριο με άλλες χώρες ή εντός της Δημοκρατίας,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
67. Ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα δυνάμει των άρθρων 56 μέχρι 66 (περιλαμβανομένων και των δύο) δεν ασκείται, παρά μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκριση του.
68. Όποιος χωρίς τέτοιο λόγο ή δικαιολογία όπως θα ήταν επαρκής στην περίπτωση δυσφήμησης ιδιώτη, δημοσιεύει ο,τιδήποτε που προορίζεται να διαβαστεί ή οποιοδήποτε σήμα ή ορατή παράσταση, που τείνει να εξευτελίσει, εξυβρίσει ή να εκθέσει σε μίσος ή περιφρόνηση ξένο ηγεμόνα, άρχοντα, πρέσβη ή άλλο ξένο αξιωματούχο, που έχει πρόθεση να διασαλεύσει την ειρήνη και φιλία μεταξύ της Δημοκρατίας και της χώρας στην οποία ανήκει τέτοιος ηγεμόνας, άρχοντας, πρέσβης ή αξιωματούχος, είναι ένοχος πλημμελήματος.
69. Όποιος προβαίνει σε πράξεις που συνιστούν πειρατεία είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου “πειρατεία” συνιστούν οι ακόλουθες πράξεις:
(α) Κάθε παράνομη πράξη βίας ή κράτησης ή κάθε πράξη διαρπαγής που διαπράττεται για ιδιωτικούς σκοπούς από το πλήρωμα ή από τους επιβάτες ιδιωτικού πλοίου ή αεροσκάφους και που κατευθύνεται-
(i) στα διεθνή ύδατα εναντίον άλλου πλοίου ή στο διεθνή εναέριο χώρο εναντίον άλλου αεροσκάφους ή εναντίον προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται πάνω στο πλοίο ή στο αεροσκάφος αυτό
(ii) εναντίον πλοίου, αεροσκάφους, προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων σε τόπο εντός ή εκτός της δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας.
(β) Κάθε πράξη εκούσιας συμμετοχής στη λειτουργία πλοίου ή αεροσκάφους εν γνώσει των γεγονότων που καθιστούν το πλοίο ή το αεροσκάφος αυτό πειρατικό.
(γ) Κάθε πράξη υποκίνησης ή σκόπιμης διευκόλυνσης μιας από τις πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) πιο πάνω.
- ΚΕΦ.154
- 15(I)/1999
70. Παράνομη είναι η συνάθροιση πέντε ή περισσότερων προσώπων συναθροισμένων με πρόθεση να διαπράξουν κάποιο ποινικό αδίκημα, ή τα οποία συναθροίστηκαν με πρόθεση να εκτελέσουν κάποιο κοινό σκοπό, συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο που διεγείρει στα πρόσωπα που βρίσκονται στην περιοχή εύλογο φόβο ότι συναθροίστηκαν με αυτό τον τρόπο με σκοπό να διασαλεύσουν την ειρήνη ή ότι με τέτοια συνάθροιση άσκοπα και χωρίς επαρκή λόγο προκαλούν άλλα πρόσωπα σε διασάλευση της ειρήνης.
Η συνάθροιση είναι παράνομη και αν ακόμη άρχισε αυτή ως νόμιμη, αν οι συμμετέχοντες σε αυτή που συναθροίστηκαν συμπεριφέρονται για κοινό σκοπό σύμφωνα με τον τρόπο που αναφέρεται πιο πάνω.
Όταν η παράνομη συνάθροιση άρχισε να επιτελεί το σκοπό είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής φύσης, για τον οποίο συναθροίστηκε, για διασάλευση της ειρήνης και προς τρόμο του κοινού, η συνάθροιση χαρακτηρίζεται ως οχλαγωγία, αυτοί που συναθροίστηκαν θεωρούνται ότι συναθροίστηκαν οχλαγωγικά.
71. Όποιος συμμετέχει σε παράνομη συνάθροιση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
72. Όποιος συμμετέχει σε οχλαγωγία είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
73. Έπαρχος επαρχίας ή, στην απουσία αυτού, οποιοσδήποτε αστυνομικός βαθμού Υπαστυνόμου ή ανώτερου, ενώπιον του οποίου δώδεκα ή περισσότεροι είναι συναθροισμένοι οχλαγωγικά, ή όποιος συμπεραίνει ότι πρόκειται να γίνει οχλαγωγία από δώδεκα ή περισσότερων προσώπων συναθροισμένων ενώπιον του, δύναται να προβεί σε προκήρυξη ή να μεριμνήσει για την έκδοση προκήρυξης, εν ονόματι της Δημοκρατίας κατά τον τύπο τον οποίο ήθελε κρίνει σκόπιμο, η οποία διατάσσει τους οχλαγωγούς ή τους συναθροισμένους με αυτό τον τρόπο να διαλυθούν ειρηνικά.
74. Αν μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος, όταν έγινε τέτοια προκήρυξη για διάλυση ή μετά τη ματαίωση με τη βία της έκδοσης τέτοιας προκήρυξης, δώδεκα ή περισσότεροι εξακολουθούν να είναι οχλαγωγικά συναθροισμένοι, εκείνος που έχει εξουσιοδότηση να προβεί σε τέτοια προκήρυξη ή οποιοσδήποτε αστυνομικός ή οποιοσδήποτε άλλος προστρέχει σε βοήθεια τους, δύναται να διαπράξει ότι είναι αναγκαίο για διάλυση των συναθροισμένων με αυτόν τον τρόπο ή για σύλληψη όλων ή μερικών από αυτούς, αν όμως ήθελε προβληθεί αντίσταση δύναται να χρησιμοποιήσει τέτοια βία ως είναι εύλογα αναγκαία για πάταξη της αντίστασης, χωρίς να έχει καμιά ποινική ή αστική ευθύνη για τυχόν πρόκληση θανάτου ή σωματικής βλάβης από τη χρήση τέτοιας βίας.
75. Αν εκδοθεί προκήρυξη που διατάσσει αυτούς που συμμετέχουν σε οχλαγωγία ή τους συναθροισμένους με σκοπό οχλαγωγίας να διαλυθούν, οποιοσδήποτε κατά ή μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος από τέτοια προκήρυξη, συμμετέχει ή εξακολουθεί να συμμετέχει της οχλαγωγίας ή της συνάθροισης, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
76. Όποιος βίαια ματαιώνει ή παρεμποδίζει την έκδοση της προβλεπόμενης προκήρυξης στο άρθρο 73, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων, όποιος όμως εν γνώσει του γεγονότος ότι η προκήρυξη ματαιώθηκε με αυτό τον τρόπο, συμμετέχει ή εξακολουθεί να συμμετέχει στην οχλαγωγία ή στη συνάθροιση, υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
77. Οι συναθροισμένοι οχλαγωγικά, οι οποίοι παράνομα κατεδαφίζουν ή καταστρέφουν ή άρχισαν να κατεδαφίζουν ή να καταστρέφουν, οποιοδήποτε κτίριο, πλοίο, σιδηρόδρομο, μηχανήματα ή οικοδομές, είναι ένοχοι κακουργήματος και ο καθένας από αυτούς υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
78. Οι συναθροισμένοι οχλαγωγικά, οι οποίοι παράνομα προξενούν ζημιά σε οποιαδήποτε από τα αναφερόμενα πράγματα στο άρθρο 77, είναι ένοχοι κακουργήματος και ο καθένας από αυτούς υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
79. Οι συναθροισμένοι οχλαγωγικά, οι οποίοι παράνομα και με τη βία ματαιώνουν, παρεμποδίζουν ή παρακωλύουν τη φόρτωση ή εκφόρτωση, τον απόπλου ή διακυβέρνηση οποιουδήποτε σκάφους ή παράνομα και με τη βία επιβιβάζονται σε αυτό με σκοπό διενέργειας οποιασδήποτε από τις πιο πάνω πράξεις, είναι ένοχοι πλημμελήματος.
80. Όποιος δημόσια και χωρίς νόμιμη αιτία μεταφέρει επιθετικό όπλο ή όργανο με τέτοιο τρόπο που διεγείρει τρόμο σε άλλο, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων, και τα όπλα του ή όργανα κατάσχονται.
81.-(1) Όποιος εισάγει, κατασκευάζει, πωλεί, προσφέρει ή εκθέτει για πώληση αμφίστομο μαχαίρι ή όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει αυτό εκτός της κατοικίας του ή της αυλής του, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων και ανεξάρτητα οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης των άρθρων 29, 32 και 33, υπόκειται σε κατώτατο όριο σε φυλάκιση ενός χρόνου, εκτός αν το Δικαστήριο αφού λάβει υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής τα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένων της δοκιμασίας την οποία θα υποστεί ο καταδικασθείς και παρόμοια ελαφρυντικά περιστατικά που σχετίζονται προσωπικά με τον καταδικασθέντα, ήθελε κρίνει σκόπιμο να επιβάλει μικρότερη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα.
(2) Σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιβάλλεται μικρότερη ποινή ή εκδίδεται οποιοδήποτε άλλο διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1), το Δικαστήριο αναφέρει τους λόγους για επιβολή αυτής της ποινής ή της έκδοσης του διατάγματος αυτού.
82.-(1) Όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει μαχαίρι που δεν καταλήγει σε μυτερή άκρη εκτός της κατοικίας του ή της αυλής της, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
(2) Όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει μαχαίρι που καταλήγει σε μυτερή άκρη εκτός της κατοικίας του ή της αυλής της, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου και ανεξάρτητα οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης των άρθρων 29, 32 και 33, υπόκειται σε κατώτατο όριο σε φυλάκιση έξι μηνών, εκτός αν το Δικαστήριο, λάβει υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, τα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένων της δοκιμασίας την οποία θα υποστεί ο καταδικασθείς και παρόμοιων ελαφρυντικών περιστατικών που σχετίζονται προσωπικά με τον καταδικασθέντα, ήθελε κρίνει σκόπιμο να επιβάλει μικρότερη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα.
(3) Σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιβάλλεται μικρότερη ποινή ή εκδίδεται οποιοδήποτε άλλο διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2) το Δικαστήριο αναφέρει τους λόγους για επιβολή αυτής της ποινής ή της έκδοσης του διατάγματος αυτού.
(4) Κανένας δεν θεωρείται ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου, αν αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι είχε πάνω του ή μετέφερε εκτός της κατοικίας του ή της αυλής της το μαχαίρι, αναφορικά για το οποίο προσάχθηκε η κατηγορία, για κάποιο νόμιμο σκοπό, για τον οποίο ήταν αναγκαίο τέτοιο μαχαίρι.
83.-(1) Όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει μαχαίρι που δεν καταλήγει σε μυτερή άκρη, σε γάμο ή πανηγύρι ή σε οίκο ανοχής ή αδειούχο ποτοπωλείο, είναι ένοχος πλημμελήματος.
(2) Όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει μαχαίρι που καταλήγει σε μυτερή άκρη σε γάμο, ή πανηγύρι ή σε οίκο ανοχής ή αδειούχο ποτοπωλείο, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων και ανεξάρτητα οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης των άρθρων 29, 32 και 33, υπόκειται σε κατώτατο όριο σε φυλάκιση ενός χρόνου, εκτός αν το Δικαστήριο αφού λάβει υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής τα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένων της δοκιμασίας την οποία θα υποστεί ο καταδικασθείς και παρόμοιων ελαφρυντικών περιστατικών που σχετίζονται προσωπικά με τον καταδικασθέντα, ήθελε κρίνει σκόπιμο να επιβάλει μικρότερη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα.
(3) Σε εκείνες τις περιπτώσεις που επιβάλλεται μικρότερη ποινή ή εκδίδεται οποιοδήποτε άλλο διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (2), το Δικαστήριο αναφέρει τους λόγους για την επιβολή της ποινής αυτής ή την έκδοση του διατάγματος αυτού.
(4) Κανένας δεν θεωρείται ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου, αν αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι είχε πάνω του ή μετέφερε τέτοιο μαχαίρι κατά την άσκηση του επιτηδεύματος ή του επαγγέλματος του.
84. Δεν απαγορεύεται, σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό η μεταφορά κλειστού μικρού μαχαιριού που έχει λεπίδα-
(α) μήκους μέχρι τεσσάρων ιντζών, αν αυτή δεν καταλήγει σε μυτερή άκρη ή
(β) μήκους μέχρι δύο και ήμιση ιντζών, αν αυτή καταλήγει σε μυτερή άκρη,
εφόσον τέτοιο μικρό μαχαίρι δεν είναι κατασκευασμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μετατρέπεται, με ελατήριο, ή διαφορετικά σε αμφίστομο μαχαίρι ή σε μαχαίρι το οποίο έχει σταθερή λεπίδα.
85. Αμφίστομο μαχαίρι ή μαχαίρι αναφορικά με το οποίο κάποιος καταδικάζεται για παράβαση του Κώδικα αυτού, κατάσχεται.
86. Στον Κώδικα αυτό—
"αμφίστομο μαχαίρι" σημαίνει οποιοδήποτε μαχαίρι ή άλλο όργανο το οποίο έχει λεπίδα και στις δύο πλευρές, ανεξάρτητα αν καταλήγει σε μυτερή άκρη ή όχι, και περιλαμβάνει και ξίφος σε οποιαδήποτε μορφή·
"μαχαίρι" σημαίνει μαχαίρι άλλο από αμφίστομο μαχαίρι, το οποίο έχει λεπίδα, είτε αυτή καταλήγει σε μυτερή άκρη είτε όχι:
Νοείται ότι στην ερμηνεία των όρων 'αμφίστομο μαχαίρι' και 'μαχαίρι' του παρόντος άρθρου δεν περιλαμβάνεται αμφίστομο μαχαίρι ή μαχαίρι το οποίο—
(α) Προορίζεται από την κατασκευή του για σκοπούς διακόσμησης,
(β) έχει από τη φύση του συλλεκτικό ή αρχαιολογικό χαρακτήρα,
(γ) προορίζεται από την κατασκευή του ή λόγω της φύσης του για οικιακή, επαγγελματική, εκπαιδευτική, αθλητική χρήση ή για σκοπούς θήρας ή αλιείας ή για άλλη συναφή χρήση, ή
(δ) αποτελεί μέρος της στολής των μελών των ενόπλων δυνάμεων της Δημοκρατίας ή των μελών των ενόπλων δυνάμεων άλλης χώρας, τα οποία είναι διαπιστευμένα ή βρίσκονται νόμιμα στη Δημοκρατία.
86Α. Όποιος εισάγει, κατασκευάζει, πωλεί, προσφέρει ή εκθέτει για πώληση ή έχει στην κατοχή του ή μεταφέρει χειροπέδες χωρίς άδεια του Αρχηγού Αστυνομίας είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση 6 μηνών ή με χρηματική ποινή πεντακοσίων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές:
Νοείται ότι η απαγόρευση εισαγωγής, κατοχής ή μεταφοράς χειροπέδων δεν εφαρμόζεται ή επηρεάζει τις δυνάμεις ασφαλείας της Δημοκρατίας, την Εθνική Φρουρά ή τις Φυλακές.
- ΚΕΦ.154
- 30(I)/2000
87. Όποιος με σκοπό απόκτησης κατοχής αυτών, εισέρχεται βίαια σε οποιαδήποτε γη ή ακίνητο, είτε η βία συνίσταται στην άσκηση πραγματικής βίας πάνω σε άλλο είτε με απειλές είτε στη διάρρηξη οποιασδήποτε κατοικίας είτε στη συγκέντρωση ασυνήθιστου αριθμού ανθρώπων, είναι ένοχος πλημμελήματος το οποίο καλείται βίαιη είσοδος.
Όλα τα πιο πάνω ισχύουν και αν ακόμη αυτός έχει το δικαίωμα εισόδου σε τέτοια γη ή όχι, νοουμένου ότι ο εισερχόμενος σε γη ή ακίνητα που ανήκουν σε αυτόν, βρίσκονται όμως κάτω από τη φύλαξη του υπηρέτη ή επιστάτη, δεν διαπράττει το ποινικό αδίκημα της βίαιης εισόδου.
88. Όποιος έχει στην πραγματική κατοχή γη χωρίς κανένα δικαίωμα, εξακολουθεί να την κατέχει παρά τη θέληση του δικαιούμενου σύμφωνα με το νόμο στην κατοχή τέτοιας γης, με τέτοιο τρόπο ο οποίος ενδέχεται να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης ή εύλογη ανησυχία ότι δυνατόν να διασαλευτεί η ειρήνη, είναι ένοχος πλημμελήματος το οποίο καλείται βίαιη κατακράτηση.
89. Όποιος συμμετέχει συμπλοκής σε δημόσιο χώρο, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
90. Όποιος προκαλεί άλλο σε μονομαχία ή αποπειράται να προκαλέσει άλλο σε μονομαχία ή αποπειράται να προκαλέσει άλλο σε πρόκληση άλλου σε μονομαχία, είναι ένοχος πλημμελήματος.
91. Όποιος-
(α) με σκοπό εκφοβισμού ή παρενόχλησης άλλου, απειλεί να διαρρήξει ή να προξενήσει βλάβη σε κατοικία ή
(β) με σκοπό πρόκλησης τρόμου σε άλλο πρόσωπο που βρίσκεται σε κάποια κατοικία, εκπυρσοκροτεί γεμάτο πυροβόλο όπλο ή διαπράττει οποιαδήποτε άλλη διασάλευση της ειρήνης ή
(γ) με σκοπό υποκίνησης οποιουδήποτε προσώπου για να διενεργήσει πράξη την οποία αυτό δεν έχει νομική υποχρέωση να διενεργήσει ή για να παραλείψει πράξη την οποία αυτό έχει νομικό δικαίωμα να διενεργήσει, απειλεί άλλον ότι δυνατόν να προξενήσει βλάβη στο πρόσωπο, την υπόληψη, ή την περιουσία του ή στο πρόσωπο ή την υπόληψη οποιουδήποτε για τον οποίο ενδιαφέρεται εναντίον του οποίου γίνονται οι απειλές,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
91Α. Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.
92. Όποιος έχει στην κατοχή ή τη φύλαξη του πυροβόλο όπλο ή πυρομαχικό, με σκοπό να θέσει με αυτά σε κίνδυνο ζωή ή να προξενήσει σοβαρή βλάβη σε περιουσία ή με σκοπό να παρέχει με αυτά τη δυνατότητα σε άλλο να θέσει σε κίνδυνο ζωή ή να προξενήσει σοβαρή βλάβη σε περιουσία, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων, ανεξάρτητα αν επακολούθησε ή όχι οποιαδήποτε τέτοια προσωπική ή περιουσιακή βλάβη.
Στο άρθρο αυτό ο όρος “πυροβόλο όπλο” σημαίνει πυροβόλο όπλο από το οποίο δύναται να ριχτεί μικρή σφαίρα, σφαίρα ή άλλο βλήμα ή οποιοδήποτε μέρος του, ο όρος “πυρομαχικά” σημαίνει πυρομαχικά οποιουδήποτε τέτοιου πυροβόλου όπλου και περιλαμβάνει χειροβομβίδες, βόμβες, και άλλα παρόμοια βλήματα, ανεξάρτητα αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν με το πυροβόλο όπλο ή όχι καθώς και τα συστατικά στοιχεία και τα συστατικά μέρη τους.
93. Τρεις ή περισσότεροι συναθροιζόμενοι, για το σκοπό εκφόρτωσης από πλοίο, μεταφοράς ή απόκρυψης αγαθών τα οποία υπόκεινται σε τελωνειακούς δασμούς και σε κατάσχεση δυνάμει της τελωνειακής νομοθεσίας που εκάστοτε είναι σε ισχύ, είναι ένοχοι πλημμελήματος, ο καθένας δε από αυτούς υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.
94.-(1) Όποιος σε δημόσια διάβαση ή σε δημόσιο χώρο, είτε είναι κτίριο ή όχι, είναι σε κατάσταση μέθης, συμπεριφέρεται οχλαγωγικά ή χωρίς τάξη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών.
(2) Όποιος είναι σε κατάσταση μέθης ενόσω κατέχει γεμάτο πυροβόλο όπλο, μαχαίρι ή άλλο φονικό όργανο, δύναται να συλληφθεί χωρίς δικαστικό ένταλμα, είναι δε ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή σε φυλάκιση έξι μηνών ή και στις δύο αυτές ποινές.
95. Όποιος χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί θόρυβο ή ταραχή σε δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχία τους περίοικους ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών.
95Α.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο σε δημόσιο κέντρο αναψυχής και διασκέδασης σπάζει σκόπιμα επιτραπέζιο σκεύος οποιουδήποτε είδους από γυαλί, πορσελάνη ή άλλη εύθραυστη ύλη, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση έξι μηνών.
(2) Ο ιδιοκτήτης ή το πρόσωπο υπό τη διεύθυνση του οποίου είναι το κέντρο, ο οποίος παρέχει τα μέσα διάπραξης του αδικήματος που καθορίζεται στο εδάφιο (1), είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με την ίδια ποινή.
96. Όποιος εσκεμμένα και χωρίς νόμιμη εξουσία σχίζει, παραμορφώνει ή καταστρέφει κοινοποίηση, αγγελία ή έγγραφο επικολλημένο ή που πρόκειται να επικολληθεί πάνω σε οποιοδήποτε κτίριο ή δημόσιο χώρο, δυνάμει των διατάξεων νόμου ή διαδικαστικού κανονισμού ή με εντολή δημόσιου υπαλλήλου, δήμου ή άλλου δημόσιου οργανισμού, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή σε φυλάκιση ενός μήνα.
97.-(1) Όποιος διοργανώνει ή ευθύνεται για διοργάνωση Μουσουλμανικής γιορτής ή είναι κάτοχος του υποστατικού όπου γίνεται τέτοια Μουσουλμανική γιορτή και προσλαμβάνει είτε με αμοιβή είτε όχι ή σε γνώση του επιτρέπει σε χορεύτρια να χορεύει ή να τραγουδά κατά τη διάρκεια τέτοιας γιορτής, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή σε φυλάκιση ενός μήνα.
(2) Στο άρθρο αυτό-
“χορεύτρια” σημαίνει γυναίκα πόρνη ή γυναίκα που χορεύει ή που τραγουδά με αμοιβή σε Μουσουλμανική γιορτή
“Μουσουλμανική γιορτή” σημαίνει Μουσουλμανικό γιορτασμό που διοργανώνεται με ευκαιρία γάμου ή περιτομής.
98. Όποιος αποπειράται να αποτρέψει, να παραμποδίσει ή να διαταράξει δημόσια εκλογή με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε είδους βίας, βιαιοπραγίας ή απειλές, ή για πράξη που είναι αξιόποινη δυνάμει του Κώδικα αυτού, είναι ένοχος πλημμελήματος.
99. Όποιος, σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, εξυβρίζει άλλο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός μήνα ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
99Α. (1) Πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως, δημόσια και κατά τρόπο που έχει απειλητικό ή υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα προτρέπει σε ή υποκινεί, προφορικά ή διά του τύπου ή με γραπτά κείμενα ή εικονογραφήσεις ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, βία ή μίσος που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται βάσει του γενετήσιου προσανατολισμού τους ή της ταυτότητας φύλου τους, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Ποινική δίωξη δυνάμει του παρόντος άρθρου ασκείται μόνο κατόπιν έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
99Β. Όποιος δηµόσια και κατά τρόπο που ενέχει απειλητικό ή υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα προφέρει οποιαδήποτε λέξη ή δηµιουργεί ήχο, ώστε να ακούγεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή προβαίνει σε χειρονοµία ή τοποθετεί οποιοδήποτε αντικείµενο ή διανέμει γραπτά κείμενα ή κείμενα με εικονογραφήσεις ή συμπεριφέρεται απρεπώς ή προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη πράξη με σκοπό να παρεμποδίσει μητέρα η οποία θηλάζει, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000).
100. Όποιος-
(α) είναι δημόσιος λειτουργός και είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος λόγω του λειτουργήματος του, με τέτοιο τρόπο που υποδηλώνει δεκασμό ζητά, δέχεται ή παίρνει ή συμφωνεί ή αποπειράται να δεχτεί ή να πάρει περιουσία ή ωφέλημα οποιουδήποτε είδους για τον εαυτό του ή για άλλον, για χάρη εκτέλεσης ή μελλοντικής ενέργειας ή παράλειψης κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του λειτουργήματος του ή
(β) με τέτοιο τρόπο που υποδηλώνει δεκασμό, δίνει παρέχει ή προμηθεύει, ή υπόσχεται ή προσφέρεται να δώσει ή να παρέχει ή να προμηθεύει ή να αποπειραθεί να προμηθεύσει, σε δημόσιο λειτουργό ή σε άλλο, περιουσία, ή ωφελήματα οποιουδήποτε είδους για χάρη τέτοιας ενέργειας ή παράλειψης από τέτοιο δημόσιο λειτουργό,
είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι επτά χρόνια και σε χρηματική ποινή μέχρι εκατό χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο ποινές, η δε περιουσία του, αντικείμενο του δεκασμού, υπόκειται σε δήμευση σύμφωνα με τον περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμο.
- ΚΕΦ.154
- 38(I)/1999
- 95(I)/2012
101. Δημόσιος λειτουργός που παίρνει ή που δέχεται από άλλο για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανάγονται στην υπηρεσία του, οποιαδήποτε αμοιβή πέρα από τον κανονικό μισθό και των απολαβών του ή την υπόσχεση τέτοιας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων και σε χρηματική ποινή.
102. Δημόσιος λειτουργός, που παίρνει περιουσία ή ωφέλημα πάσης φύσης υπό το ρητό ή σιωπηρό όρο, ότι αυτός θα ευνοήσει εκείνο που προσφέρει ή δίνει την περιουσία ή οποιοδήποτε άλλο, για τον οποίο ενδιαφέρεται εκείνος που προσφέρει, σε εκκρεμή συναλλαγή ή σε συναλλαγή η οποία ενδέχεται να προκύψει μεταξύ εκείνου που προσφέρει ή άλλου, για τον οποίο αυτός ενδιαφέρεται και οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργού, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων και σε χρηματική ποινή.
103. Δημόσιος λειτουργός, ο οποίος είναι επιφορτισμένος λόγω του λειτουργήματος του, με δικαστικά ή διοικητικά καθήκοντα αναφορικά με περιουσία ειδικού χαρακτήρα ή αναφορικά με τη διεξαγωγή βιομηχανίας, εμπορίου, ή επιχείρησης ειδικού χαρακτήρα, ο οποίος, αφού απέκτησε ή κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ιδιωτικό συμφέρον σε οποιαδήποτε τέτοια περιουσία, βιομηχανία, εμπόριο ή επιχείρηση, ασκεί τέτοια περιουσία, βιομηχανία, εμπόριο ή επιχείρηση στην οποία έχει τέτοιο συμφέρο ή αναφορικά με τη διαγωγή οποιουδήποτε προσώπου σχετικά με τα πιο πάνω, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
104. Δημόσιος λειτουργός, στα υπηρεσιακά καθήκοντα του οποίου ανάγεται η υποχρέωση ή η δυνατότητα παροχής απολογισμών ή δηλώσεων σχετικά με οποιοδήποτε χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί ή που αξιώνει ότι πρέπει να καταβληθεί σε αυτόν ή άλλον ή σχετικά με οποιοδήποτε άλλο θέμα που έχει ανάγκη πιστοποίησης για το σκοπό πληρωμής ή της παράδοσης αγαθών σε οποιοδήποτε πρόσωπο, ο οποίος εκδίδει απολογισμό ή δήλωση σχετικά με τέτοιο θέμα, η οποία είναι σε γνώση του ότι είναι ψευδής ως προς ουσιώδες στοιχείο της, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων και σε χρηματική ποινή.
105. Δημόσιος λειτουργός, ο οποίος κατά κατάχρηση εξουσίας που ανάγεται στα καθήκοντα του, ενεργεί ή διατάσσει την ενέργεια οποιασδήποτε αυθαίρετης πράξης που παραβλάπτει τα δικαιώματα άλλου, είναι ένοχος πλημμελήματος.
Αν ο υπαίτιος απέβλεπε με τέτοια πράξη σε κέρδος, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά (7) χρόνων.
105Α.—(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο προσπαθεί με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε αρχή, επιτροπή, συλλογικό όργανο ή μέλος αυτών ή οποιοδήποτε δημόσιο λειτουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους σε σχέση με διαδικασία πρόσληψης, διορισμού, προαγωγής, τοποθέτησης, μετάθεσης ή άσκησης πειθαρχικής εξουσίας σε κρατική υπηρεσία, υπέρ του ιδίου ή υπέρ ή κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο ποινές:
Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις σύστασης από οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει υπηρεσιακή αρμοδιότητα ή δικαίωμα ή υποχρέωση που εκπη- γάζει από οποιοδήποτε νόμο ή κανονισμό σχετικά με την πρόσληψη, διορισμό, προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση ή άσκηση πειθαρχικής εξουσίας.
(2) Οποιοδήποτε μέλος αρχής, επιτροπής, συλλογικού οργάνου ή οποιοσδήποτε δημόσιος λειτουργός έχει προσεγγισθεί προς το σκοπό επηρεασμού του, όπως αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο και έχει παραλείψει να καταγγείλει το πρόσωπο που το έχει προσεγγίσει στον Αστυνομικό Διευθυντή της επαρχίας όπου διεπράχθη το αδίκημα εντός τριών ημερών από τη διάπραξή του, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «κρατική υπηρεσία» σημαίνει τη δημόσια υπηρεσία και τη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας, την υπηρεσία στις Ένοπλες Δυνάμεις ή τις Δυνάμεις Ασφαλείας της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει την υπηρεσία εργατών και την υπηρεσία προσώπων που προσλαμβάνονται σε έκτακτη βάση δυνάμει του περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόμου, του περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων εις την Υπηρεσίαν Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου Νόμου και του περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμου και την υπηρεσία σε νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου ή άλλο οργανισμό, μετά ή άνευ νομικής προσωπικότητας, του οποίου η διοίκηση τελεί υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας με το διορισμό της πλειονότητας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από το κράτος.
(4) Ποινική δίωξη για αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν ασκείται παρά μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκρισή του.
106. Ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε από τα άρθρα 103, 104 και 105, δεν ασκείται παρά μόνο από το Γενικό Εισαγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκριση του.
107. Όποιος, έχει από το νόμο εξουσία ή υποχρέωση για έκδοση πιστοποιητικού, σχετικά με οποιοδήποτε θέμα, εξ αιτίας του οποίου είναι δυνατόν να παραβλαβούν τα δικαιώματα οποιουδήποτε προσώπου, εκδίδει πιστοποιητικό, το οποίο είναι σε γνώση του ότι είναι ψευδές ως προς ουσιώδες στοιχείο του, είναι ένοχος πλημμελήματος.
108. Όποιος-
(α) αντιποιείται την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού ή
(β) αντιποιείται την ιδιότητα προσώπου που έχει σύμφωνα με το νόμο εξουσία να επάγει όρκο ή να δέχεται επίσημη δήλωση ή βεβαίωση ή ένορκο δήλωση ή να ενεργεί οποιαδήποτε άλλη πράξη δημόσιας φύσης, η οποία δύναται να ενεργηθεί μόνο από τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα σύμφωνα με το νόμο για αυτό ή
(γ) παριστάνει τον εαυτό του ότι είναι εξουσιοδοτημένος σύμφωνα με το νόμο για την υπογραφή εγγράφου που βεβαιώνει το περιεχόμενο οποιουδήποτε μητρώου ή αρχείου που τηρείται σύμφωνα με το νόμο ή που βεβαιώνει οποιοδήποτε γεγονός ή συμβάν και υπογράφει τέτοιο έγγραφο ως να είναι εξουσιοδοτημένος για αυτό, είναι σε γνώση του ότι δεν είναι πράγματι εξουσιοδοτημένος για αυτό, είναι ένοχος πλημμελήματος.
108Α. Όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί τη στολή ή άλλο διακριτικό σημείο μέλους του στρατού ή της εθνικής φρουράς ή της αστυνομίας τα οποία δε δικαιούται να φορεί ή να χρησιμοποιεί, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση δώδεκα μηνών ή με πρόστιμο χίλιων λιρών ή και με τις δύο ποινές.
109. Όποιος-
(α) πλαστοπροσωπεί δημόσιο λειτουργό, σε περίπτωση κατά την οποία, από τον τελευταίο απαιτείται να διενεργήσει οποιαδήποτε πράξη ή να παρευρεθεί σε οποιοδήποτε μέρος λόγω του λειτουργήματος του ή
(β) παριστάνει τον εαυτό του ψευδώς ότι είναι δημόσιος λειτουργός και αναλαμβάνει να διενεργήσει οποιαδήποτε πράξη ή να παρευρεθεί σε οποιοδήποτε μέρος με σκοπό να διενεργήσει οποιαδήποτε πράξη λόγω του λειτουργήματος του, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
110.-(1) Όποιος γνωρίζει ότι προβαίνει σε ψευδή κατάθεση σε δικαστική διαδικασία ή για το σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας, που αφορά σε ο,τιδήποτε ουσιώδες για ζήτημα, το οποίο είτε εκκρεμεί είτε σκοπεύεται να εγερθεί στην πιο πάνω διαδικασία, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται ψευδορκία.
Είναι αδιάφορο κατά πόσο-
- η κατάθεση δόθηκε με όρκο ή με οποιαδήποτε άλλη νόμιμη διαβεβαίωση, ή
- οι τύποι και η διαδικασία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επαγωγή του όρκου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δέσμευση αυτού που καταθέτει να πει την αλήθεια, αν συναίνεσε στη χρήση τους, ή
- η ψευδή κατάθεση δόθηκε προφορικά ή γραπτά, ή
- το Δικαστήριο ήταν συγκροτημένο κανονικά ή συνήλθε στον αρμόζοντα τόπο, αν αυτό ενεργεί πράγματι ως Δικαστήριο στη διαδικασία κατά την οποία δόθηκε τέτοια κατάθεση, ή
- αυτός που καταθέτει ήταν ικανός μάρτυρας ή όχι, ή κατά πόσο η κατάθεση ήταν αποδεκτή σε αυτή τη διαδικασία.
(2) Όποιος προκαλεί άλλο να διαπράξει ψευδορκία, την οποία αυτός που έχει προκληθεί πράγματι τη διαπράττει, κατά συνέπεια τέτοιας πρόκλησης, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται πρόκληση σε ψευδορκία.
111. Όποιος διαπράττει το ποινικό αδίκημα της ψευδορκίας ή της πρόκλησης σε ψευδορκία, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα επτά χρόνια.
112. Κανένας δεν δύναται να καταδικαστεί για ψευδορκία ή για πρόκληση σε ψευδορκία αποκλειστικά και μόνο με βάση τη μαρτυρία ενός προσώπου ως προς το ψευδές οποιασδήποτε κατάθεσης για την οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι είναι ψευδής.
113.-(1) Όποιος-
(α) είναι μάρτυρας σε ποινική δίκη όχι συνοπτική, καταθέτει εσκεμμένα κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει με ότι κατέθεσε αυτός, αφού εξετάστηκε ως μάρτυρας για το ίδιο ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή
(β) αυτός που κατηγόρησε ή κατάγγειλε με όρκο ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, μετά από αυτά κατά την εξέταση του ως μάρτυρα κατά την έρευνα τέτοιας κατηγορίας ή καταγγελίας ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, εσκεμμένα καταθέτει κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει σε ότι αυτός κατάθεσε κατά την ένορκη κατηγορία ή καταγγελία,
θεωρείται ότι κατέθεσε ψευδώς, με βάση την έννοια του άρθρου 110.
(2) Όποιος ως μάρτυρας σε συνοπτική δίκη ή σε δίκη ενώπιον του κακουργιοδικείου καταθέτει κάτι που τείνει να αποδείξει την ενοχή ή την αθωότητα οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο είναι ασυμβίβαστο ή αντιφάσκει σε κατάθεση, που έδωσε προηγουμένως σε δικαιούμενο πρόσωπο ή που έχει εξουσία δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου που είναι σε ισχύ στην διενέργεια ανακρίσεων σε συνάφεια με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές:
(3) Το Κακουργιοδικείο, το οποίο ήθελε αποφασίσει την παραπομπή προσώπου σε δίκη για ψευδή μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του σε οποιαδήποτε διαδικασία, δύναται, αν το Δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμον, να αποφασίσει όπως το πρόσωπο αυτό παραπεμφθεί σε δίκη και δικαστεί κατά την ίδια συνεδρία του Δικαστηρίου.
114. Όποιος, γνωρίζει ή έχει λόγο να πιστεύει ότι διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα, παρέχει πληροφορίες για αυτό σε αστυνομικό ή άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο για τη διενέργεια ανάκρισης για τέτοιο αδίκημα, τις οποίες αυτός γνωρίζει ή πιστεύει ότι είναι ψευδείς, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.
115. Όποιος, γνωρίζει ότι δίνει σε οποιοδήποτε αστυνομικό ή σε πρόσωπο το οποίο εξουσιοδοτείται να διενεργεί ανακρίσεις, σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, ψευδή κατάθεση σε συνάφεια με κατά φαντασία ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος δημόσιας βλάβης, και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις δύο χιλάδες ευρώ (€2.000) ή σε φυλάκιση ενός χρόνου.
116. Όποιος, με σκοπό παραπλάνησης Δικαστηρίου σε οποιαδήποτε διαδικασία-
(α) πλάθει αποδεικτικό στοιχείο με μέσα διαφορετικά από ψευδορκία ή πρόκληση σε ψευδορκία ή
(β) εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό αποδεικτικό στοιχείο,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
117. Όποιος ορκίζεται με ψευδή όρκο ή προβαίνει σε ψευδή βεβαίωση ή δήλωση ενώπιον προσώπου εξουσιοδοτημένου να επαγάγει όρκο ή να δεχτεί δήλωση υπό τέτοιες περιστάσεις, ώστε αν ο ψευδής όρκος δινόταν ή η ψευδής δήλωση γινόταν σε δικαστική διαδικασία θα ισοδυναμούσε με ψευδορκία, είναι ένοχος πλημμελήματος.
118. Όποιος, παρέχει, προσφέρει ή υπόσχεται ανταμοιβή σε μάρτυρα ή πρόσωπο το οποίο πρόκειται να κληθεί ως μάρτυρας σε δικαστική διαδικασία βάσει οποιασδήποτε συμφωνίας ή συνεννόησης ότι η μαρτυρική κατάθεση του δυνατόν ως εκ τούτου να επηρεαστεί, ή αυτός που αποπειράται με οποιοδήποτε μέσο να υποκινήσει μάρτυρα στην παροχή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων ή σε απόκρυψη αληθινής μαρτυρίας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
119. Όποιος με δόλο ή απάτη, ή γνωρίζει ότι δίνει ή επιδεικνύει ψευδή δήλωση, παράσταση, τεκμήριο ή γραπτό, σε μάρτυρα που κλήθηκε ή και πρόκειται να κληθεί σε δικαστική διαδικασία με σκοπό να επηρεάσει τη μαρτυρική του κατάθεση, είναι ένοχος πλημμελήματος.
120. Όποιος, εν γνώσει του ότι βιβλίο, έγγραφο ή άλλο πράγμα οποιουδήποτε είδους δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ή δυνατόν να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο σε δικαστική διαδικασία, με σκοπό να αποτρέψει τη χρήση του ως αποδεικτικό στοιχείο, εσκεμμένα καταστρέφει ή καθιστά αυτό δυσανάγνωστο ή ακατανόητο ή αδύνατο να προσδιοριστεί η ταυτότητα του, είναι ένοχος πλημμελήματος.
121. Διαπράττει πλημμέλημα όποιος-
(α) συνωμοτεί με άλλο να κατηγορήσουν ψευδώς άλλο για κάποιο έγκλημα ή να διαπράξουν ο,τιδήποτε για παρεμπόδιση, αποτροπή, εκτροπή ή ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης ή
(β) με σκοπό παρεμπόδισης της κανονικής πορείας της δικαιοσύνης μεταπείθει, παρεμποδίζει ή αποτρέπει οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι νόμιμα υπόχρεο να εμφανιστεί και να δώσει μαρτυρία ως μάρτυρας, ή αποπειράται να διαπράξει με αυτό τον τρόπο ή
(γ) παρεμποδίζει ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμβαίνει στην εκτέλεση ή γνωρίζει ότι αποτρέπει την εκτέλεση νόμιμου εντάλματος ή δικογράφου, αστικού ή ποινικού.
122. Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη-
(α) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να αποτρέψει κάποιο πρόσωπο από το να ενεργήσει με οποιαδήποτε δικαστική ιδιότητα ή με οποιοδήποτε τρόπο ως συνήγορος, μάρτυρας ή διάδικος σε δικαστική διαδικασία
(β) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
123. Όποιος απαιτεί, δέχεται ή παίρνει ή συμφωνεί ή αποπειράται να δεχτεί ή να πάρει περιουσία ή ωφέλημα οποιουδήποτε είδους για τον εαυτό του ή για άλλο, με βάση οποιασδήποτε συμφωνίας ή συνεννόησης ότι θα συμβιβάσει ή θα συγκαλύψει κακούργημα, το οποίο δεν είναι συμβιβάσιμο σύμφωνα με το νόμο ή ότι δε θα ασκήσει ή ότι θα διακόψει ή θα καθυστερήσει την ποινική δίωξη τέτοιου κακουργήματος ή θα κατακρατήσει οποιοδήποτε σχετικό αποδεικτικό στοιχείο, είναι ένοχος πλημμελήματος.
124. Όποιος αφού εγείρει ή προσποιούμενος ότι θα εγείρει ποινική αγωγή εναντίον άλλου προσώπου με βάση κάποιου ποινικού νόμου με σκοπό να πάρει από αυτό ποινική αποζημίωση για ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε ή για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι διαπράχτηκε από το εν λόγω πρόσωπο, συμβιβάζει αυτή χωρίς τη διαταγή ή τη συναίνεση του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εγέρθει ή που πρόκειται να εγερθεί η αγωγή, είναι ένοχος πλημμελήματος.
125. Όποιος-
(α) προσφέρει δημόσια αμοιβή για την επιστροφή κλοπιμαίων, ή απολωλότων και στην προσφορά χρησιμοποιεί λέξεις από τις οποίες φανερώνεται ότι καμιά ερώτηση δεν θα του υποβληθεί ή ότι αυτός που θα τα φέρει δε θα συλληφθεί ή θα ενοχληθεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ή
(β) προσφέρεται δημόσια να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό που καταβλήθηκε για την αγορά των κλοπιμαίων ή απολεσθέντων ή οποιοδήποτε ποσό που χορηγήθηκε με τη μορφή δανείου για αυτά, σε αυτόν που τα αγόρασε ή που έδωσε δάνειο ή θα δώσει οποιοδήποτε άλλο χρηματικό ποσό, ή αμοιβή για την επιστροφή τους ή
(γ) εκτυπώνει ή δημοσιεύει τέτοια προσφορά,
είναι ένοχος πλημμελήματος.
126. Όποιος με τρόπο ο οποίος υποδηλώνει δεκασμό λαμβάνει χρήματα ή αμοιβή ή άμεσα ή έμμεσα, με το πρόσχημα ή ότι βοήθησε άλλο να ανακτήσει περιουσία η οποία κλάπηκε ή αποκτήθηκε ή πάρθηκε κάτω από περιστάσεις οι οποίες ανάγονται σε κακούργημα ή πλημμέλημα, είναι ένοχος κακουργήματος, (εκτός αν κατέβαλε την επιμέλεια που αρμόζει για να επιτευχτεί η ποινική δίωξη του υπαίτιου για αυτό) και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
126Α. Για τους σκοπούς των άρθρων 127, 128, 129 και 129Α-
«νόμιμη κράτηση» σημαίνει στέρηση της ελευθερίας προσώπου, δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 του Άρθρου 11 του Συντάγματος.
«φυλακή» και «αστυνομικό κρατητήριο» έχουν την έννοια που αποδίδει στους όρους αυτούς ο περί Φυλακών Νόμος.
127.(1) Πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί ή απειλεί να χρησιμοποιήσει πραγματική βία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ή περιουσίας κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά τη στέρηση της ελευθερίας προσώπου, με σκοπό να ελευθερώσει το πρόσωπο αυτό από νόμιμη κράτηση ή να εμποδίσει τη στέρηση της ελευθερίας του, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα επτά έτη.
(2) Πρόσωπο το οποίο με οποιοδήποτε τρόπο και χωρίς τη χρήση βίας κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά τη στέρηση της ελευθερίας προσώπου παρέχει συνδρομή, με σκοπό να ελευθερώσει πρόσωπο που βρίσκεται υπό νόμιμη κράτηση, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.
128. Πρόσωπο το οποίο είτε με τη χρήση βίας είτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο διαφύγει ή αποπειράται να διαφύγει-
(α) από τη φυλακή ή αστυνομικό κρατητήριο ή
(β) ενόσω τελεί υπό νόμιμη κράτηση και βρίσκεται υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και την ευθύνη του Αρχηγού της Αστυνομίας ή
(γ) ενόσω τελεί υπό νόμιμη κράτηση και βρίσκεται υπό τον έλεγχο και ή την εποπτεία και ευθύνη του Διευθυντή των Φυλακών ή
(δ) ενόσω τελεί υπό νόμιμη κράτηση και βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου ή
(ε) ενόσω τελεί υπό νόμιμη κράτηση και βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Διευθυντή του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης,
είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.
129. Πρόσωπο το οποίο παρέχει συνδρομή σε πρόσωπο που τελεί υπό νόμιμη κράτηση για να διαφύγει της κράτησής του ή μεταφέρει ή μεριμνά να μεταφερθεί οτιδήποτε εντός της φυλακής ή των αστυνομικών κρατητηρίων, το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί για να διευκολύνει τη διαφυγή του προσώπου που τελεί υπό νόμιμη κράτηση, είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη.
129Α. Πρόσωπο το οποίο μεταφέρει ή μεριμνά να μεταφερθεί εντός των αστυνομικών κρατητηρίων κινητό τηλέφωνο ή οποιοδήποτε φορητό μέσο επικοινωνίας, με σκοπό όπως τούτο περιέλθει στην κατοχή προσώπου που τελεί υπό νόμιμη κράτηση, είναι ένοχο πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.
130. Όποιος, όταν διαταχθεί νόμιμα από δημόσιο λειτουργό, όργανο τήρησης της τάξης ή άλλο πρόσωπο να παρέχει συνδρομή για την πρόληψη εγκλήματος ή για τη σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου ή για την αποτροπή ελευθέρωσης ή της απόδρασης οποιουδήποτε προσώπου, αρνείται ή παραμελεί να παρέχει την απαιτούμενη συνδρομή στο μέτρο των δυνάμεων του, είναι ένοχος πλημμελήματος.
131. Όποιος εν γνώσει του και με σκοπό παρεμπόδισης ή ματαίωσης της κατάσχεσης ή εντάλματος παίρνει, μετακινεί, κατακρατεί, κρύβει ή διαθέτει πράγμα που κατασχέθηκε ή που πάρθηκε δυνάμει εξουσιοδότησης Δικαστηρίου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
132. Όποιος εσκεμμένα παρεμποδίζει ή αντιστέκεται σε πρόσωπο, το οποίο νόμιμα του ανατέθηκε η εκτέλεση διατάγματος ή εντάλματος Δικαστηρίου, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
133. Όποιος δημόσιος λειτουργός, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του λειτουργήματος του, διενεργεί δόλο ή κατάχρηση εμπιστοσύνης που επηρεάζει το κοινό, είναι ένοχος πλημμελήματος, ανεξάρτητα αν ο δόλος αυτός ή η κατάχρηση εμπιστοσύνης θα ήταν ή όχι αξιόποινη αν γινόταν εναντίον ιδιώτη.
134. Δημόσιος λειτουργός που εσκεμμένα παραμελεί την εκτέλεση καθήκοντος, το οποίο έχει σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση να εκτελέσει, είναι ένοχος πλημμελήματος, νοουμένου ότι η εκτέλεση τέτοιου καθήκοντος δε θα επιφέρει μεγαλύτερο κίνδυνο από εκείνο τον οποίο θα αναμενόταν να αντιμετωπίσει άνθρωπος συνηθισμένου σθένους και ενεργητικότητας.
135.-(1) Δημόσιος λειτουργός που δημοσιεύει ή που γνωστοποιεί πληροφορία ή περιστατικό το οποίο πληροφορήθηκε ή έγγραφο το οποίο παρέλαβε λόγω του λειτουργήματος του και τα οποία έχει υποχρέωση να τηρήσει απόρρητα, εκτός από το πρόσωπο στο οποίο έχει υποχρέωση να δημοσιεύσει ή να γνωστοποιήσει αυτά, είναι ένοχος πλημμελήματος.
(2) Δημόσιος λειτουργός, που χωρίς νόμιμη εξουσία υπεξαιρεί ή αντιγράφει έγγραφο που ανήκει στον εργοδότη του, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Όποιος, που δεν είναι νόμιμα εξουσιοδοτημένος για αυτό, αποκαλύπτει με οποιοδήποτε τρόπο κρατικό απόρρητο, είναι ένοχος πλημμελήματος.
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, “κρατικό απόρρητο” περιλαμβάνει κάθε έγγραφο, πληροφορία ή περιστατικό του οποίου η αποκάλυψη θα έβλαπτε την ασφάλεια ή την οικονομία ή γενικά τα συμφέροντα της Δημοκρατίας ή τη δημόσια τάξη ή γενικά το δημόσιο συμφέρον και η γνώση του οποίου λόγω της φύσης του, πρέπει να μην επεκτείνεται πέρα από τον περιορισμένο κύκλο κρατικών οργάνων, αρχών ή υπηρεσιών.
(4) Ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού δεν ασκείται παρά μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκριση του.
(5) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού ο όρος “δημόσιος λειτουργός” έχει την έννοια που έχει αποδοθεί στο άρθρο 4 του Νόμου αυτού στον όρο “πρόσωπο που υπηρετεί στη δημόσια υπηρεσία”.
136. Όποιος εσκεμμένα ανυπακούει σε νόμο για τη διενέργεια πράξης απαγορευμένης από αυτό ή με την παράλειψη πράξης που επιβάλλεται από αυτό, η οποία αφορά το κοινό ή μέρος του κοινού, είναι ένοχος πλημμελήματος και εκτός αν προκύπτει από αυτό το νόμο πρόθεση του νομοθέτη για επιβολή κάποιας άλλης ποινής, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
137. Όποιος ανυπακούει σε διάταγμα, ένταλμα, ή διαταγή που εκδόθηκε από Δικαστήριο, λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε επίσημη ιδιότητα και κανονικά εξουσιοδοτημένο για αυτό, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων, εκτός όταν καθορίζεται ρητά κάποια άλλη ποινή ή διαδικασία σε συνάφεια με τέτοια ανυπακοή.
138. Όποιος καταστρέφει, ζημιώνει ή βεβηλώνει τόπο λατρείας ή αντικείμενο που θεωρείται ιερό από οποιαδήποτε τάξη προσώπων, με σκοπό ύβρισης με τέτοιο τρόπο της θρησκείας οποιασδήποτε τάξης προσώπων ή εν γνώσει του ότι τέτοιες πράξεις ενδέχεται να θεωρηθούν από ορισμένη τάξη προσώπων ως ύβριση της θρησκείας τους, είναι ένοχος πλημμελήματος.
139. Όποιος εκούσια διαταράσσει θρησκευτική συνάθροιση που συνήλθε νόμιμα για λατρεία ή τελετή, είναι ένοχος πλημμελήματος.
140. Κάθε πρόσωπο που έχει την πρόθεση να θίξει τα αισθήματα ή να υβρίσει τη θρησκεία οποιουδήποτε προσώπου, ή γνωρίζει ότι ενδέχεται να θιγούν τα αισθήματα ή να υβριστεί η θρησκεία οποιουδήποτε προσώπου, εισέρχεται παράνομα σε τόπο λατρείας ή σε τόπο ταφής ή σε τόπο προορισμένο για τη διενέργεια νεκρώσιμων τελετών ή για την τοποθέτηση των λειψάνων των νεκρών, ή όποιος επιδεικνύει ασέβεια στο λείψανο νεκρού ή παρενοχλεί πρόσωπα συναθροισμένα σε νεκρώσιμο τελετή, είναι ένοχος πλημμελήματος.
141. Όποιος ξεστομίζει λέξη ή δημιουργεί ήχο ώστε να ακούγεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή προβαίνει σε χειρονομία ενώπιον του ή τοποθετεί οποιοδήποτε αντικείμενο ενώπιον του, με την εσκεμμένη πρόθεση να θίξει τα θρησκευτικά αισθήματα τέτοιου προσώπου, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
142.-(1) Όποιος δημοσιεύει βιβλίο, φυλλάδιο, άρθρο ή επιστολή σε εφημερίδα ή περιοδικό, το οποίο εκλαμβάνεται από τάξη προσώπων ως δημόσια ύβριση της θρησκείας τους, με σκοπό να εξευτελίσει αυτή τη θρησκεία ή να σκανδαλίσει ή να εξυβρίσει αυτούς που πρεσβεύουν αυτή τη θρησκεία, είναι ένοχος πλημμελήματος.
(2) Ποινική δίωξη για ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού, δεν ασκείται παρά μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με την έγκριση του.
143. Όποιος κατεδαφίζει, καταστρέφει, καταγκρεμίζει ή προξενεί ζημιά σε κτίριο ή μνημείο που προορίζεται για δημόσια χρήση ή για καλλωπισμό ή κόβει ή καταστρέφει ή προξενεί ζημιά σε δένδρα που είναι φυτευμένα σε δημόσιο χώρο, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει εκατό πενήντα λίρες ή σε φυλάκιση τριών μηνών.
144. Όποιος έρχεται σε παράνομη συνουσία διά κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής διείσδυσης του πέους στο σώμα άλλου προσώπου, χωρίς τη συναίνεσή του ή με συναίνεση η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου είναι ένοχος κακουργήματος που καλείται βιασμός και υπόκειται στην ποινή φυλάκισης διά βίου.
146. Όποιος αποπειράται βιασμό, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.
146Α. Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε κολπική, πρωκτική ή στοματική διείσδυση σεξουαλικής φύσεως στο σώμα άλλου προσώπου με οποιοδήποτε μέρος του σώματος ή αντικείμενο, χωρίς τη συναίνεσή του ή με συναίνεση η οποία δόθηκε υπό το κράτος βίας, απειλής ή φόβου είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
146Β. Όποιος αποπειράται σεξουαλική κακοποίηση διά διείσδυσης είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
146Γ. Όποιος εξαναγκάζει άλλον με τη χρήση βίας, απειλής ή φόβου σε διάπραξη βιασμού εναντίον τρίτου προσώπου είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
146Δ. Όποιος εξαναγκάζει άλλον με τη χρήση βίας, απειλής ή φόβου σε διάπραξη σεξουαλικής κακοποίησης διά διείσδυσης εναντίον τρίτου προσώπου είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
146Ε. Όποιος εξαναγκάζει άλλον με τη χρήση βίας, απειλής ή φόβου σε διάπραξη συνουσίας ή άλλων πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.
147. Όποιος έρχεται σε συνουσία με γυναίκα και είναι σε γνώση του ότι αυτή είναι εγγονή, θυγατέρα, αδελφή ή μητέρα του, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος της αιμομιξίας και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων, ανεξάρτητα αν η συνουσία έγινε με ή χωρίς τη συναίνεση της παθούσας.
148. Όποιος με σκοπό το γάμο ή τη συνουσία με αυτό ή με άλλο απαγάγει ή κατακρατεί γυναίκα χωρίς τη θέληση της, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
149. Όποιος παράνομα αποχωρίζει νεαρή γυναίκα άγαμη, που έχει ηλικία κάτω των δεκαέξι χρονών, από την επίβλεψη ή την προστασία του πατέρα της ή της μητέρας της ή άλλου προσώπου που έχει τη νόμιμη φροντίδα ή μέριμνα τέτοιας νεαρής γυναίκας και εναντίον της θέλησης τους, είναι ένοχος πλημμελήματος.
150. Όποιος με τη χρήση εξαναγκασμού πείθει άλλο να παντρευτεί, παρά τη θέληση του, είναι ένοχος πλημμελήματος.
151. Όποιος παράνομα και άσεμνα επιτίθεται εναντίον γυναίκας, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.
152. Όποιος παράνομα και άσεμνα επιτίθεται σε άντρα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.
153.-(1) Όποιος παράνομα έρχεται σε συνουσία με νεαρή γυναίκα που έχει ηλικία κάτω των δεκατριών χρόνων, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
(2) Όποιος αποπειράται να έρθει σε παράνομη συνουσία με νεαρή γυναίκα που έχει ηλικία κάτω των δεκατριών χρόνων, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
154. Όποιος παράνομα έρχεται σε συνουσία ή αποπειράται παράνομη συνουσία με νεαρή γυναίκα που έχει ηλικία δεκατριών ή άνω και κάτω των δεκαεπτά χρόνων, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η συνουσία ή η απόπειρα διάπραξής της, δε θεωρείται παράνομη, και δε διαπράττεται αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου, σε περίπτωση που κατά το χρόνο διάπραξης, νεαρή γυναίκα είναι παντρεμένη με τον άντρα που έρχεται ή αποπειράται να έρθει σε συνουσία μαζί της.
155. Όποιος, γνωρίζει ότι γυναίκα έχει νοητική ή/και ψυχική αναπηρία, έρχεται σε παράνομη συνουσία ή αποπειράται παράνομη συνουσία μαζί της κάτω από περιστάσεις που δεν ανάγονται σε βιασμό, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα χρόνια.
156.-(1)Όποιος ή όποια-
(α) διατηρεί, διευθύνει ή οπωσδήποτε συμμετέχει ή βοηθά στην διεύθυνση οίκου ανοχής ή
(β) είναι ενοικιαστής, μισθωτής, κάτοχος ή υπεύθυνος υποστατικού, σε γνώση του επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί αυτό ή μέρος αυτού ως οίκος ανοχής ή για τη συστηματική άσκηση πορνείας ή
(γ) είναι ο εκμισθωτής ή ιδιοκτήτης ή αντιπρόσωπος του, εκμισθώνει οποιοδήποτε υποστατικό ή μέρος του σε γνώση του ότι αυτό δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως οίκος ανοχής ή συμμετέχει εκούσια στη συνεχή χρήση του ως οίκο ανοχής,
είναι ένοχος πλημμελήματος.
(2) (α) Σε καταδίκη του ενοικιαστού, μισθωτού ή του κατόχου υποστατικού για το ότι είναι σε γνώση του ότι επέτρεψε χρήση του υποστατικού ή μέρος αυτού, ως οίκο ανοχής, ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής δικαιούται να απαιτήσει από τον καταδικασθέντα με αυτό τον τρόπο, να εκχωρήσει τη μίσθωση ή άλλη σύμβαση δυνάμει της οποίας κατέχει το υποστατικό που έχει αναφερθεί πιο πάνω, σε άλλο πρόσωπο με την έγκριση του ιδιοκτήτη ή του εκμισθωτή, μη μπορώντας αυτός να αρνηθεί να δώσει τέτοια έγκριση χωρίς βάσιμο λόγο για αυτό στην περίπτωση που ο καταδικασθείς ήθελε παραλείψει να προβεί εντός τριών μηνών στην εκχώρηση της μίσθωσης ή της σύμβασης σύμφωνα με τα πιο πάνω, ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής δικαιούται να τερματίσει τέτοια μίσθωση ή σύμβαση, χωρίς όμως βλάβη των δικαιωμάτων ή των μέσων θεραπείας που αποκτήθηκαν από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος πριν από τέτοιο τερματισμό. Αν ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής ήθελε προβεί σύμφωνα με τα πιο πάνω σε τερματισμό της μίσθωσης ή άλλης σύμβασης ενοικίασης, το Δικαστήριο, το οποίο καταδίκασε τον ενοικιαστή, μισθωτή ή κάτοχο, έχει εξουσία να εκδώσει συνοπτικό διάταγμα για παράδοση κατοχής στον ιδιοκτήτη ή εκμισθωτή.
(β) αν ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής όταν λάβει γνώση τέτοιας καταδίκης, παραλείψει να ασκήσει τα δικαιώματα του δυνάμει των προηγούμενων διατάξεων του εδαφίου αυτού, έπειτα όμως κατά τη διάρκεια της ισχύος της μίσθωσης ή της σύμβασης, διαπραχτεί και πάλι τέτοιο αδίκημα σε συνάφεια με το υποστατικό, ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής θεωρείται ότι ήταν εν γνώσει του ότι παρείχε συνδρομή ή ότι παρακίνησε τη διάπραξη τέτοιου ποινικού αδικήματος, εκτός αν αποδείξει ότι πήρε κάθε εύλογο μέτρο για πρόληψη της επανάληψης του.
(γ) αν ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής, αφού άσκησε τις χορηγούμενες σε αυτόν εξουσίες από το άρθρο αυτό, τερμάτισε τη μίσθωση ή άλλη σύμβαση, έπειτα όμως συνήψε νέα σύμβαση με τον ίδιο ή για όφελος του ιδίου προσώπου, χωρίς να μεριμνήσει να εισαχτεί σε αυτή κάθε εύλογη πρόνοια για πρόληψη της επανάληψης ποινικού αδικήματος όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, αυτός θεωρείται ότι παρέλειψε να ασκήσει τα δικαιώματα του δυνάμει των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου αυτού, κάθε τέτοιο αδίκημα που διαπράχτηκε κατά τη διάρκεια της ισχύος μεταγενέστερης μίσθωσης ή σύμβασης, για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, θεωρείται ότι διαπράχτηκε κατά τη διάρκεια της ισχύος τέτοιας προηγούμενης.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, θεωρείται επίσης ως οίκος ανοχής, υποστατικό που χρησιμοποιείται από πρόσωπα για σεξουαλικές πράξεις ομοφυλοφιλίας υπό περιστάσεις συνεπεία των οποίων αν αυτό χρησιμοποιείτο για σεξουαλικές πράξεις ετεροφυλίας, θα θεωρείτο ως οίκος ανοχής για τους εν λόγω σκοπούς.
157. Όποιος-
(α) προάγει γυναίκα, που έχει ηλικία κάτω των είκοσι ενός χρόνων σε παράνομη σαρκική επαφή με ένα ή περισσότερα πρόσωπα, είτε στη Δημοκρατία είτε αλλού ή
(β) προάγει γυναίκα σε κοινή πορνεία, είτε στη Δημοκρατία είτε αλλού ή
(γ) προάγει γυναίκα να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία, με σκοπό να γίνει τρόφιμη σε οίκο ανοχής αλλού ή
(δ) προάγει γυναίκα να γίνει, για το σκοπό άσκησης πορνείας τρόφιμη σε οίκο ανοχής, στη Δημοκρατία ή αλλού,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.
Νοείται ότι κανένας δεν καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου αυτού βάσει της μαρτυρίας ενός μόνο μάρτυρα, εκτός αν τέτοια μαρτυρία ενισχύεται σε ουσιώδες σημείο της από άλλο ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο για τον κατηγορούμενο.
158. Όποιος επιτρέπει σε παιδί ή νεαρό πρόσωπο ηλικίας τεσσάρων μέχρι δεκαέξι χρόνων το οποίο είναι υπό την επίβλεψη, μέριμνα ή φροντίδα του, να διαμένει ή να συχνάζει σε οίκο ανοχής, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.
159. Όποιος ή όποια-
(α) με απειλές ή με εκφοβισμό οποιουδήποτε είδους, προάγει γυναίκα σε παράνομη σαρκική επαφή με άντρα ή άντρα σε παράνομη σαρκική επαφή με άντρα, είτε στη Δημοκρατία είτε αλλού ή
(β) με ψευδείς παραστάσεις προάγει γυναίκα σε παράνομη σαρκική επαφή με άντρα ή άντρα σε παράνομη σαρκική επαφή με άντρα, είτε στη Δημοκρατία είτε αλλού ή
(γ) χορηγεί σε γυναίκα ή προκαλεί τη γυναίκα να πάρει οποιοδήποτε φάρμακο ή άλλο πράγμα με σκοπό να ναρκώσει τη γυναίκα ή να εξουδετερώσει τη δύναμη της για αντίσταση, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε άντρα, συγκεκριμένο ή όχι να έρθει σε παράνομη συνουσία με αυτή· ή
(δ) χορηγεί σε άντρα ή προκαλεί τον άντρα να πάρει οποιοδήποτε φάρμακο ή άλλο πράγμα με σκοπό να ναρκώσει τον άντρα ή να εξουδετερώσει τη δύναμή του για αντίσταση, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε άντρα, συγκεκριμένο ή μη να έρθει σε παράνομη συνουσία με αυτό,
είναι ένοχος πλημμελήματος:
Νοείται ότι, κανένας δεν καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου αυτού βάσει της μαρτυρίας ενός μόνο μάρτυρα, εκτός αν η μαρτυρία αυτή ενισχύεται σε ουσιώδες σημείο της από άλλο ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο για τον κατηγορούμενο.
160. Ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος υποστατικού ή αυτός που έχει, συμμετέχει ή βοηθά στη διεύθυνση ή τον έλεγχο υποστατικού, ο οποίος υποκινεί ή σε γνώση του ανέχεται νεαρή γυναίκα, που έχει ηλικία κάτω των δεκατριών χρόνων, να καταφεύγει σε τέτοιο υποστατικό ή να παραμένει σε αυτό με σκοπό να έρθει σε παράνομη συνουσία οποιοσδήποτε άντρας με αυτή, είτε τέτοια συνουσία σκοπεύεται με συγκεκριμένο άντρα ή αόριστα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων:
Νοείται ότι αποτελεί επαρκή υπεράσπιση σε κατηγορία που προσάχθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού, αν αποδειχτεί στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος είχε εύλογη αιτία να πιστεύει ότι η παθούσα ήταν ηλικίας δεκαέξι ή περισσότερων χρόνων.
161. Ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος υποστατικού ή αυτός που έχει, συμμετέχει ή βοηθά στη διεύθυνση ή τον έλεγχο υποστατικού, ο οποίος υποκινεί ή σε γνώσει του ανέχεται νεαρή γυναίκα, που έχει ηλικία άνω των δεκατριών και κάτω των δεκαέξι χρόνων να καταφεύγει σε τέτοιο υποστατικό ή να παραμένει σε αυτό για το σκοπό να έρθει σε παράνομη συνουσία οποιοσδήποτε άντρας με αυτή, είτε τέτοια συνουσία σκοπεύεται με συγκεκριμένο άντρα ή αόριστα, είναι ένοχος πλημμελήματος:
Νοείται ότι αποτελεί επαρκή υπεράσπιση σε κατηγορία που προσάχτηκε δυνάμει του άρθρου αυτού, αν αποδειχτεί στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος είχε εύλογη αιτία να πιστεύει ότι η παθούσα ήταν ηλικίας δεκαέξι χρόνων ή περισσότερων χρόνων.
162. Όποιος κατακρατεί γυναίκα χωρίς τη θέληση της-
(α) σε υποστατικό με σκοπό να έρθει σε παράνομη συνουσία με αυτή, οποιοσδήποτε άντρας, συγκεκριμένος ή όχι ή
(β) σε οίκο ανοχής,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.
Είναι ένοχος παράνομης κατακράτησης γυναίκας όποιος με σκοπό εξαναγκασμού ή υποκίνησης γυναίκας που βρίσκεται σε οποιοδήποτε υποστατικό για το σκοπό παράνομης σαρκικής επαφής ή σε οίκο ανοχής, να παραμείνει σε τέτοιο υποστατικό ή οίκο ανοχής, κατακρατεί είδη ένδυσης ή άλλο περιουσιακό στοιχείο που ανήκει σε αυτή ή απειλεί ότι δυνατόν να πάρει δικαστικά μέτρα εναντίον της, αν αυτή αναχωρήσει παίρνοντας είδη ένδυσης που δανείστηκαν ή που δόθηκαν σε αυτή από τον ίδιο ή κατόπι οδηγιών του.
Κανένα δικαστικό μέτρο, αστικής ή ποινικής φύσης δεν λαμβάνεται εναντίον γυναίκας διότι πήρε μαζί της ή βρέθηκε να κατέχει είδος ένδυσης απαραίτητο για να μπορέσει να εγκαταλείψει τέτοιο υποστατικό ή οίκο ανοχής.
- ΚΕΦ.154
- 99(I)/1996
163. Ο δικαστής ο οποίος, κατόπι ένορκης καταγγελίας που γίνεται ενώπιον του από γονέα, συγγενή ή κηδεμόνα γυναίκας ή από οποιοδήποτε άλλο που ενεργεί κατά την κρίση του δικαστή με καλή πίστη για το συμφέρον της γυναίκας, ήθελε κρίνει ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι η εν λόγω γυναίκα κατακρατείται από οποιοδήποτε παράνομα για ανήθικους σκοπούς σε οποιοδήποτε τόπο εντός της δικαιοδοσίας του, δύναται να εκδώσει ένταλμα που να εξουσιοδοτεί το κατονομαζόμενο πρόσωπο στο ένταλμα να διεξάγει έρευνες για ανεύρεση της και όταν ανευρεθεί αυτή, να τη μεταφέρει και να την κρατήσει σε ασφαλισμένο τόπο μέχρι να γίνει δυνατή η προσαγωγή της ενώπιον δικαστή, ο τελευταίος αυτός δύναται να μεριμνήσει για να παραδοθεί η παθούσα στους γονείς ή στους κηδεμόνες της ή να τύχει άλλης μεταχείρισης όπως οι περιστάσεις το επιτρέπουν ή απαιτούν.
Ο δικαστής που εκδίδει τέτοιο ένταλμα δύναται με το ίδιο ή άλλο ένταλμα να μεριμνήσει για τη σύλληψη προσώπου που κατηγορείται για την παράνομη κατακράτηση γυναίκας και την προσαγωγή του ενώπιον δικαστή, καθώς και για τη λήψη δικαστικών μέτρων για την τιμωρία του σύμφωνα με το νόμο.
Η κατακράτηση γυναίκας θεωρείται ότι ενεργήθηκε παράνομα για ανήθικους σκοπούς αν αυτή ενεργήθηκε για το σκοπό να έρθει σε παράνομη συνουσία με αυτή, οποιοσδήποτε άντρας, συγκεκριμένος ή όχι, και-
(α) η παθούσα έχει ηλικία κάτω των δεκαέξι χρόνων ή
(β) προκειμένου για νεαρή γυναίκα που έχει ηλικία δεκαέξι χρόνων ή άνω, και κάτω των δεκαοκτώ χρόνων, εφόσον η παθούσα κατακρατείται χωρίς τη θέληση της ή χωρίς τη θέληση του πατέρα ή της μητέρας ή άλλου που έχει τη νόμιμη φροντίδα ή τη μέριμνα της ή
(γ) αν αυτή έχει ηλικία δεκαοκτώ χρόνων ή άνω και κατακρατείται με αυτό τον τρόπο χωρίς τη θέληση της.
Ο εξουσιοδοτημένος με ένταλμα που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου, στη διεξαγωγή έρευνας για ανεύρεση γυναίκας που κατακρατείται όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, δύναται να εισέλθει (σε περίπτωση ανάγκης με τη βία) στην αναφερόμενη κατοικία στο ένταλμα, κτίριο ή άλλο τόπο και να απομακρύνει από αυτό την παθούσα:
Νοείται πάντοτε ότι κάθε ένταλμα που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου αυτού το οποίο εξουσιοδοτεί τη διεξαγωγή έρευνας για ανεύρεση γυναίκας σε οποιαδήποτε κατοικία, κτίριο ή άλλο τόπο απευθύνεται σε όργανο της τάξης και εκτελείται από τέτοιο όργανο.
164.-(1) Όποιος ή όποια που-
(α) εν γνώσει του ζει εξ' ολοκλήρου ή μερικώς από κέρδη πορνείας, που ασκείται μεταξύ προσώπων είτε του ιδίου ή διαφορετικού φύλου·
(β) επιδίδεται σε άγρα πελατών είτε του ιδίου είτε άλλου φύλου σε δημόσιο χώρο επίμονα ή παρενοχλεί φορτικά για ανήθικους σκοπούς, οποιοδήποτε πρόσωπο, είτε του ίδιου είτε του άλλου φύλου,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.
(2) Ο δικαστής ο οποίος κατόπι ένορκης καταγγελίας, ήθελε κρίνει ότι υπάρχει λόγος για υποψία ότι κατοικία ή μέρος κατοικίας χρησιμοποιείται από γυναίκα ή άντρα για την άσκηση πορνείας σε αυτή και ότι πρόσωπο το οποίο διαμένει ή συχνάζει σε αυτή την κατοικία ζει εξολοκλήρου ή μερικώς από τα κέρδη άσκησης πορνείας από την εν λόγω γυναίκα ή τον εν λόγω άντρα δύναται να εκδώσει διάταγμα που να εξουσιοδοτεί οποιοδήποτε όργανο τήρησης της τάξης να εισέλθει και να ερευνήσει την κατοικία και να συλλάβει το πιο πάνω αναφερόμενο πρόσωπο.
(3) Εφόσον ήθελε αποδειχτεί ότι κάποιο πρόσωπο συζούσε με πόρνη ή ότι συστηματικά συναναστρέφεται με πόρνη ή ότι ασκούσε έλεγχο στις κινήσεις ή καθωδηγούσε ή επηρέαζε τις κινήσεις πόρνης, με τέτοιο τρόπο που φανερώνει ότι το πρόσωπο αυτό, άντρας ή γυναίκα, παρέχει συνδρομή, παρακινεί ή εξαναγκάζει την άσκηση πορνείας από πόρνη με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή γενικά αυτός ή αυτή θεωρείται ότι γνωρίζει ότι ζει από τα κέρδη πορνείας εκτός αν ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το αντίθετο.
- ΚΕΦ.154
- 99(I)/1996
- 145(I)/2002
165. Η γυναίκα η οποία ήθελε αποδειχτεί ότι, για το σκοπό κέρδους, ασκούσε έλεγχο στις κινήσεις, καθοδηγούσε ή επηρέαζε τις κινήσεις πόρνης, με τέτοιο τρόπο που φανερώνει ότι αυτή παρείχε συνδρομή παρακινούσε ή εξανάγκαζε την άσκηση πορνείας από την άλλη γυναίκα με οποιοδήποτε πρόσωπο ή γενικά, είναι ένοχη πλημμελήματος.
166. Όποιος συνωμοτεί με άλλο για να υποκινήσει γυναίκα ή άντρα να επιτρέψει σε οποιοδήποτε πρόσωπο να έρθει σε παράνομη συνουσία με αυτή ή αυτόν, με ψευδείς παραστάσεις ή με άλλα δόλια μέσα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
167. Όποιος, με σκοπό να επιφέρει αποβολή σε οποιαδήποτε γυναίκα, που κυοφορεί ή όχι, χορηγεί παράνομα σε αυτή ή προκαλεί ώστε αυτή να πάρει δηλητήριο ή άλλο επιβλαβές πράγμα ή χρησιμοποιεί βία οποιουδήποτε είδους, ή οποιουδήποτε άλλου μέσου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
168. Γυναίκα που κυοφορεί ή όχι, η οποία με σκοπό να επιφέρει αποβολή στον εαυτό της, παίρνει παράνομα δηλητήριο ή άλλο επιβλαβές πράγμα, ή χρησιμοποιεί βία οποιουδήποτε είδους ή οποιουδήποτε άλλου μέσου ή επιτρέπει να χορηγηθεί σε αυτή ή να χρησιμοποιηθεί πάνω της ο,τιδήποτε από τα αναφερόμενα πιο πάνω, είναι ένοχη κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
169. Όποιος εφοδιάζει παράνομα ή προμηθεύει ο,τιδήποτε σε άλλο, ο οποίος γνωρίζει ότι αυτό σκοπεύεται να χρησιμοποιηθεί παράνομα για να επιφέρει αποβολή σε γυναίκα που κυοφορεί ή όχι, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
169Α. (1) Παρά τις διατάξεις των άρθρων 167, 168 και 169, κανένα πρόσωπο δεν θα θεωρείται ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται από αυτά, όταν η εγκυμοσύνη τερματίζεται με τη συναίνεση της εγκύου από ιατρό μαιευτήρα-γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου, όλων εγγεγραμμένων σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου, σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα και εφόσον συντρέχει μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα (12) εβδομάδες εγκυμοσύνης·
(β) η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, σεξουαλικής κακοποίησης ενήλικης ή ανήλικης ή σεξουαλικής κακοποίησης γυναίκας με νοητική αναπηρία ή αιμομιξίας και εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα (19) εβδομάδες εγκυμοσύνης και νοουμένου ότι δηλώσει ενυπόγραφα ενώπιον του ιατρού ότι η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, σεξουαλικής κακοποίησης ή αιμομιξίας:
(γ) κατόπιν γνωμοδότησης αρμόδιου ιατρού εγγεγραμμένου με βάση τις διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου σύμφωνα με την οποία παρουσιάζονται, με σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση νεογνού με παθολογικά προβλήματα·
(δ) κατόπιν γνωμοδότησης αρμόδιου ιατρού εγγεγραμμένου σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου ότι υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας αυτής:
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος “ανήλικη” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο “παιδί”, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού των Ηνωμένων Εθνών, η οποία κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο.
169Β. Πρόσωπο το οποίο δημόσια ή με την κυκλοφορία εγγράφων, εικόνων ή παραστάσεων αναγγέλλει ή διαφημίζει, έστω και συγκαλυμμένα, φάρμακα ή άλλα αντικείμενα ή τρόπους ως κατάλληλους να προκαλέσουν τεχνητό τερματισμό της εγκυμοσύνης ή με τον ίδιο τρόπο προσφέρει υπηρεσίες δικές του ή άλλου για την εκτέλεση ή την υποβοήθηση τεχνητού τερματισμού της εγκυμοσύνης είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο έτη:
170. Εκτός αν διαφορετικά ορίζεται ρητά, στην περίπτωση ποινικών αδικημάτων που διαπράχτηκαν σε σχέση με γυναίκα ή κορίτσι που έχει ηλικία κατώτερη από την ορισμένη, είναι αδιάφορο ότι ο κατηγορούμενος δεν εγνώριζε ότι η γυναίκα ή κορίτσι ήταν κάτω από την ηλικία εκείνη ή ότι επίστευε ότι δεν ήταν κάτω από εκείνη την ηλικία.
171.—(1) Η διάπραξη, ή η απόπειρα διάπραξης συνουσίας μεταξύ αντρών, συνιστά πλημμέλημα, εφόσον ένα από τα πρόσωπα είναι ηλικίας κάτω των δεκαεπτά χρόνων.
(2) Όποιος διαπράττει αδίκημα κατά παράβαση του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια.
- ΚΕΦ.154
- 40(I)/1998
- 77(I)/2000
- 145(I)/2002
172. Όποιος διά βίας έρχεται σε συνουσία με άλλον είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών.
- ΚΕΦ.154
- 40(I)/1998
- 77(I)/2000
173.-Όποιος αποπειράται να διαπράξει το αδίκημα που καθορίζεται στο άρθρο 172 είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά ετών.
- ΚΕΦ.154
- 40(I)/1998
- 77(I)/2000
- 145(I)/2002
174.—(1) Όποιος διά βίας ή μη, έρχεται σε συνουσία με νεαρό άντρα που έχει ηλικία κάτω των δεκατριών χρόνων, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
(2) Όποιος αποπειράται να διαπράξει αδίκημα κατά παράβαση του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων χρόνων.
(3) Όποιος, γνωρίζοντας ότι άλλος άντρας είναι άτομο με νοητική ή/και ψυχική αναπηρία, έρχεται ή αποπειράται να έλθει σε παράνομη συνουσία μαζί του κάτω από περιστάσεις που δε συνιστούν αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 172, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα χρόνια.
- ΚΕΦ.154
- 40(I)/1998
- 77(I)/2000
- 145(I)/2002
- 72(I)/2017
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 145(I)/2002
175. Όποιος έρχεται σε συνουσία με ζώο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
176. Όποιος διενεργεί δημόσια άσεμνη πράξη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων.
177.-(1) Όποιος σε δημόσιο τόπο προβάλλει κάποιο ανήθικο θέαμα ή παράσταση, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Κανένας δεν καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε κατά παράβαση του εδαφίου (1), αν αποδείξει ότι το θέαμα ή η παράσταση για την οποία προσάπτεται κατηγορία έγινε ή εκτελέστηκε για δημόσιο συμφέρον.
178. Όποιος εσκεμμένα και με δόλο προκαλεί σε γυναίκα που δεν είναι νόμιμα παντρεμένη μαζί του την πίστη, ότι αυτή είναι νόμιμα παντρεμένη μαζί του και υπό το κράτος τέτοιας πίστης να συζεί ή να έρχεται σε συνουσία μαζί του, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.
179. Σύζυγος ο οποίος ενώ ζει ο άλλος σύζυγος, κάνει γάμο στη Δημοκρατία ή σε οποιανδήποτε άλλη χώρα, ο οποίος είναι άκυρος για το λόγο ότι έγινε ενώ ζούσε ο άλλος από τους συζύγους, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων:
Νοείται ότι αποτελεί επαρκή υπεράσπιση σε κατηγορία που έχει προσαχθεί δυνάμει του άρθρου αυτού η απόδειξη-
(α) ότι ο προηγούμενος γάμος κηρύχτηκε άκυρος από αρμόδιο Δικαστήριο ή αρμόδια εκκλησιαστική αρχή ή
(β) η συνεχής απουσία του προηγούμενου συζύγου κατά το χρόνο που γίνεται ο μεταγενέστερος γάμος, για περίοδο επτά αμέσως προηγούμενων χρόνων, χωρίς γνώση ή πληροφορία ότι ο προηγούμενος σύζυγος ζούσε κατά την πιο πάνω αναφερόμενη περίοδο ή
(γ) το δίκαιο που διέπει τον προσωπικό θεσμό του, επιτρέπει την πολυγαμία.
- ΚΕΦ.154
- 169(I)/2000
180. Όποιος ανέντιμα ή με δόλιο σκοπό υποβάλει τον εαυτό του σε τελετή γάμου, ενώ γνωρίζει ότι η τελετή αυτή δεν τον καθιστά νόμιμα παντρεμένο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
181. Όποιος παράνομα εγκαταλείπει ή εκθέτει παιδί που έχει ηλικία κάτω των δύο χρόνων, ώστε η ζωή του να τεθεί σε κίνδυνο ή η υγεία του να βλαφτεί ή ενδέχεται να βλαφτεί μόνιμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
182. Αυτός που έχει ηλικία άνω των δεκαεπτά χρόνων και έχει επαρκείς πόρους, ο οποίος εσκεμμένα παραμελεί ή αρνείται να δίνει επαρκή τροφή, ιματισμό, ιατρική περίθαλψη ή στέγη σε οποιοδήποτε από τους γονείς του, που αδυνατεί να μεριμνήσει για τον εαυτό του λόγω πνευματικής ή σωματικής αδυναμίας ή προχωρημένης ηλικίας, είναι ένοχος πλημμελήματος.
(2) Σε περίπτωση καταδίκης προσώπου δυνάμει του άρθρου αυτού το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα που να προβλέπει ότι οποιαδήποτε περιουσία εγγεγραμμένη στο όνομα του καταδικασθέντος ή που κατέχεται από αυτό, η οποία δυνατόν να προέρχεται από δωρεά που έγινε από το γονέα του, θα επαναμεταβιβαστεί ή θα επαναπαραδοθεί στο γονέα, το διάταγμα που εκδίδεται με αυτό τον τρόπο συνιστά επαρκή εξουσιοδότηση για το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών να προβεί σε κάθε αναγκαία τροποποίηση της σχετικής εγγραφής, νοουμένου ότι δεν θα επηρεαστούν δυσμενώς δικαιώματα τρίτων.
183.-(1) Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου καταδικάζεται κάποιος για ποινικό αδίκημα δυνάμει του άρθρου 182, δύναται, αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής, να εκδώσει διάταγμα (στο εξής θα αναφέρεται στο άρθρο αυτό ως “διάταγμα διατροφής”) που επιβάλλει υποχρέωση στον καταδικασθέντα για διατροφή του γονέα του το διάταγμα διατροφής δύναται να περιλαμβάνει πρόνοια ότι ο καταδικασθείς οφείλει να καταβάλλει στο γονέα, ή σε υπάλληλο του Δικαστηρίου ή σε άλλο πρόσωπο για χρήση του γονέα τέτοιο εβδομαδιαίο ποσό, που να μην υπερβαίνει τις τρεις λίρες, το οποίο το Δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των πόρων του καταδικασθέντος.
(2) Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να τροποποιεί, μεταβάλλει, αναστέλλει ή να ακυρώνει το διάταγμα διατροφής, με την αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου, να προβαίνει κάθε φορά στη μείωση ή την αύξηση ή του ποσού που πρέπει να καταβάλλεται κάθε εβδομάδα, αλλά ούτως ώστε σε κάθε περίπτωση, να μην υπερβαίνει αυτό τις τρεις λίρες.
(3) Αν κάποιο πρόσωπο χωρίς βάσιμη αιτία, παραλείψει να συμμορφωθεί σε πρόνοια διατάγματος διατροφής με εβδομαδιαίες πληρωμές, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την είσπραξη των καθυστερημένων πληρωμών σύμφωνα και τηρουμένων των περί εισπράξεως προστίμου διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε νόμου που τροποποιεί ή τον αντικαθιστά περιλαμβανομένης και της εξουσίας για φυλάκιση του υπαίτιου, αντί της έκδοσης εντάλματος εκτέλεσης νοείται ότι δεν δύναται να εκδοθεί διάταγμα για την είσπραξη καθυστερημένων πληρωμών οι οποίες έπρεπε να καταβληθούν πριν από έξι μήνες προηγουμένως από την έκδοση του διατάγματος.
(4) Εκτός εάν το Δικαστήριο ορίσει διαφορετικά, το ένταλμα εκτέλεσης ή φυλάκισης που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου αυτού, καθόλου δεν επηρεάζει την ισχύ και το αποτέλεσμα του διατάγματος διατροφής.
184. Όποιος είναι σύμφωνα με το νόμο υποχρεωμένος να παρέχει την αναγκαία διατροφή, ιματισμό ή στέγη σε μαθητευόμενο ή υπηρέτη του, εσκεμμένα και χωρίς νόμιμη δικαιολογία αρνείται ή παραμελεί να παρέχει αυτά ή παράνομα και κακόβουλα προξενεί ή βοηθά να προξενηθεί σωματική βλάβη στο μαθητευόμενο ή υπηρέτη του, ώστε η ζωή του να τεθεί σε κίνδυνο ή η υγεία του να βλαφτεί ή ενδέχεται να βλαφτεί μόνιμα, είναι ένοχος πλημμελήματος.
185. Όποιος με σκοπό αποστέρησης του γονέα, κηδεμόνα ή άλλου που έχει τη νόμιμη φροντίδα ή μέριμνα παιδιού που έχει ηλικία κάτω των δεκατεσσάρων χρόνων, από την κατοχή τέτοιου παιδιού-
(α) με βία ή με δόλο απομακρύνει ή παρασύρει να τον ακολουθήσει ή κατακρατεί το παιδί ή
(β) ενώ γνωρίζει τα πιο πάνω, αποδέχεται ή παρέχει άσυλο σε παιδί,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
Αποτελεί υπεράσπιση σε κατηγορία για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που ορίζεται στο άρθρο αυτό η απόδειξη ότι το κατηγορούμενο πρόσωπο διεκδικούσε με καλή πίστη δικαίωμα κατοχής του παιδιού ή προκειμένου για εξώγαμο τέκνο, ότι είναι η μητέρα του ή ότι διεκδικούσε την πατρότητα του παιδιού.
186. Όποιος διενεργεί πράξη που δεν είναι εξουσιοδοτημένη από το νόμο ή παραλείπει να εκτελέσει καθήκον που επιβάλλεται από το νόμο και συνέπεια αυτού προκαλεί οποιαδήποτε κοινή βλάβη ή κίνδυνο ή ενόχληση ή παρεμποδίζει ή προκαλεί ενόχληση στο κοινό κατά την άσκηση κοινών δικαιωμάτων, διενεργεί πλημμέλημα, το οποίο καλείται κοινή οχληρία και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
Είναι αδιάφορο ότι η πράξη ή παράλειψη για την οποία πρόκειται, διευκολύνει μεγαλύτερο μέρος του κοινού παρά το ενοχλημένο από αυτή, το γεγονός όμως ότι διευκολύνει τη νόμιμη άσκηση των δικαιωμάτων μέρους του κοινού είναι δυνατόν να φανερώνει ότι τέτοια πράξη ή παράλειψη δεν είναι οχληρία για οποιοδήποτε μέρος του κοινού.
186Α. Ο συμπεριφερόμενος σε δημόσιο χώρο κατά τρόπο που προκαλεί διασάλευση της ειρήνης είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός μηνός ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο ποινές.
187.-(1) Κανένας δεν χρησιμοποιεί ή θέτει σε λειτουργία ή προκαλεί ή επιτρέπει τη χρήση από άλλο ή τη λειτουργία τηλεβόα, μεγαφώνου, ενισχυτή ήχου ή άλλου οργάνου που αυτόματα, μηχανικά ή ηλεκτρικά ενισχύει ή μεταδίδει ενισχυμένο ήχο-
(α) σε δημόσιο χώρο ή
(β) σε οποιοδήποτε άλλο χώρο με τέτοιο τρόπο ή κάτω από περιστάσεις ώστε ο ενισχυμένος ήχος με αυτό τον τρόπο, να προκαλεί οχληρία σε οποιοδήποτε δημόσιο ή άλλο χώρο,
παρά μόνο δυνάμει άδειας που εκδίδεται από τον Έπαρχο ή από πρόσωπο που εξουσιοδοτεί ο Έπαρχος για αυτό, και σύμφωνα με τους τυχόν συνημμένους όρους σε τέτοια άδεια:
Νοείται ότι δεν απαιτείται άδεια για τη χρήση ή τη λειτουργία-
(α) τηλεβόα, μεγαφώνου ή ενισχυτή ήχου τοποθετημένου εντός εκκλησίας ή τεμένους αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό αναμετάδοσης θρησκευτικής λειτουργίας ή τελετής, που γίνεται σύμφωνα με τους καθιερωμένους θρησκευτικούς τύπους τέτοιας εκκλησίας ή τεμένους, εφόσον ο ενισχυμένος ήχος με αυτό τον τρόπο δε δύναται να ακουστεί σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο χώρο
(β) οργάνου που χρησιμοποιείται ή που λειτουργεί αποκλειστικά για την προβολή κινηματογραφικής ταινίας σε οποιοδήποτε χώρο ή υποστατικό που έχει άδεια για αυτό, εφόσον ο ενισχυμένος ήχος με αυτό τον τρόπο δε δύναται να ακουστεί σε οποιοδήποτε άλλο δημόσιο χώρο:
Νοείται περαιτέρω ότι, το παρóν εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση εκπομπής ήχου από κέντρα αναψυχής που εμπίπτουν στις διατάξεις του περί Κέντρων Αναψυχής (Άδειες Εκπομπής Ήχου) Νόμου του 2007.
(2) Όποιος διενεργεί κατά παράβαση του εδαφίου (1) ή όρου που αναφέρεται σε άδεια που εκδόθηκε δυνάμει αυτού, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση έξι μηνών ή και στις δύο ποινές, το δε Δικαστήριο που εκδικάζει τέτοιο ποινικό αδίκημα δύναται να διατάξει κατάσχεση εκείνου του οργάνου που αφορούσε το ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε ή στέρηση της άδειας που προβλέπεται στο εδάφιο (1) για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα:
Νοείται ότι, σε περίπτωση προηγούμενης καταδίκης ιδιοκτήτη κέντρου αναψυχής για το ίδιο αδίκημα, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει στέρηση της εν λόγω άδειας για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.
(3) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν υποκαθιστούν τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή διοικητικής πράξης που αφορούν τη χρήση ή τη λειτουργία των αναφερόμενων οργάνων σε αυτές, αλλά εφαρμόζονται επιπρόσθετα με αυτές όμως με τέτοιο τρόπο ώστε κανένας δεν τιμωρείται δύο φορές βάσει των ίδιων γεγονότων.
(4) Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο διαπράττεται το ποινικό αδίκημα που προνοείται από το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, κάθε αστυνομικός μπορεί-
(α) να εισέλθει στο δημόσιο χώρο και να ζητήσει από τον ιδιοκτήτη ή τον έχοντα την ευθύνη του χώρου τούτου την άμεση συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού και
(β) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του ιδιοκτήτη ή του έχοντα την ευθύνη του δημοσίου χώρου σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου αυτού, να εισέλθει και να επιδώσει στον ιδιοκτήτη ή τον έχοντα την ευθύνη του χώρου τούτου γραπτή ειδοποίηση σύμφωνα με τον τύπο που καθορίζεται στο Παράρτημα Α του Νόμου αυτού και
(γ) σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τη γραπτή προειδοποίηση που προνοείται από την παράγραφο (β) του εδαφίου αυτού, να εισέλθει και ερευνήσει το χώρο αυτό, χωρίς ένταλμα έρευνας και παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(5) Οποιοδήποτε όργανο, από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παράσχει απόδειξη σχετικά με τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος που προνοείται από το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, μπορεί να κατασχεθεί και να μεταφερθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να τύχει μεταχείρισης με τον ίδιο τρόπο που θα τύγχανε, αν ήταν πράγμα που κατασχέθηκε κατά τη διάρκεια έρευνας δυνάμει εντάλματος.
(6) Για οποιοδήποτε μεταγενέστερο αδίκημα το οποίο διαπράττεται δυνάμει του εδαφίου (1) μέσα σε διάστημα εικοσιτεσσάρων ωρών από την ημερομηνία επίδοσης γραπτής ειδοποίησης δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (4), ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (4), χωρίς να χρειάζεται η επίδοση δεύτερης ειδοποίησης.
- ΚΕΦ.154
- 3(I)/1996
- 45(I)/1998
- 126(I)/2007
- 43(Ι)/2016
188. Τα πιο κάτω πρόσωπα, δηλαδή-
(α) η κοινή πόρνη η συμπεριφερόμενη με αταξία ή άσεμνα σε δημόσιο χώρο
(β) ο περιπλανώμενος ή αυτός που εγκαθίσταται σε δημόσιο χώρο για να ζητιανεύει ή για να μαζεύει ελεημοσύνη ή αυτός που προκαλεί ή που παρακινεί ή που ενθαρρύνει παιδί ή παιδιά να ενεργούν με τον τρόπο αυτό
(γ) άντρας που επιδιώκει να πάρει πελάτες ή που παρενοχλεί φορτικά για ανήθικους σκοπούς σε δημόσιο χώρο
(δ) χωρίς νόμιμη δικαιολογία διενεργεί άσεμνη πράξη σε δημόσιο χώρο,
θεωρούνται ως πρόσωπα οκνηρά και ζουν ακατάστατη ζωή, υπόκεινται σε φυλάκιση ενός μηνός ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
188Α.-(1) Πρόσωπο το οποίο σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο, περιλαμβανομένων των μεταφορικών μέσων δημόσιας χρήσης, με οποιοδήποτε τρόπο, μέθοδο ή μέσο, περιλαμβανομένης της προσφοράς ανταλλάγματος σε είδος, παροτρύνει και παρενοχλεί άλλο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων να αποδεχθεί ή να απορρίψει ταξιδιωτική ή μεταφορική υπηρεσία, υπηρεσία εστίασης ή ψυχαγωγίας ή τουριστικού καταλύματος, προϊόντα εμπορικού καταστήματος ή άλλες υπηρεσίες εμπορικής φύσεως, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) ή και στις δύο αυτές ποινές:
(2) Πρόσωπο για λογαριασμό ή προς όφελος του οποίου άλλο πρόσωπο σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο, περιλαμβανομένων των μεταφορικών μέσων δημόσιας χρήσης, με οποιοδήποτε τρόπο, μέθοδο ή μέσο, περιλαμβανομένης της προσφοράς ανταλλάγματος σε είδος, παροτρύνει και παρενοχλεί άλλο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων να αποδεχθεί ή να απορρίψει ταξιδιωτική ή μεταφορική υπηρεσία, υπηρεσία εστίασης ή ψυχαγωγίας ή τουριστικού καταλύματος, προϊόντα εμπορικού καταστήματος ή άλλες υπηρεσίες εμπορικής φύσεως, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Σε περίπτωση μεταγενέστερης καταδίκης του ιδίου προσώπου για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), μέσα σε περίοδο δύο (2) ετών από την προηγούμενη καταδίκη, το αδίκημα τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(4) Επιπρόσθετα οποιασδήποτε ποινής που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3), το Δικαστήριο δύναται επί τη καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) να διατάξει τη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης προς όφελος της οποίας διαπράχθηκε το αδίκημα, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «επιχείρηση» σημαίνει ταξιδιωτική ή μεταφορική υπηρεσία, υπηρεσία εστίασης ή ψυχαγωγίας, τουριστικό κατάλυμα, εμπορικό κατάστημα ή άλλες υπηρεσίες εμπορικής φύσεως.
189. Τα πιο κάτω πρόσωπα, δηλαδή-
(α) ο καταδικασθείς για δεύτερη φορά για αδίκημα δυνάμει του άρθρου 188
(β) ο περιπλανώμενος και με την επίδειξη πληγών ή παραμόρφωσης του που προσπαθεί να πάρει ή να μαζεύει ελεημοσύνη
(γ) ο περιφερόμενος συλλέγοντας ή εισπράττοντας ελεημοσύνη, ή προσπαθεί με ψευδείς ή δόλιες παραστάσεις να προκαλέσει την καταβολή οποιασδήποτε φύσης ή είδους αγαθοεργών εισφορών
(δ) κάθε ύποπτο πρόσωπο ή που έχει τη φήμη κλέφτη ο οποίος δεν έχει εμφανείς πόρους συντήρησης αδυνατεί δε να δίνει επαρκείς εξηγήσεις για τον εαυτό του
(ε) αυτός που ανευρίσκεται περιπλανώμενος εντός, ή κοντά σε υποστατικό ή σε οδό ή οδική αρτηρία ή σε οποιοδήποτε χώρο παρακείμενο σε αυτή ή σε δημόσιο χώρο, σε χρόνο και κάτω υπό τέτοιες περιστάσεις, ώστε να συμπεραίνεται ότι η παρουσία του εκεί οφείλεται σε παράνομο ή ταραχοποιό σκοπό,
θεωρούνται ως αλήτες και περιπλανώμενοι, είναι δε ένοχοι πλημμελήματος και υπόκεινται σε πρώτη καταδίκη σε φυλάκιση τριών μηνών, σε κάθε δε μεταγενέστερη καταδίκη σε φυλάκιση ενός χρόνου.
190. Όποιος παράνομα ή από αμέλεια διενεργεί πράξη, η οποία ενδέχεται και την οποία γνωρίζει ή έχει λόγο να πιστεύει ότι ενδέχεται, να διαδώσει τη μόλυνση από οποιαδήποτε νόσο επικίνδυνη για τη ζωή, είναι ένοχος πλημμελήματος.
191. Όποιος εκούσια αλλοιώνει ή μολύνει το νερό δημόσιας πηγής ή υδατοδεξαμενής, έτσι ώστε αυτό να γίνεται λιγότερο κατάλληλο για τη συνηθισμένη του χρήση, είναι ένοχος πλημμελήματος.
192. Όποιος εκούσια μολύνει την ατμόσφαιρα σε οποιοδήποτε χώρο έτσι ώστε αυτή να γίνεται επιβλαβής στην υγεία προσώπων που κατοικούν ή διεξάγουν εργασία στη γειτονική περιοχή ή που χρησιμοποιούν δημόσια διάβαση, είναι ένοχος πλημμελήματος.
193. Όποιος κατά την άσκηση επιτηδεύματος ή με άλλο τρόπο, προκαλεί ισχυρούς θόρυβους ή ενοχλητικές ή ανθυγιεινές οσμές σε τέτοιους χώρους και κάτω από τέτοιες περιστάσεις ώστε να προκαλεί ενόχληση σε σημαντικό αριθμό προσώπων κατά την άσκηση των κοινών τους δικαιωμάτων, διαπράττει το ποινικό αδίκημα της κοινής οχληρίας και τιμωρείται ανάλογα.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 84(I)/2003
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 84(I)/2003
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 84(I)/2003
202Α.-(1) Όποιος προσβάλλει τη μνήμη αποθανόντα με κακόβουλη ή βάναυση εξύβριση, είναι ένοχος πλημελήμματος και τιμωρείται με φυλάκιση ενός χρόνου.
(2) Καμιά ποινική δίωξη δεν προχωρεί βάσει του άρθρου αυτού παρά μόνο κατόπι καταγγελίας που γίνεται από συγγενή του αποθανόντα.
Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού “συγγενής” περιλαμβάνει τον επιζώντα σύζυγο και τους κατ’ ευθεία ή από πλάγιο βαθμό συγγενείς μέχρι και του τρίτου βαθμού συμπεριλαμβανομένου.
203.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο εκ προμελέτης επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου με παράνομη πράξη ή παράλειψη, είναι ένοχο του κακουργήματος του φόνου εκ προμελέτης.
(2) Κάθε πρόσωπο που βρίσκεται ένοχο για φόνο εκ προμελέτης θα υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.
204. Προμελέτη είναι η πρόθεση πρόκλησης θανάτου οποιουδήποτε προσώπου η οποία αποδεικνύεται με ευθύ τρόπο ή συμπερασματικά, αδιάφορα αν τέτοιο πρόσωπο είναι εκείνο που εφονεύθη ή όχι, η οποία υπάρχει τόσο πριν από τη διενέργεια της πράξης ή παράλειψης που θα προκαλέσει το θάνατο όσο και κατά το χρόνο τέτοιας διενέργειας.
205.-(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου με παράνομη πράξη ή παράλειψη, είναι ένοχο του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας.
(2) Παράνομη παράλειψη είναι εκείνη που συνιστά υπαίτια αμέλεια παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος αν και δεν υφίσταται πρόθεση πρόκλησης θανάτου.
(3) Κάθε πρόσωπο το οποίο διαπράττει το κακούργημα της ανθρωποκτονίας υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου.
208. Όταν πρόσωπο το οποίο φονεύει παράνομα άλλο κάτω από περιστάσεις οι οποίες με την έλλειψη των διατάξεων του άρθρου αυτού θα συνιστούσαν φόνο εκ προμελέτης, διενεργεί την πράξη η οποία επιφέρει το θάνατο σε βρασμό ψυχικής ορμής που οφείλεται σε ξαφνική πρόκληση, δηλαδή σε άδικη πράξη, ύβρη ή εκνευρισμό τέτοιας φύσης ώστε να αποστερεί το συνετό άνθρωπο της ικανότητας για αυτοέλεγχο και πριν παρασχεθεί ο χρόνος για κατευνασμό της ψυχικής ορμής τέτοιου ανθρώπου, είναι ένοχος μόνο ανθρωποκτονίας.
209.-(1) Όταν γυναίκα επιφέρει το θάνατο τέκνου της ηλικίας κάτω των δώδεκα μηνών, με εσκεμμένη πράξη ή παράλειψη, αλλά κατά το χρόνο της πράξης ή της παράλειψης η πνευματική της ισορροπία είναι διαταραγμένη λόγω της μη πλήρους ανάρρωσης της, από την επίδραση του τοκετού του τέκνου ή λόγω της επίδρασης που επακολουθεί ο θηλασμός του πιο πάνω τοκετού, είναι ένοχη του κακουργήματος της παιδοκτονίας και δύναται για τέτοιο ποινικό αδίκημα να τύχει μεταχείρισης και να τιμωρηθεί ως αν ήταν ένοχη ανθρωποκτονίας, ανεξάρτητα του ότι οι περιστάσεις ήσαν τέτοιες, ώστε με την έλλειψη του άρθρου αυτού το ποινικό αδίκημα θα υπαγόταν σε φόνο εκ προμελέτης.
(2) Αν κατά τη δίκη γυναίκας για φόνο εκ προμελέτης του τέκνου της ηλικίας κάτω των δώδεκα μηνών, το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι αυτή, με εσκεμμένη πράξη ή παράλειψη, επέφερε το θάνατο τέκνου της ηλικίας κάτω των δώδεκα μηνών, αλλά κατά το χρόνο της πράξης ή παράλειψης η πνευματική της ισορροπία ήταν διαταραγμένη λόγω της μη πλήρους ανάρρωσης της από την επίδραση του τοκετού του τέκνου ή λόγω της επίδρασης που επακολούθησε ο θηλασμός από τον πιο πάνω τοκετό, δύναται, ανεξάρτητα του ότι οι περιστάσεις ήταν τέτοιες, ώστε με την έλλειψη των διατάξεων του άρθρου αυτού, αυτό θα ηδύνατο να τη βρει ένοχη του φόνου εκ προμελέτης, να τη βρει ένοχη παιδοκτονίας.
210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.
- ΚΕΦ.154
- 181(I)/2000
211. Κάποιο πρόσωπο θεωρείται ότι επέφερε θάνατο άλλου, άνκαι η πράξη του δεν είναι η άμεση ή η μόνη αιτία από την οποία προήλθε ο θάνατος σε οποιοδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) αν προξενήσει σε άλλον σωματική βλάβη η οποία προκαλεί χειρουργική ή άλλη ιατρική θεραπεία που επιφέρει θάνατο. Σε αυτή την περίπτωση είναι αδιάφορο κατά πόσο η θεραπεία ήταν η κατάλληλη ή εσφαλμένη, αν αυτή εφαρμόστηκε καλή τη πίστει και με τη συνηθισμένη επιστημονική γνώση και δεξιότητα όχι λιγότερο όμως εκείνος που προξένησε τη σωματική βλάβη δεν θεωρείται ότι επέφερε το θάνατο, αν η θεραπεία, η οποία ήταν η άμεση αιτία του θανάτου, δεν εφαρμόστηκε καλή τη πίστει ή εφαρμόστηκε μεν καλή τη πίστει χωρίς όμως με τη συνηθισμένη επιστημονική γνώση ή δεξιότητα
(β) αν προξενήσει σε άλλο σωματική βλάβη, η οποία δεν θα επέφερε το θάνατο αν το πρόσωπο που έχει βλαφτεί υπέβαλλε τον εαυτό του στην κατάλληλη χειρουργική ή άλλη ιατρική θεραπεία ή αν ελάμβανε τις κατάλληλες προφυλάξεις ως προς τον τρόπο διαβίωσης του
(γ) αν με την άσκηση ή με την απειλή βίας αναγκάσει άλλο στη διενέργεια πράξης η οποία επιφέρει το δικό του θάνατο, εφόσον η πράξη ήταν τρόπος ο οποίος, κάτω από τις περιστάσεις, ηδύνατο να θεωρηθεί από τον παρόντα ως φυσικός, για την αποφυγή τέτοιας βίας ή απειλών
(δ) αν με πράξη ή παράλειψη επιτάχυνε το θάνατο προσώπου που πάσχει από ασθένεια ή βλάβη η οποία ανεξάρτητα από τέτοια πράξη ή παράλειψη θα επέφερε θάνατο
(ε) αν η τέτοια πράξη ή παράλειψη δεν θα επέφερε το θάνατο, εκτός αν συνακολουθείτο από πράξη ή παράλειψη αυτού που φονεύτηκε ή άλλων προσώπων.
212. Πρόσωπο που δύναται να φονευτεί θεωρείται, εκείνο που εξέρχεται ζωντανό, από το μητρικό σώμα πλήρως, ανεξάρτητα αν ανάπνευσε ή όχι και ανεξάρτητα αν έχει κυκλοφορία αίματος ανεξάρτητο ή όχι και ανεξάρτητα αν έχει κοπεί ο ομφάλιος λώρος ή όχι.
213. Κανένας δεν θεωρείται ότι φόνευσε άλλο πρόσωπο, αν ο θάνατος τέτοιου προσώπου δεν επακολούθησε σε ένα χρόνο και μια ημέρα από την αιτία του θανάτου.
Στην πιο πάνω περίοδο συναπολογίζεται και η ημέρα κατά την οποία διαπράχτηκε η τελευταία παράνομη πράξη η οποία συνέβαλε στην αιτία του θανάτου. Στην περίπτωση που η αιτία του θανάτου είναι παράλειψη στην τήρηση ή στην εκτέλεση καθήκοντος σε αυτή την περίοδο συναπολογίζεται και η ημέρα κατά την οποία έπαψε η παράλειψη αυτή.
Στην περίπτωση που η αιτία του θανάτου είναι μερικώς παράνομη πράξη και μερικώς όμως παράλειψη κατά την τήρηση ή εκτέλεση καθήκοντος σε αυτή την περίοδο συναπολογίζεται η ημέρα κατά την οποία διαπράχτηκε η τελευταία παράνομη πράξη ή η ημέρα κατά την οποία έπαψε η παράλειψη, οποιαδήποτε από αυτές είναι η μεταγενέστερη.
214. Όποιος-
(α) αποπειράται παράνομα να επιφέρει το θάνατο άλλου ή
(β) με σκοπό να επιφέρει το θάνατο άλλου παράνομα, διενεργεί οποιαδήποτε πράξη ή παραλείπει πράξη την οποία έχει καθήκον να εκτελέσει, η οποία πράξη ή η παράλειψη είναι τέτοιας φύσης ώστε να ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
216. Όποιος, ενώ γνωρίζει το περιεχόμενο του, άμεσα ή έμμεσα συντελεί ώστε να ληφθεί οποιοδήποτε γραπτό με το οποίο απειλείται να φονευθεί οποιοδήποτε πρόσωπο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
217. Όποιος συνωμοτεί με άλλο να φονεύσει άλλο πρόσωπο, είτε αυτό το πρόσωπο βρίσκεται στη Δημοκρατία ή αλλού, είναι ένοχος κακουργήματος, και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
218. Αυτός, που εκ προθέσεως πείθει άλλο σε αυτοκτονία, αν αυτή διαπράχτηκε ή έγινε απόπειρα της, καθώς και εκείνος που βοηθά κατά τη διάρκεια της, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.
220. Όποιος, όταν γεννήθηκε παιδί, αποπειράται να αποκρύψει τον τοκετό, με οποιαδήποτε κρυφή διάθεση του πτώματος του παιδιού, ανεξάρτητα του αν το παιδί πέθανε πριν, κατά ή μετά τη γέννηση του, είναι ένοχος πλημμελήματος.
221. Αυτός που έχει τη μέριμνα άλλου που αδυνατεί λόγω ηλικίας, ασθένειας ή κλονισμού του λογικού, κράτησης ή άλλης αιτίας να αποσπαστεί από τέτοια μέριμνα και να παρέχει στον εαυτό του τα αναγκαία προς το ζην, έχει καθήκον να παρέχει σε αυτό που είναι υπό μέριμνα τα αναγκαία προς το ζην, ανεξάρτητα αν η μέριμνα αναλήφθηκε δυνάμει σύμβασης ή επιβλήθηκε με νόμο ή προκύπτει λόγω οποιασδήποτε πράξης του, νόμιμης ή παράνομης δυνατόν να θεωρηθεί υπαίτιος για κάθε συνέπεια για τη ζωή ή την υγεία του προσώπου που είναι υπό τη μέριμνα του, η οποία οφείλεται σε οποιαδήποτε παράλειψη εκτέλεσης του πιο πάνω καθήκοντος.
222. Όποιος, ως αρχηγός οικογένειας, έχει τη μέριμνα παιδιού ηλικίας κάτω των δεκατεσσάρων χρόνων το οποίο ανήκει στην οικία του, έχει καθήκον να παρέχει σε αυτό τα αναγκαία προς το ζην και θεωρείται ότι προκάλεσε κάθε συνέπεια για τη ζωή ή την υγεία του παιδιού η οποία οφείλεται σε οποιαδήποτε παράλειψη εκτέλεσης του πιο πάνω καθήκοντος, ανεξάρτητα αν το παιδί είναι αβοήθητο ή όχι.
223. Όποιος, υπό την ιδιότητα κυρίου, ανάλαβε, δυνάμει σύμβασης, να παρέχει σε οποιοδήποτε υπηρέτη ή μαθητευόμενο ηλικίας κάτω των δεκαέξι χρόνων την αναγκαία διατροφή, ιματισμό ή στέγη, έχει καθήκον να παρέχει σε αυτούς όλα αυτά και θεωρείται ότι προκάλεσε κάθε συνέπεια για τη ζωή ή την υγεία του υπηρέτη ή του μαθητευόμενου η οποία οφείλεται σε οποιαδήποτε παράλειψη εκτέλεσης του πιο πάνω καθήκοντος.
224. Όποιος, εκτός σε περίπτωση ανάγκης, αναλαμβάνει να προβεί σε χειρουργική ή άλλη θεραπεία σε άλλο ή να εκτελέσει οποιαδήποτε νόμιμη πράξη η οποία είναι δυνατόν να είναι επικίνδυνη για τη ζωή ή την υγεία οποιουδήποτε προσώπου, έχει καθήκον να κατέχει εύλογη δεξιότητα και να καταβάλει εύλογη φροντίδα στην εκτέλεση τέτοιας πράξης και θεωρείται ότι προκάλεσε κάθε συνέπεια για τη ζωή ή την υγεία οποιουδήποτε προσώπου η οποία οφείλεται σε οποιαδήποτε παράλειψη στην τήρηση ή εκτέλεση του πιο πάνω καθήκοντος.
225. Αυτός που έχει υπό την ευθύνη ή τον έλεγχο του, ο,τιδήποτε έμψυχο ή άψυχο, και είτε είναι σε κίνηση ή σε στάση, τέτοιας φύσης ώστε, με την έλλειψη προσοχής ή προφύλαξης για τη χρήση ή το χειρισμό του, δυνατόν να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή, ασφάλεια ή υγεία οποιουδήποτε προσώπου, έχει καθήκον να καταβάλλει εύλογη προσοχή για αποτροπή τέτοιου κινδύνου και να λαμβάνει εύλογες προφυλάξεις για αυτό και θεωρείται ότι προκάλεσε κάθε συνέπεια για τη ζωή ή την υγεία οποιουδήποτε προσώπου η οποία οφείλεται σε οποιαδήποτε παράλειψη εκτέλεσης τέτοιου καθήκοντος.
226. Όποιος, χρησιμοποιεί ο,τιδήποτε που προορίζεται για αποπνιγμό, ασφυξία ή στραγγαλισμό και με σκοπό διάπραξης ή διευκόλυνσης της διάπραξης κακουργήματος ή πλημμελήματος, ή διευκόλυνση της διαφυγής του υπαίτιου μετά τη διάπραξη ή την απόπειρα διάπραξης κακουργήματος ή πλημμελήματος, καθιστά ή αποπειράται να καταστήσει άλλο ανίκανο για αντίσταση, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
227. Όποιος, με σκοπό διάπραξης ή διευκόλυνσης της διάπραξης κακουργήματος ή πλημμελήματος ή διευκόλυνσης της διαφυγής του υπαίτιου μετά τη διάπραξη ή την απόπειρα διάπραξης κακουργήματος ή πλημμελήματος, χορηγεί ή αποπειράται να χορηγήσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο φάρμακο ή πράγμα ικανό να ναρκώσει ή να εξουδετερώσει τη δύναμη του για αντίσταση, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
228. Όποιος, με σκοπό ακρωτηριασμού, παραμόρφωσης, πρόκλησης αναπηρίας ή βαριάς σωματικής βλάβης σε άλλο ή με σκοπό αντίστασης εναντίον της νόμιμης σύλληψης ή κράτησης οποιουδήποτε προσώπου ή αποτροπής αυτής-
(α) με οποιοδήποτε μέσο τραυματίζει παράνομα ή προκαλεί βαριά σωματική βλάβη σε άλλο ή
(β) αποπειράται παράνομα να πλήξει με οποιοδήποτε τρόπο άλλο, με κάθε είδους βλήμα ή με μαχαίρι ή με άλλο επικίνδυνο ή επιθετικό όπλο ή
(γ) προκαλεί παράνομα την έκρηξη εκρηκτικής ύλης ή
(δ) αποστέλλει ή παραδίδει εκρηκτική ύλη ή άλλο επικίνδυνο ή επιβλαβές πράγμα σε άλλο ή
(ε) συντελεί στη λήψη ή παραλαβή τέτοιας ύλης ή πράγμα από οποιοδήποτε πρόσωπο
(στ) τοποθετεί καυστικό υγρό ή καταστρεπτική ή εκρηκτική ύλη σε οποιοδήποτε χώρο ή
(ζ) χύνει παράνομα ή ρίχνει τέτοιο υγρό ή τέτοια ύλη εναντίον ή σε άλλο, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο τοποθετεί τέτοιο υγρό ή τέτοια ύλη στο σώμα οποιουδήποτε προσώπου,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
229. Όποιος παράνομα-
(α) παρεμποδίζει ή εμποδίζει πρόσωπο το οποίο είναι σε σκάφος ή διαφεύγει από αυτό, διότι βρίσκεται σε κίνδυνο ή διότι ναυάγησε, κατά την προσπάθεια του για διάσωση της ζωής του ή
(β) εμποδίζει πρόσωπο κατά την προσπάθεια του για διάσωση της ζωής οποιουδήποτε προσώπου που βρίσκεται κάτω από περιστάσεις όπως αναφέρονται πιο πάνω,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
230. Όποιος, με σκοπό πρόκλησης βλάβης ή διακινδύνευσης της ασφάλειας προσώπου που ταξιδεύει σιδηροδρομικώς, είτε συγκεκριμένου τέτοιου είτε όχι-
(α) τοποθετεί ο,τιδήποτε στο σιδηρόδρομο ή
(β) επεμβαίνει στο σιδηρόδρομο ή σε οποιοδήποτε πράγμα που βρίσκεται σε σιδηρόδρομο ή κοντά του, με τέτοιο τρόπο ώστε να επηρεάζει ή να διακινδυνεύει την ελεύθερη και ασφαλή χρήση του σιδηρόδρομου ή την ασφάλεια οποιουδήποτε τέτοιου προσώπου ή
(γ) εκτοξεύει ή ρίχνει ο,τιδήποτε εναντίον ή σε πρόσωπο ή πράγμα στο σιδηρόδρομο ή συντελεί ώστε ο,τιδήποτε να έρθει σε επαφή με αυτά ή
(δ) δείχνει φως ή σήμα ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμβαίνει στη χρήση τέτοιου το οποίο υπάρχει, σε σιδηρόδρομο ή κοντά του ή
(ε) με την παράλειψη διενέργειας πράξης την οποία έχει καθήκον να εκτελέσει, συντελεί ώστε να τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια τέτοιου προσώπου,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
231. Όποιος προκαλεί παράνομα βαριά σωματική βλάβη σε άλλο είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή σε χρηματική ποινή ή και στις δύο αυτές ποινές.
232. Όποιος παράνομα και με σκοπό πρόκλησης σωματικής βλάβης σε άλλο τοποθετεί εκρηκτική ύλη σε οποιοδήποτε χώρο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή ή και στις δύο αυτές ποινές.
233. Όποιος παράνομα και με σκοπό πρόκλησης σωματικής βλάβης σε άλλο ή παρενόχλησης του, συντελεί ώστε να χορηγηθεί σε άλλο, ή να ληφθεί από άλλο δηλητήριο ή επιβλαβές πράγμα και με αυτό τον τρόπο θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του ή προκαλεί σε αυτόν βαριά σωματική βλάβη, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
233Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) συνιστά αδίκημα από οποιοδήποτε πρόσωπο-
(α) Η περικοπή, ή ο με οποιοδήποτε τρόπο ακρωτηριασμός ολόκληρου ή μέρους του μεγάλου χείλους (labia majora) ή του μικρού χείλους (labia minora) του αιδοίου ή της κλειτορίδας γυναίκας· ή
(β) η βοήθεια, προτροπή, συμβουλή ή πρόκληση της εκτέλεσης από τρίτο πρόσωπο, οποιασδήποτε από αυτές τις πράξεις στο σώμα γυναίκας.
(2) Οι πράξεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1) δε συνιστούν αδίκημα αν εκτελεσθούν από ιατρό και η εκτέλεσή τους είναι αναγκαία, είτε για τη φυσική υγεία της γυναίκας, στην οποία εκτελούνται, είτε εκτελούνται σε γυναίκα που βρίσκεται σε οποιοδήποτε στάδιο τοκετού, ή μετά από αυτό, και σχετίζονται με τον τοκετό:
(3) Συγκατάθεση εκ μέρους της γυναίκας στην οποία εκτελούνται οι πράξεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1) δεν συνιστά υπεράσπιση, ούτε ελαφρυντικό στην επιμέτρηση της ποινής.
(4) Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Νόμου, τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν αρμοδιότητα να εκδικάζουν αδίκημα, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, που διαπράττεται από πολίτη ή μη της Δημοκρατίας και διαπράττεται εντός ή εκτός της Δημοκρατίας.
(5) Αδικήματα που διαπράττονται κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι πέντε έτη.
(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «ιατρός» σημαίνει ιατρό εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου.
233Β.-(1) Tηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), πρόσωπο το οποίο-
(α) εφαρμόζει πρακτική ή τεχνική ή παρέχει υπηρεσία με σκοπό τη μεταβολή, καταστολή ή εξάλειψη του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της έκφρασης φύλου άλλου προσώπου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές:
(β) ασκεί νόμιμη κηδεμονία και παραπέμπει το κηδεμονευόμενο πρόσωπο σε πρακτική, τεχνική ή υπηρεσία, με σκοπό τη μεταβολή, καταστολή ή εξάλειψη του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της έκφρασης φύλου του, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές∙ ή
(γ) αναγγέλλει ή διαφημίζει, έστω και συγκεκαλυμμένα, με οποιονδήποτε τρόπο, πρακτική, τεχνική ή υπηρεσία, η οποία αποσκοπεί στη μεταβολή, καταστολή ή εξάλειψη του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της έκφρασης φύλου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2)(α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1)-
(i) η παροχή συμβουλευτικών, ψυχολογικών ή ιατρικών υπηρεσιών οι οποίες αφορούν στη διερεύνηση και/ή ελεύθερη ανάπτυξη του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της έκφρασης φύλου προσώπου∙ ή
(ii) η παροχή επιστημονικά καθιερωμένων κλινικών πράξεων από εξειδικευμένους επαγγελματίες υγείας, εφόσον αυτές εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση καταστάσεων σχετικών με τη σεξουαλική υγεία προσώπου, όπως αυτές καθορίζονται στη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας∙ δεν συνιστούν αδίκημα, υπό την προϋπόθεση ότι οι ως άνω προβλεπόμενες ενέργειες δεν επιδιώκουν τη μεταβολή, καταστολή ή εξάλειψη του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της έκφρασης φύλου του εν λόγω προσώπου.
(β) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, ο όρος “εξειδικευμένος επαγγελματίας υγείας” περιλαμβάνει-
(i) ιατρό εγγεγραμμένο στο Ιατρικό Μητρώο, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου∙ και
(ii) εγγεγραμμένο ψυχολόγο, ως ο όρος αυτός προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 2 του περί Εγγραφής Ψυχολόγων Νόμου.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος ελευθερίας σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, ως αυτό προβλέπεται στις διατάξεις του Άρθρου 18 του Συντάγματος και στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως αυτή κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο.
234. Όποιος-
(α) τραυματίζει παράνομα άλλον ή
(β) παράνομα και με σκοπό πρόκλησης σωματικής βλάβης σε άλλον ή παρενόχλησης του, συντελεί ώστε να χορηγηθεί σε άλλο ή να ληφθεί από άλλο δηλητήριο ή άλλο επιβλαβές πράγμα,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
235. Όποιος, που έχει καθήκον να παρέχει τα αναγκαία προς το ζην σε άλλο, χωρίς νόμιμη δικαιολογία, παραλείπει να το πράξει, με αυτό τον τρόπο όμως η ζωή του άλλου προσώπου τίθεται ή είναι ενδεχόμενο να τεθεί σε κίνδυνο ή η υγεία του βλάφτηκε ή είναι ενδεχόμενο να βλαφτεί μόνιμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
235Α.-(1) Όποιος, αφού εμπλακεί σε ατύχημα το οποίο προκαλεί το θάνατο άλλου προσώπου, εγκαταλείπει τον τόπο του ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000).
(2) Όποιος, αφού εμπλακεί σε ατύχημα το οποίο προκαλεί σωματική βλάβη σε άλλο πρόσωπο, εγκαταλείπει τον τόπο του ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).
(3) Όποιος, αφού εμπλακεί σε ατύχημα το οποίο προκαλεί ζημιά σε περιουσία, εγκαταλείπει τον τόπο του ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000).
(4) Πρόσωπο το οποίο καταδικάζεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) ή (2), στερείται του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη από την ημερομηνία της καταδίκης του, όπως το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο.
(5) Πρόσωπο το οποίο καταδικάζεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) στερείται του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες από την ημερομηνία της καταδίκης του, όπως το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο.
236. Όποιος, με τέτοιο αλόγιστο τρόπο, βεβιασμένο ή αμελή, ώστε να θέτει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή ή να είναι ενδεχόμενο να προκαλέσει σωματική βλάβη σε άλλο-
(α) οδηγεί όχημα ή ιππεύει σε οποιαδήποτε δημόσια διάβαση ή
(β) διακυβερνά ή συμμετέχει της διακυβέρνησης ή της λειτουργίας σκάφους ή
(γ) διαπράττει κάτι με φωτιά ή με οποιαδήποτε καύσιμη ύλη ή παραλείπει να πάρει προφυλάξεις εναντίον πιθανού κινδύνου που απορρέει από τη φωτιά ή από οποιαδήποτε καύσιμη ύλη που έχει στην κατοχή του ή
(δ) παραλείπει να πάρει προφυλάξεις εναντίον πιθανού κινδύνου από οποιοδήποτε ζώο που έχει στην κατοχή του ή
(ε) προβαίνει σε ιατρική ή χειρουργική θεραπεία σε πρόσωπο του οποίου ανέλαβε τη νοσηλεία ή
(στ) παρασκευάζει, προμηθεύει, πωλεί ή χορηγεί ή παραχωρεί φάρμακο ή δηλητηριώδη ή επικίνδυνη ουσία ή
(ζ) διαπράττει κάτι σε σχέση με μηχάνημα που είναι στην αποκλειστική ή μερική ευθύνη του ή παραλείπει να πάρει τις αναγκαίες προφυλάξεις εναντίον κάθε πιθανού κινδύνου που απορρέει από τέτοιο μηχάνημα ή
(η) διαπράττει κάτι σε σχέση με εκρηκτική ύλη που έχει στην κατοχή του ή παραλείπει να πάρει τις αναγκαίες προφυλάξεις εναντίον κάθε πιθανού κινδύνου που απορρέει από την εκρηκτική ύλη που έχει στην κατοχή του,
είναι ένοχος πλημμελήματος:
Νοείται ότι, όπου η κατηγορία δυνάμει της υποπαραγράφου (δ) του παρόντος άρθρου αναφέρεται σε σκύλο, τεκμαίρεται ότι ο κατηγορούμενος είχε γνώση της πιθανότητας πρόκλησης σωματικής βλάβης από τον εν λόγω σκύλο, ανεξάρτητα από τη φύση ή την προηγούμενη συμπεριφορά ή τις συνήθειες του σκύλου αυτού.
- ΚΕΦ.154
- 45(I)/1998
237. Όποιος διενεργεί παράνομα οποιαδήποτε πράξη ή παραλείπει να διενεργήσει πράξη την οποία έχει καθήκον να εκτελέσει η οποία δεν είναι πράξη ή παράλειψη που ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, από την οποία πράξη ή παράλειψη προκαλείται σωματική βλάβη σε άλλο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι μηνών ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
238. Όποιος με παράνομη πράξη ή παράλειψη, που δεν ορίζεται στο άρθρο 230, συντελεί ώστε η ασφάλεια προσώπου που ταξιδεύει σιδηροδρομικώς να τεθεί σε κίνδυνο, είναι ένοχος πλημμελήματος.
239. Όποιος δείχνει απατηλό φως, σημείο ή σημαντήρα, με σκοπό με αυτή την επίδειξη ή να παραπλανήσει ναυτιλλόμενο ή γνωρίζει ότι ενδέχεται τέτοια επίδειξη να παραπλανήσει ναυτιλλόμενο, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή σε χρηματική ποινή ή και στις δύο αυτές ποινές.
240. Όποιος, εν γνώσει του ή εξ αμέλειας μεταφέρει ή συντελεί στη μεταφορά προσώπου με κόμιστρο διά μέσου υδάτινης οδού, με ανασφαλή σκάφος είτε λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκεται είτε λόγω υπερφόρτωσης, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δώδεκα έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
241. Όποιος, με τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης ή της παράλειψης να επιδείξει εύλογη προσοχή σε σχέση με περιουσιακό στοιχείο που έχει στην κατοχή ή την ευθύνη του, προκαλεί κίνδυνο, παρεμπόδιση ή βλάβη σε πρόσωπο σε δημόσια διάβαση ή δημόσια ναυτιλιακή γραμμή, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες.
242. Όποιος επιτίθεται εναντίον άλλου παράνομα, είναι ένοχος πλημμελήματος, αν όμως η επίθεση δεν διαπράχτηκε κάτω από περιστάσεις για τις οποίες σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό προνοείται βαρύτερη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
243. Όποιος διαπράττει επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
244. Όποιος-
(α) επιτίθεται εναντίον άλλου με σκοπό διάπραξης κακουργήματος ή αντίστασης ή ματαίωσης της νόμιμης σύλληψης ή κράτησης του εαυτού του ή άλλου για κάποιο ποινικό αδίκημα ή
(β) επιτίθεται ή αντιστέκεται ή εσκεμμένα παρεμποδίζει όργανο τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντος του ή άλλο που παρέχει συνδρομή σε τέτοιο όργανο τήρησης της τάξης ή
(γ) επιτίθεται εναντίον άλλου κατά την επιδίωξη παράνομης συνεργασίας ή συνωμοσίας για την αύξηση των ημερομισθίων ή σχετικά με οποιοδήποτε επάγγελμα, επιχείρηση ή βιομηχανία ή σχετικά με οποιοδήποτε πρόσωπο που ενδιαφέρεται ή που απασχολείται με αυτά ή
(δ) επιτίθεται, αντιστέκεται ή παρεμποδίζει πρόσωπο κατά τη νόμιμη εκτέλεση εντάλματος ή τη νόμιμη κατάσχεση, με σκοπό διάσωσης περιουσιακού στοιχείου που κατασχέθηκε νόμιμα δυνάμει τέτοιου εντάλματος ή τέτοιας κατάσχεσης ή
(ε) επιτίθεται εναντίον άλλου λόγω πράξης που διαπράχτηκε από εκείνο που έγινε η επίθεση, κατά την εκτέλεση σύμφωνα με το νόμο του επιβεβλημένου καθήκοντος του,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων.
245. Όποιος μεταφέρει οποιοδήποτε πρόσωπο εκτός των ορίων της Δημοκρατίας, χωρίς τη συναίνεση αυτού ή άλλου που είναι νόμιμα εξουσιοδοτημένος να συναινεί εκ μέρους του, θεωρείται ότι αρπάζει το πρόσωπο αυτό από τη Δημοκρατία.
245Α. Όποιος ενώ ασκεί κοινή κηδεμονία ανήλικου με άλλο ή άλλα πρόσωπα, μεταφέρει το ανήλικο πρόσωπο εκτός των ορίων της Δημοκρατίας, χωρίς τη συναίνεση του άλλου ή των άλλων νομίμων κηδεμόνων του, θεωρείται ότι αρπάζει το ανήλικο πρόσωπο από το νόμιμο κηδεμόνα του.
246. Όποιος αφαιρεί ή παρασύρει σε διαφυγή ανήλικο που έχει ηλικία κάτω των δεκαέξι χρόνων ή πρόσωπο που έχει κλονισμένο το λογικό, από τη φύλαξη του νόμιμου κηδεμόνα του, χωρίς τη συναίνεση τέτοιου κηδεμόνα, θεωρείται ότι αρπάζει τον ανήλικο ή τέτοιο πρόσωπο από το νόμιμο κηδεμόνα του.
247. Όποιος με βία ή απειλή βίας εξαναγκάζει ή με οποιαδήποτε απατηλά μέσα παρακινεί άλλο να φύγει από κάποιο τόπο, θεωρείται ότι απαγάγει το εν λόγω πρόσωπο.
248. Όποιος αρπάζει πρόσωπο από τη Δημοκρατία ή από νόμιμη κηδεμονία, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων και σε χρηματική ποινή.
248Α.(1) Όποιος, ενώ ασκεί κοινή κηδεμονία ανηλίκου με άλλο ή άλλα πρόσωπα, μεταφέρει το ανήλικο πρόσωπο εκτός των ορίων της Δημοκρατίας, με τη συναίνεση του άλλου ή των άλλων νομίμων κηδεμόνων του για συγκεκριμένη περίοδο και, με την εκπνοή της περιόδου αυτής, εξακολουθεί να κατακρατεί το ανήλικο πρόσωπο εκτός των ορίων της Δημοκρατίας, χωρίς τη συναίνεση του άλλου ή των άλλων νομίμων κηδεμόνων του, θεωρείται ότι κατακρατεί παράνομα το ανήλικο πρόσωπο εκτός των ορίων της Δημοκρατίας.
(2) Όποιος κατακρατεί παράνομα ανήλικο πρόσωπο εκτός των ορίων της Δημοκρατίας είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα επτά (7) έτη.
249. Όποιος αρπάζει ή απάγει ή παράνομα στερεί την ελευθερία από οποιοδήποτε πρόσωπο με σκοπό αυτό το πρόσωπο να φονευθεί εκ προμελέτης ή να τύχει τέτοιας μεταχείρισης ώστε να τεθεί σε κίνδυνο να φονευθεί εκ προμελέτης, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων (14) χρόνων.
250. Όποιος αρπάζει ή απάγει ή παράνομα στερεί την ελευθερία από άλλο, με σκοπό να προκαλέσει τον κρυφό και άδικο περιορισμό αυτού, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
251. Όποιος αρπάζει ή απάγει ή παράνομα στερεί την ελευθερία από οποιοδήποτε πρόσωπο με σκοπό αυτό να υποβληθεί, ή να τύχει τέτοιας μεταχείρισης ώστε να τεθεί σε κίνδυνο να υποβληθεί, σε βαριά βλάβη, ή σε σεξουαλική κακοποίηση από οποιονδήποτε ή γνωρίζει ότι είναι ενδεχόμενο το πρόσωπο αυτό να τύχει τέτοιας υποβολής ή μεταχείρισης, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων (14) χρόνων και σε χρηματική ποινή.
251Α. Όποιος αρπάζει ή απάγει ή παράνομα στερεί την ελευθερίαοποιουδήποτε με σκοπό τον εξαναγκασμό αυτού ή άλλου προσώπου να προβεί σε μη οφειλόμενη πράξη ή σε παράλειψη πράξης, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα (14) χρόνια και σε χρηματική ποινή.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 190(I)/2021
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- ΚΕΦ.154
- 190(I)/2021
255.-(1) Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει ο,τιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:
Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.
(2) (α) Ο όρος “αποκτά κατοχή” περιλαμβάνει και το να αποκτά κατοχή-
(i) με τέχνασμα
(ii) με εκφοβισμό
(iii) με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο
(iv) με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα
(β) ο όρος “αποκομίζει” περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειμένου όμως για πράγμα προσαρτημένο, μόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς.
(γ) ο όρος “ιδιοκτήτης” περιλαμβάνει και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγματος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείμενο κλοπής.
(3) Δύναται να είναι αντικείμενο κλοπής κάθε πράγμα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειμένου όμως για πράγμα προσκολλημένο σε ακίνητο μετά το διαχωρισμό του από τέτοιο ακίνητο.
256.-(1) Δεν θεωρείται ως κλοπή από πράκτορα ή από αντιπρόσωπο η ενεχυρίαση ή η παραχώρηση δικαιώματος επίσχεσης αγαθών ή τίτλου ιδιοκτησίας σε αγαθά εμπιστευμένα σε αυτό για το σκοπό πώλησης ή με άλλο τρόπο, για χρηματικό ποσό που δεν υπερβαίνει το οφειλόμενο σε αυτό από τον αντιπροσωπευόμενο κατά το χρόνο της ενεχυρίασης ή της παραχώρησης του δικαιώματος επίσχεσης, μαζί με το ποσό συναλλαγματικής ή γραμματίου σε διαταγή, τα οποία αυτός αποδέκτηκε ή έκδωσε εκ μέρους ή για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.
(2) Όταν υπηρέτης, κατά παράβαση των διαταγών του κυρίου του, αφαιρεί από την κατοχή του, τρόφιμα για τη διατροφή ζώου που ανήκει στον κύριο ή που βρίσκεται στην κατοχή του κυρίου του, τέτοια αφαίρεση δεν θεωρείται κλοπή.
257. Όταν κάποιο πρόσωπο, είτε μόνο είτε από κοινού με άλλο, πάρει κάποιο χρηματικό ποσό ή αξιόγραφο ή πληρεξούσιο έγγραφο πώλησης, υποθήκευσης, ενεχυρίασης ή άλλης διάθεσης οποιασδήποτε περιουσίας, η οποία δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή όχι, με την εντολή σε κάθε μια περίπτωση όπως το χρηματικό αυτό ποσό ή μέρος αυτού ή οποιοδήποτε άλλο ποσό που λήφθηκε σε αντάλλαγμα αυτού ή μέρος αυτού ή το προϊόν, ή μέρος του προϊόντος τέτοιου αξιόγραφου, ή τέτοιας υποθήκης ή ενέχυρου ή άλλης διάθεσης, να διατεθεί για σκοπό ή να καταβληθεί σε πρόσωπο, όπως ορίζεται στην εντολή, το πιο πάνω χρηματικό ποσό και προϊόν θεωρούνται ότι ανήκουν στο πρόσωπο, για το οποίο λήφθηκε τέτοιο χρηματικό ποσό, αξιόγραφο ή πληρεξούσιο έγγραφο μέχρι να εκτελεστεί τέτοια εντολή.
258. Όταν κάποιο πρόσωπο, είτε μόνο είτε από κοινού με άλλο, πάρει από άλλο οποιαδήποτε περιουσία με όρους οι οποίοι τον εξουσιοδοτούν να πωλήσει ή να διαθέσει αυτή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και τον εντέλλει να πληρώσει το προϊόν από την περιουσία, ολικά ή μερικά ή να δώσει λογαριασμό για αυτό ή να παραδώσει εκείνο που πήρε σε αντάλλαγμα της περιουσίας στο πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε ή σε κάποιο άλλο πρόσωπο, το προϊόν αυτό από την περιουσία και ο,τιδήποτε έχει ληφθεί με αυτό τον τρόπο σε αντάλλαγμα αυτής θεωρούνται ότι ανήκουν στο πρόσωπο από το οποίο η περιουσία λήφθηκε με τέτοιο τρόπο, μέχρι να διατεθούν σύμφωνα με τους όρους με τους οποίους λήφθηκε η περιουσία, εκτός αν αυτοί διαλαμβάνουν ότι το προϊόν είναι δυνατόν να καταχωριστεί σε χρεωστικό πιστωτικό λογαριασμό μεταξύ αυτού και του προσώπου στο οποίο οφείλει να πληρώσει αυτό ή να δώσει λογαριασμό για αυτό και ότι η σχέση οφειλέτη-πιστωτή θα υφίσταται μόνο μεταξύ εκείνων που είναι σχετικά με αυτό.
259. Όταν κάποιο πρόσωπο, είτε μόνο είτε από κοινού με άλλο, πάρει κάποιο χρηματικό ποσό για λογαριασμό τρίτου, το ποσό αυτό θεωρείται ότι ανήκει στον τρίτο για λογαριασμό του οποίου λήφθηκε, εκτός αν λήφθηκε με τον όρο ότι δυνατόν να καταχωριστεί σε χρεωστικό πιστωτικό λογαριασμό και ότι η σχέση οφειλέτη-πιστωτή θα υφίσταται μόνο μεταξύ των μερών αναφορικά με το πιο πάνω ποσό.
260. Όταν κάποιο πρόσωπο αποκτά κατοχή πράγματος ή σφετερίζεται πράγμα που μπορεί να κλαπεί, κάτω από περιστάσεις οι οποίες διαφορετικά θα υπαγόταν η πράξη σε κλοπή, είναι αδιάφορο ότι αυτός αποκτά ειδική ιδιοκτησία ή συμφέρον στο πράγμα ή είναι ο ιδιοκτήτης του πράγματος που έχει αποκτηθεί ή σφετεριστεί εφόσον σε αυτό αποκτά ειδική ιδιοκτησία ή έχει συμφέρον κάποιο τρίτο πρόσωπο ή είναι μισθωτής του πράγματος ή είναι ένας από τους συνιδιοκτήτες του ή είναι διευθυντής ή είναι αξιωματούχος οργανισμού ή εταιρείας ή οργάνωσης που έχουν την κυριότητα του πράγματος που έχει αποκτηθεί ή που έχει σφετεριστεί.
261. Όποιος, από τους συζύγους που συμβιώνουν, προκαλεί ο καθένας από αυτούς να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε πράγμα το οποίο γνωρίζει ότι ανήκει στον άλλο με τέτοιο τρόπο ο οποίος θα συνιστά κλοπή αν δεν ήταν συζευγμένοι, θεωρείται ότι έχει κλέψει το πράγμα και δύναται να κατηγορηθεί για κλοπή.
262. Αυτός που κλέβει ο,τιδήποτε το οποίο δύναται να κλαπεί, είναι ένοχος του κακουργήματος της κλοπής και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων, εκτός αν λόγω των περιστάσεων της κλοπής ή της φύσης του πράγματος που κλάπηκε, προβλέπεται κάποια άλλη ποινή.
263. Αν αυτό που κλάπηκε είναι έγγραφο τελευταίας βούλησης, ανεξάρτητα αν ο διαθέτης ζει ή πέθανε, ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
264. Αν αυτό που κλάπηκε είναι υλικό που διαβιβάζεται ταχυδρομικώς ή οποιοδήποτε κινητό, χρήματα ή αξιόγραφο, που περιέχονται σε τέτοιο υλικό, ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
265.-(1) Αν αυτό που κλάπηκε είναι ένα από τα ακόλουθα, δηλαδή άλογο, φοράδα, μουνούχος, γαϊδούρι, μουλάρι, καμήλα, ταύρος, αγελάδα, βόδι, κριάρι, αρνί, ευνουχισμένο αρνί, γίδα ή χοίρος, ή νεογνό τέτοιου ζώου, ή γεωργική σοδειά ή καρποί, ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
(2) Οι διατάξεις του άρθρου 8 δεν εφαρμόζονται σε ποινική δίωξη δυνάμει του άρθρου αυτού για κλοπή γεωργικής σοδειάς ή καρπών ή προϊόντων γης ή δένδρου εγγεγραμμένου επί ονόματι άλλου προσώπου, εκτός αν ο κατηγορούμενος αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι-
(α) αγόρασε ή απέκτησε από διανομή, ανταλλαγή, αιτία θανάτου ή λόγω γάμου αυτή τη γη ή δένδρο από τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη ή τους κληρονόμους του ή
(β) η σοδειά αυτή, ή οι καρποί αν και τα προϊόντα γης ή δένδρου είναι με τέτοιο τρόπο εγγεγραμμένα, έχουν αποκτηθεί νόμιμα από αυτό.
266. Αν διαπραχτεί κλοπή με οποιαδήποτε από τις πιο κάτω περιστάσεις δηλαδή-
(α) αν το πράγμα κλαπεί από άλλο πρόσωπο
(β) αν το πράγμα κλαπεί σε κατοικία και η αξία του υπερβαίνει τις πέντε λίρες ή ο υπαίτιος κατά ή αμέσως πριν ή μετά το χρόνο της κλοπής χρησιμοποιεί βία ή απειλεί να χρησιμοποιήσει βία σε οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται στην κατοικία
(γ) αν το πράγμα κλαπεί από οποιοδήποτε είδος σκάφους ή οχήματος ή χώρου ή τόπου αποθήκευσης, που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ή φύλαξη αγαθών στη διαμετακόμιση
(δ) αν αυτό, που κλάπηκε είναι προσάρτημα ή μέρος σιδηροδρόμου
(ε) αν το πράγμα κλαπεί από σκάφος που βρίσκεται σε κίνδυνο το οποίο ναυάγησε ή παρεκτράπηκε
(στ) αν το πράγμα κλαπεί από δημόσιο γραφείο, όπου βρίσκεται κατατεθειμένο ή φυλάγεται
(ζ) αν ο υπαίτιος, με σκοπό διάπραξης του ποινικού αδικήματος ανοίξει με κλειδί ή άλλο όργανο, κλειδωμένο δωμάτιο, κιβώτιο ή άλλο δοχείο,
ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
267. Αν ο υπαίτιος κλοπής είναι δημόσιος λειτουργός, αυτό που κλάπηκε είναι κρατική περιουσία ή πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του υπαίτιου από τη θέση την οποία κατέχει, αυτός υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
- ΚΕΦ.154
- 43(I)/2000
- 84(I)/2012
268. Αν ο υπαίτιος κλοπής είναι γραμματέας ή υπηρέτης, αυτό που κλάπηκε είναι περιουσία του εργοδότη του ή πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του υπαίτιου για λογαριασμό του εργοδότη του, αυτός υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
- ΚΕΦ.154
- 43(I)/2000
- 84(I)/2012
269. Αν ο υπαίτιος κλοπής είναι διευθυντής ή αξιωματούχος οργανισμού ή εταιρείας, αυτό που κλάπηκε είναι περιουσία του οργανισμού ή της εταιρείας, αυτός υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
- ΚΕΦ.154
- 43(I)/2000
- 84(I)/2012
270. Αν αυτό που κλάπηκε είναι ένα από τα ακόλουθα πράγματα, δηλαδή-
(α) περιουσία που λήφθηκε από τον υπαίτιο με πληρεξουσιότητα για να τη διαθέσει
(β) περιουσία εμπιστευμένη στον υπαίτιο, είτε σε μόνο του, είτε μαζί με άλλο, για την ασφαλή φύλαξη από αυτό, ή χρήση, πληρωμή, ή παράδοση αυτής ή μέρους της ή οποιουδήποτε προϊόντος που απορρέει από τη διάθεση, για οποιοδήποτε σκοπό ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο
(γ) περιουσία που λήφθηκε από τον υπαίτιο, είτε από μόνο του, είτε μαζί με άλλο εκ μέρους ή για λογαριασμό τρίτου
(δ) το προϊόν, ολόκληρο ή μέρος, αξιογράφου που λήφθηκε από τον υπαίτιο με εντολή όπως το προϊόν από αυτό να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε σκοπό ή να πληρωθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο όπως ορίζεται στην εντολή
(ε) το προϊόν, ολόκληρο ή μέρος, το οποίο απορρέει από τη διάθεση περιουσίας, το οποίο λήφθηκε από τον υπαίτιο δυνάμει πληρεξουσιότητας για τέτοια διάθεση, εφόσον η πληρεξουσιότητα δόθηκε στον υπαίτιο με εντολή το πιο πάνω ποσό να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε σκοπό ή να πληρωθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο όπως ορίζεται στην εντολή,
ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
- ΚΕΦ.154
- 43(I)/2000
- 84(I)/2012
271. Αν αυτό που κλάπηκε είναι προσάρτημα σε ακίνητο ή κινητό που ενοικιάστηκε στον υπαίτιο για χρήση μαζί με την ενοικιασμένη κατοικία ή δωμάτιο, η αξία του υπερβαίνει τις πέντε λίρες, ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
272.-(1) Αν ο υπαίτιος, πριν από τη διάπραξη της κλοπής καταδικάστηκε για κλοπή που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 262, υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
(2) Αν ο υπαίτιος, πριν από τη διάπραξη κλοπής σύμφωνα με το άρθρο 265, καταδικάστηκε για κλοπή που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο αυτό, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
273. Όποιος, με σκοπό καταδολίευσης, αποκρύβει ή αφαιρεί από το χώρο κατάθεσης αυτού, μητρώο ή αρχείο του οποίου η τήρηση εξουσιοδοτείται ή απαιτείται σύμφωνα με το νόμο για βεβαίωση ή καταχώριση του τίτλου σε οποιαδήποτε περιουσία ή για καταχώριση, γεννήσεων, βαπτίσεων, γάμων, θανάτων ή τάφων ή αντίγραφο μέρους τέτοιου μητρώου ή αρχείου το οποίο απαιτείται σύμφωνα με το νόμο να αποσταλεί σε δημόσιο γραφείο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
274. Όποιος, με σκοπό καταδολίευσης αποκρύβει έγγραφο τελευταίας βούλησης, ανεξάρτητα αν ο διαθέτης ζει ή απέθανε, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
275. Όποιος, με σκοπό καταδολίευσης, αποκρύβει ολόκληρο ή μέρος εγγράφου το οποίο είναι αποδεικτικό τίτλου ή άλλου δικαιώματος σε γη, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
276. Όποιος, φονεύει ζώο το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, με σκοπό κλοπής του δέρματος ή του πτώματος ζώου ή μέρους από αυτά, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν είχε κλέψει τέτοιο ζώο.
277. Όποιος καθιστά κάποιο πράγμα κινητό με σκοπό να το κλέψει, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν είχε κλέψει το πράγμα μετά τη μετατροπή του σε κινητό πράγμα.
278. Όποιος αποκτά κατοχή, αποκρύβει ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο διαθέτει μετάλλευμα, μέταλλο ή ορυκτό εντός ή γύρω από το μεταλλείο, με σκοπό καταδολίευσης οποιουδήποτε προσώπου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
279.-(1) Όποιος με δόλιο τρόπο αφαιρεί ή παροχετεύει για δική του χρήση ή για χρήση κάποιου άλλου, μηχανική, φωτιστική ή ηλεκτρική ενέργεια, που παράγεται από μηχανή, συσκευή ή ύλη που ανήκει σε άλλο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
(2) Όποιος με δόλιο τρόπο αφαιρεί ή παροχετεύει για δική του χρήση ή για χρήση κάποιου άλλου τρεχούμενο νερό που ανήκει σε άλλο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
280. Όποιος εισέρχεται σε περιουσία που είναι στην κατοχή άλλου, με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία ή με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή όποιος, αφού εισέρθει νόμιμα σε τέτοια περιουσία, παραμένει σε αυτή παράνομα, με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων.
281.-(1) Όποιος κατέχει, καλλιεργεί, νέμεται ή χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο-
(α) γη εγγεγραμμένη επί ονόματι άλλου
(β) γη, σχετικά με την οποία κατατέθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο σύμβαση πώλησης, δυνάμει των διατάξεων του περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεσις) Νόμου, από τον αγοραστή αυτής,
χωρίς τη συναίνεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη ή των κληρονόμων του ή του αγοραστή από τους κληρονόμους του, ανάλογα με την περίπτωση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Οι διατάξεις του άρθρου 8 δεν εφαρμόζονται σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού, εκτός αν ο κατηγορούμενος αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι αυτός αγόρασε ή απέκτησε από διανομή, ανταλλαγή, αιτία θανάτου ή λόγω γάμου τη γη αυτή από τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη ή από τους κληρονόμους του.
282. Όποιος κλέβει κάτι και κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά το χρόνο της κλοπής, χρησιμοποιεί ή απειλεί να χρησιμοποιήσει πραγματική βία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ή περιουσίας, με σκοπό απόκτησης ή κατακράτησης εκείνου που εκλάπηκε ή με σκοπό αποτροπής ή εξουδετέρωσης αντίστασης που προβάλλεται εναντίον της κλοπής ή κατακράτησης αυτού, είναι ένοχος του κακουργήματος της ληστείας.
283. Όποιος διαπράττει το ποινικό αδίκημα της ληστείας υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων. Αν ο υπαίτιος είναι οπλισμένος με επικίνδυνο ή επιθετικό όπλο ή όργανο ή συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή αν κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά το χρόνο της ληστείας, τραυματίσει, κτυπήσει, πλήξει ή χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε άλλη μορφή σωματικής βίας εναντίον άλλου, αυτός υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
284. Όποιος επιτίθεται εναντίον άλλου με σκοπό κλοπής και κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά το χρόνο της επίθεσης, χρησιμοποιεί ή απειλεί να χρησιμοποιήσει πραγματική βία εναντίον οποιουδήποτε προσώπο ή περιουσίας, με σκοπό απόκτησης του πράγματος στο οποίο αποβλέπει η κλοπή, ή με σκοπό αποτροπής ή εξουδετέρωσης αντίστασης που προβάλλεται εναντίον της κλοπής αυτού, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
Αν ο υπαίτιος είναι οπλισμένος με επικίνδυνο ή επιθετικό όπλο ή όργανο ή συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή αν κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά το χρόνο της επίθεσης, τραυματίσει, κτυπήσει, πλήξει ή χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε άλλη μορφή σωματικής βίας εναντίον άλλου, αυτός υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
285. Όποιος επιτίθεται εναντίον άλλου με σκοπό κλοπής, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
286. Όποιος εισέρχεται στην περιουσία άλλου με σκοπό κλοπής, οπλισμένος με επικίνδυνο ή επιθετικό όπλο ή όργανο ή συνοδευόμενος από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, κάτω από περιστάσεις που δικαιολογούν εύλογη ανησυχία ότι θα χρησιμοποιήσει βία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για προώθηση τέτοιου σκοπού ή με σκοπό απόδρασης ή διευκόλυνσης της απόδρασης του, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
287. Όποιος, με σκοπό να αποσπάσει ή να προσποριστεί ο,τιδήποτε από άλλο, και ενώ γνωρίζει το περιεχόμενο του γραπτού, συντελεί ώστε να πάρει από άλλο γραπτό με το οποίο απαιτείται ο,τιδήποτε από οποιοδήποτε χωρίς εύλογη ή πιθανή αιτία και με το οποίο απειλείται να προξενηθεί βλάβη ή οποιοδήποτε είδος ζημιάς εναντίον άλλου, είτε από τον υπαίτιο είτε από τρίτο, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τέτοια απαίτηση, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
288. Όποιος με σκοπό να αποσπάσει ή να προσποριστεί ο,τιδήποτε από άλλο-
(α) κατηγορεί ή απειλεί να κατηγορήσει άλλο ότι διάπραξε κακούργημα ή πλημμέλημα ή ότι έκαμε πρόταση σε άλλο ή απείλησε άλλο για υποκίνηση αυτού να διαπράξει ή να επιτρέψει τη διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος ή
(β) απειλεί ότι οποιοδήποτε πρόσωπο θα κατηγορηθεί από άλλο για κακούργημα ή πλημμέλημα ή για οποιαδήποτε τέτοια πράξη ή
(γ) ενώ γνωρίζει το περιεχόμενο αυτού, συντελεί ώστε να ληφθεί από άλλο γραπτό το οποίο περιέχει κατηγορία ή απειλή όπως αναφέρεται πιο πάνω,
είναι ένοχος κακουργήματος και αν η κατηγορία ή η απειλή κατηγορίας αφορά-
(i) ποινικό αδίκημα για το οποίο δύναται να επιβληθεί η θανατική ποινή ή η ποινή φυλάκισης διά βίου ή
(ii) οποιοδήποτε από τα ποινικά αδικήματα που ορίζονται στα άρθρα 144 μέχρι 177 (περιλαμβανόμενων και των δύο) ή σε απόπειρα διάπραξης τέτοιου αδικήματος ή
(iii) επίθεση με σκοπό να έρθει σε παρά φύση συνουσία με άλλο ή παράνομη και άσεμνη επίθεση εναντίον άντρα ή
(iv) πρόταση ή απειλή που γίνεται σε άλλο για υποκίνηση αυτού να διαπράξει ή να επιτρέψει τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται πιο πάνω,
ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
Σε κάθε άλλη περίπτωση ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
Είναι αδιάφορο κατά πόσο ο κατηγορηθείς ή ο απειληθείς κατηγορηθεί, ότι διάπραξε ή όχι το ποινικό αδίκημα ή την πράξη για την οποία κατηγορείται ή απειλείται να κατηγορηθεί.
289. Όποιος, με σκοπό καταδολίευσης και με τη χρήση παράνομης βίας εναντίον ή με τον περιορισμό άλλου προσώπου ή με την απειλή τέτοιας βίας ή περιορισμού ή με τη διατύπωση ή απειλής διατύπωσης κατηγορίας εναντίον άλλου για τη διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος ή με την πρόταση σε άλλο ή με απειλή άλλου για υποκίνηση αυτού να διαπράξει ή να επιτρέψει τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, εξαναγκάζει ή υποκινεί άλλο-
(α) να εκτελέσει, εκδώσει, αποδεχτεί, οπισθογραφήσει, μεταβάλει ή καταστρέψει ολόκληρο ή μέρος, αξιόγραφο ή
(β) να γράψει, αποτυπώσει, ή επιθέσει όνομα ή σφραγίδα σε χαρτί ή περγαμηνή, με σκοπό να καταστεί αυτό μετά από αυτά ή να μετατραπεί σε αξιόγραφο ή να τύχει της χρήσης ή της μεταχείρισης αξιογράφου,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
290. Όποιος με σκοπό κλοπής πολύτιμου πράγματος απαιτεί αυτό από άλλο, με απειλές ή βία, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
290Α.—(1) Πρόσωπο το οποίο με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον, με βία ή με απειλή, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημιά στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου προσώπου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα (14) έτη.
(2) Όποιος αποπειράται να διαπράξει το αδίκημα κατά παράβαση του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη.
291. Όποιος διαρρήχνει οποιοδήποτε μέρος κτιρίου, εξωτερικό ή εσωτερικό ή ανοίγει με ξεκλείδωμα, έλξη, ώθηση, ανύψωση ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, θύρα, παράθυρο, παραθυρόφυλλο, πόρτα υπογείου ή άλλο πράγμα προορισμένο για το κλείσιμο ή για την κάλυψη ανοίγματος σε κάποιο κτίριο ή άνοιγμα που επιτρέπει τη δίοδο από ένα μέρος του κτιρίου σε άλλο, θεωρείται ότι διαρρήχνει το κτίριο.
Κάποιο πρόσωπο θεωρείται ότι εισέρχεται σε κτίριο αμέσως όταν οποιοδήποτε μέρος του σώματος του ή οποιοδήποτε μέρος οργάνου που χρησιμοποιείται από αυτό, βρίσκεται εντός του κτιρίου.
Εκείνος που επιτυγχάνει την είσοδο του σε κτίριο με τη χρήση απειλής για αυτό το σκοπό ή με τέχνασμα ή με τη συμπαιγνία μαζί με άλλο που βρίσκεται στο κτίριο ή αυτός που εισέρχεται από την καπνοδόχο ή από άλλη τρύπα του κτιρίου η οποία παραμένει μόνιμα ανοικτή για κάποιο αναγκαίο σκοπό, δεν προορίζεται όμως να χρησιμοποιείται συνήθως ως μέσο εισόδου, θεωρείται ότι διάρρηξε και ότι εισήλθε στο κτίριο.
292. Όποιος-
(α) διαρρήχνει και εισέρχεται σε κτίριο, αντίσκηνο ή σκάφος το οποίο χρησιμοποιείται ως κατοικία ανθρώπων ή σε κτίριο που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας, με σκοπό διάπραξης κακουργήματος σε αυτό ή
(β) αν εισέλθει σε κτίριο, αντίσκηνο ή σκάφος που χρησιμοποιείται ως κατοικία ανθρώπων ή σε κτίριο που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας, με σκοπό διάπραξης κακουργήματος σε αυτό ή αν διάπραξε κακούργημα σε οποιοδήποτε από τα πιο πάνω, διαρρήχνει αυτό και εξέρχεται από αυτό,
είναι ένοχος του κακουργήματος της διάρρηξης και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
Αν το ποινικό αδίκημα διαπράττεται κατά τη διάρκεια νύχτας, αυτό καλείται διάρρηξη κατά τη διάρκεια νύχτας, ο δε υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.
293. Όποιος εισέρχεται, ή βρίσκεται σε κτίριο, αντίσκηνο ή σκάφος που χρησιμοποιείται ως κατοικία ανθρώπων ή σε κτίριο που χρησιμοποιείται ως χώρος λατρείας, με σκοπό διάπραξης κακουργήματος σε αυτό, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
Αν το ποινικό αδίκημα διαπράττεται κατά τη διάρκεια νύχτας, ο υπαίτιος υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
294. Όποιος-
(α) διαρρήχνει και εισέρχεται σε σχολικό κτίριο, κατάστημα, αποθήκη, γραφείο ή λογιστήριο ή σε κτίριο που συνορεύει με κατοικία και που κατέχεται μαζί με αυτό όμως δεν αποτελεί τμήμα της και διαπράττει κάποιο κακούργημα σε αυτά ή
(β) αν διάπραξε κάποιο κακούργημα σε οποιοδήποτε από τα πιο πάνω αναφερόμενα, διαρρήχνει αυτό και εξέρχεται από αυτό,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
295. Όποιος διαρρήχνει και εισέρχεται σε σχολικό κτίριο, κατάστημα, αποθήκη, γραφείο ή λογιστήριο ή σε κτίριο που συνορεύει με κατοικία και που κατέχεται μαζί με αυτό, όμως δεν αποτελεί τμήμα της, με σκοπό διάπραξης κακουργήματος σε αυτό, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
296. Όποιος ενδέχεται να βρεθεί κάτω από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις, δηλαδή-
(α) οπλισμένος με επικίνδυνο ή επιθετικό όπλο ή όργανο με σκοπό διάρρηξης ή εισόδου σε κατοικία και διάπραξης κακουργήματος σε αυτή
(β) οπλισμένος όπως αναφέρθηκε πιο πάνω κατά την διάρκεια νύχτας, με σκοπό διάρρηξης ή εισόδου σε οποιοδήποτε κτίριο και διάπραξης κακουργήματος σε αυτό
(γ) έχει στην κατοχή του διαρρηκτικό όργανο κατά τη διάρκεια νύχτας, χωρίς νόμιμη δικαιολογία γι αυτό, της οποίας φέρει και το βάρος της απόδειξης
(δ) έχει στην κατοχή του τέτοιο όργανο κατά τη διάρκεια ημέρας με σκοπό διάπραξης κακουργήματος
(ε) έχει το πρόσωπο του καλυμμένο με προσωπίδα ή μαυρισμένο ή είναι με οποιοδήποτε άλλο τρόπο μεταμφιεσμένος, με σκοπό διάπραξης κακουργήματος
(στ) σε οποιοδήποτε κτίριο κατά τη διάρκεια νύχτας με σκοπό διάπραξης κακουργήματος σε αυτό ή
(ζ) σε οποιοδήποτε κτίριο κατά τη διάρκεια ημέρας με σκοπό διάπραξης κακουργήματος σε αυτό, αφού πάρει προφυλάξεις για την απόκρυψη της παρουσίας του,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται-
(i) σε περίπτωση καταδίκης δυνάμει της παραγράφου (α), (β), (γ), (ε) ή (στ) σε φυλάκιση πέντε χρόνων
(ii) σε περίπτωση καταδίκης δυνάμει της παραγράφου (δ) ή (ζ), σε φυλάκιση τριών χρόνων.
Αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε προηγουμένως για κακούργημα που αφορά περιουσία, αυτός υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
297. Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.
298. (1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
(2) Όποιος αποπειράται να διαπράξει το αδίκημα που ορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
299. Όποιος, με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, υποκινεί άλλο να εκτελέσει, εκδώσει, αποδεχτεί, οπισθογραφήσει, μεταβάλει ή καταστρέψει ολόκληρο ή μέρος, αξιόγραφο ή να γράψει, αποτυπώσει ή να επιθέσει όνομα ή σφραγίδα σε χαρτί ή περγαμηνή, με σκοπό όπως μετά από αυτό να καταστεί αυτό ή να μετατραπεί σε αξιόγραφο ή να τύχει της χρήσης ή της μεταχείρισης αξιογράφου, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
300. Όποιος με δόλιο τέχνασμα ή επινόημα αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο χρήματα ή αγαθά ή χρηματικό ποσό μεγαλύτερο από εκείνο το οποίο θα πληρωνόταν ή ποσότητα αγαθών μεγαλύτερη από εκείνη η οποία θα παραδιδόταν αν δεν χρησιμοποιείτο τέτοιο τέχνασμα ή επινόημα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
300Α.(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) Οργανώνει, διευθύνει, λειτουργεί ή προωθεί σχέδιο προώθησης πυραμίδας, ή
(β) παρακινεί ή αποπειράται να παρακινήσει άλλο πρόσωπο όπως συμμετάσχει σε σχέδιο προώθησης πυραμίδας, ή
(γ) παρά το ότι γνωρίζει ότι συγκεκριμένο σχέδιο αποτελεί σχέδιο προώθησης πυραμίδας συμμετέχει σ’ αυτό,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ (€200.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Για σκοπούς στοιχειοθέτησης του προβλεπόμενου στο εδάφιο (1) αδικήματος δεν λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο-
(α) Το προβλεπόμενο στο σχέδιο προώθησης πυραμίδας χρηματικό ποσό ή χρηματικά αποτιμώμενο είδος δόθηκε ή αναμένεται να δοθεί εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, ή
(β) το αντάλλαγμα θα εδίδετο ή δόθηκε εντός ή εκτός της Δημοκρατίας, ή
(γ) η όποια διευθέτηση ή συμφωνία για συμμετοχή σε σχέδιο προώθησης πυραμίδας έχει γίνει προφορικά ή εγγράφως.
(3)Σε περίπτωση κατά την οποία στο σχέδιο προώθησης πυραμίδας προβλέπεται η προμήθεια προϊόντος, κατά την ποινική διαδικασία που διεξάγεται αναφορικά με αδίκημα που διαπράττεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο η ευκαιρία για τη λήψη ανταλλάγματος προέρχεται κατά κύριο λόγο από την εισαγωγή νέων προσώπων στο σχέδιο, δύναται να ληφθούν υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:
(α) Η έμφαση η οποία δίδεται κατά την προώθηση του σχεδίου προώθησης πυραμίδας στην απόκτηση του προϊόντος, συγκρινόμενη με την έμφαση η οποία δίδεται στο αντάλλαγμα που προέρχεται από την εισαγωγή νέων προσώπων στο σχέδιο·
(β) κατά πόσο το χρηματικό ποσό ή χρηματικά αποτιμώμενο είδος που καταβλήθηκε ή θα καταβληθεί για το προϊόν, είναι εύλογο σε σχέση με την αξία του ίδιου ή παρόμοιου προϊόντος που διατίθεται αλλού:
(4) Σε περίπτωση που κατά την ποινική διαδικασία, η αλήθεια πραγματικών ισχυρισμών του κατηγορουμένου τίθεται υπό αμφισβήτηση και αυτός δεν αποδεικνύει, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι οι ισχυρισμοί του αυτοί είναι αληθείς, το Δικαστήριο δύναται να θεωρήσει τούτους ως αναληθείς.
(5) Συμφωνία μεταξύ προσώπου που προωθεί σχέδιο προώθησης πυραμίδας και άλλου προσώπου είναι άκυρη και χωρίς οποιαδήποτε έννομη συνέπεια στην έκταση που απαιτεί ή προβλέπει πληρωμή χρημάτων ή οποιουδήποτε χρηματικά αποτιμώμενου είδους.
(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου –
«σχέδιο προώθησης πυραμίδας» σημαίνει σχέδιο με βάση το οποίο πρόσωπο καταβάλλει χρηματικό ποσό ή χρηματικά αποτιμώμενο είδος για να έχει την ευκαιρία να λάβει αντάλλαγμα που κατά κύριο λόγο προέρχεται από την εισαγωγή νέων προσώπων στο σχέδιο, παρά από την παροχή ή κατανάλωση προϊόντος, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη πρόνοιας στο σχέδιο αυτό που προβλέπει την προμήθεια προϊόντος ή της λήψης ή μη ανταλλάγματος από το πιο πάνω πρόσωπο.
301. Όποιος-
(α) κατά τη σύναψη χρέους ή με την ανάληψη υποχρέωσης, εξασφαλίζει πίστωση με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση ή με άλλο δόλιο μέσο ή
(β) με σκοπό καταδολίευσης των πιστωτών του ή κάποιου από αυτούς, δωρίζει, παραδίδει ή μεταβιβάζει ή επιβαρύνει την περιουσία του ή προκαλεί τη διενέργεια οποιουδήποτε από αυτά ή
(γ) με σκοπό καταδολίευσης των πιστωτών του, αποκρύβει ή μετακινεί οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας του, μετά την έκδοση ή εντός των δύο μηνών των προηγούμενων από την έκδοση εναντίον του μη ικανοποιηθείσης δικαστικής απόφασης ή διάταγμα για πληρωμή χρημάτων,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
302. Όποιος συνωμοτεί με άλλο, όπως με απάτη ή με άλλο δόλιο μέσο, επηρεάσει την αγοραία τιμή πράγματος που πωλείται δημόσια, ή να καταδολιεύσει το κοινό ή οποιοδήποτε πρόσωπο, συγκεκριμένο ή όχι ή να αποσπάσει με εκβιασμό οποιαδήποτε περιουσία από άλλο πρόσωπο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
303. (1) Όποιος, είναι πωλητής περιουσίας ή ενυπόθηκος οφειλέτης, ή είναι δικηγόρος, ή αντιπρόσωπος αυτών, με σκοπό να υποκινήσει τον αγοραστή ή τον ενυπόθηκο δανειστή να αποδεχτεί τον τίτλο ο οποίος του προσφέρτηκε ή ο οποίος του προσκομίστηκε και με σκοπό καταδολίευσης-
(α) αποκρύβει από τον αγοραστή ή από τον ενυπόθηκο δανειστή ουσιώδες έγγραφο για τον τίτλο ή για οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος ή
(β) παραποιεί τη γενεαλογική καταγωγή από την οποία εξαρτάται ή δυνατόν να εξαρτηθεί ο τίτλος ή
(γ) προβαίνει σε ψευδή δήλωση ως προς τον τίτλο που προσφέρθηκε ή αποκρύβει ουσιώδες γεγονός το οποίο είναι σε συνάφεια με τον τίτλο,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τεσσάρων χρόνων.
(2) Πρόσωπο τεκμαίρεται ότι αποκρύβει ουσιώδες έγγραφο για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) ή ότι αποκρύβει ουσιώδες γεγονός στα πλαίσια της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) εάν παραλείψει να αναφέρει την ύπαρξη ουσιώδους εγγράφου για τον τίτλο ή το ιδιοκτησιακό καθεστώς ή ουσιώδους γεγονότος το οποίο είναι σε συνάφεια με τον τίτλο ή το ιδιοκτησιακό καθεστώς, αντίστοιχα.
(3) Όποιος αποπειράται να διαπράξει το αδίκημα που ορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
303 Α.-(1) Πρόσωπο το οποίο, με σκοπό καταδολίευσης, συναλλάττεται σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση εφτά χρόνων.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου πρόσωπο συναλλάττεται σε ακίνητη περιουσία όπου -
(α) πωλεί σε άλλο, ή ενοικιάζει σε άλλο, ή υποθηκεύει σε άλλο ή επιβαρύνει με οποιοδήποτε τρόπο, ή διαθέτει προς χρήση σε άλλο ακίνητη περιουσία, ή
(β) διαφημίζει ή άλλως πως προωθεί τη σε άλλο πώληση ή ενοικίαση ή υποθήκευση ή επιβάρυνση με οποιοδήποτε τρόπο ή την από άλλο χρήση ακίνητης περιουσίας, ή
(γ) συνάπτει συμφωνία για την πώληση σε άλλο, ή την ενοικίαση σε άλλο, ή την υποθήκευση σε άλλο, ή την επιβάρυνση με οποιοδήποτε τρόπο προς όφελος άλλου, ή τη χρήση από άλλον ακίνητης περιουσίας, ή
(δ) αποδέχεται την ακίνητη περιουσία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της συναλλαγής όπως αυτή ορίζεται στο παρόν εδάφιο.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, πρόσωπο ενεργεί με σκοπό καταδολίευσης εάν προβεί σε οποιαδήποτε από τις πράξεις που καθορίζονται στο εδάφιο (2) ενώ γνωρίζει ή, υπό τις περιστάσεις, έπρεπε εύλογα να γνωρίζει, ότι δεν έχει τη συγκατάθεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας, ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που έχει νόμιμη εξουσία παροχής τέτοιας συγκατάθεσης.
(4) H απόπειρα διάπραξης του αδικήματος που ορίζεται στo εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου συνιστά κακούργημα και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων.
(5) Το παρόν άρθρο ουδόλως επηρεάζει το δικαίωμα ιδιοκτήτη μεριδίου ή άλλου νομικού συμφέροντος σε ακίνητη περιουσία όπως συναλλάττεται σε σχέση με αυτό ως ο νόμος επιτρέπει.
(6) Οι διατάξεις του άρθρου 8 δεν εφαρμόζονται σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού.
304. Όποιος με κέρδος ή με αμοιβή παριστάνει τον εαυτό του ότι ασκεί ή χρησιμοποιεί κάθε είδους μαγεία, μαγγανεία, γοητεία ή εξορκισμό ή αναλαμβάνει να μαντεύσει την τύχη ή παριστάνει τον εαυτό του ότι με ή τη δεξιότητα ή τη γνώση του για κάποια απόκρυφη επιστήμη δυνατόν να αποκαλύψει τον τόπο ή τον τρόπο ανεύρεσης πράγματος που θεωρείται ότι κλάπηκε ή απωλέσθηκε, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
305. Όποιος εσκεμμένα εξασφαλίζει ή αποπειράται να εξασφαλίσει για τον εαυτό του ή άλλον, εγγραφή, άδεια ή πιστοποιητικό δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
305Α.-(1) Πρόσωπο που εκδίδει επιταγή η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία, κατά την οποία αυτή έχει καταστεί πληρωτέα, παρουσιάζεται στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε, δεν εξοφλείται, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της ή λόγω του ότι ο λογαριασμός του εκδότη ήταν κλειστός κατά το χρόνο της παρουσίασης της επιταγής, και παραμένει απλήρωτη για περίοδο δεκαπέντε (15) ημερών από την παρουσίασή της, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία, προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από το ίδιο, οποτεδήποτε πριν ή κατά την ημερομηνία που η επιταγή έχει καταστεί πληρωτέα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές:
(3) Σε περίπτωση επιστροφής απλήρωτης επιταγής, το πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου αυτή εκδόθηκε, οφείλει ενυπογράφως να σφραγίζει ή να σημειώνει σε αυτήν τον πραγματικό λόγο της μη πληρωμής της, δηλαδή αν η μη πληρωμή οφείλεται σε έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, κλείσιμο λογαριασμού ή εντολή μη πληρωμής, καθώς και την ημερομηνία παρουσίασής της προς πληρωμή, και η σφράγιση, καθώς και ο λόγος επιστροφής που σημειώνεται από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα επί της επιταγής, γίνεται αποδεκτή ως μαρτυρία ενώπιον δικαστηρίου:
(4)(α) Σε περίπτωση παρουσίασης επιταγής, η οποία παρουσιάσθηκε με ηλεκτρονικά μέσα, το πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου αυτή εκδόθηκε, οφείλει να παρέχει πληροφόρηση με ηλεκτρονικά μέσα στο πιστωτικό ίδρυμα, που έχει παρουσιάσει την επιταγή, για τον πραγματικό λόγο της μη πληρωμής της επιταγής, δηλαδή αν η μη πληρωμή οφείλεται σε έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων, κλείσιμο λογαριασμού ή εντολή μη πληρωμής, καθώς και για την ημερομηνία παρουσίασης της επιταγής προς πληρωμή.
(β) Κατά την παραλαβή της πληροφόρησης που αποστέλλεται δυνάμει της παραγράφου (α), το πιστωτικό ίδρυμα, που έχει παρουσιάσει την επιταγή, οφείλει ενυπογράφως να σφραγίζει ή να σημειώνει, στο πρωτότυπο της επιταγής, τον πραγματικό λόγο της μη πληρωμής της επιταγής, όπως αυτός περιέχεται στην πιο πάνω πληροφόρηση, καθώς και την ημερομηνία παρουσίασης της επιταγής προς πληρωμή.
(γ) Η σφράγιση και ο λόγος επιστροφής που σημειώνεται από το πιστωτικό ίδρυμα, που έχει παρουσιάσει την επιταγή, επί της επιταγής, γίνεται αποδεκτή ως μαρτυρία ενώπιον δικαστηρίου:
(5) Παράβαση των δυνάμει των εδαφίων (3) και (4) επιβαλλόμενων υποχρεώσεων από οποιοδήποτε λειτουργό ή υπάλληλο του πιστωτικού ιδρύματος, ο οποίος εξουσιοδότησε ή, εν γνώσει του, έχει επιτρέψει ή συνεργήσει στην παράβαση, εκτός εάν η παράβαση έγινε λόγω καλόπιστου λάθους, συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000,00) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(6) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις έκδοσης επιταγής, όταν αυτή εκδίδεται προς πληρωμή οφειλής που σχετίζεται με συναλλαγή ή πράξη, η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη ή σε οποιοδήποτε νόμο.
(7) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «πιστωτικό ίδρυμα», σημαίνει-
(α) τράπεζα, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο, ή
(β) συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, ή
(γ) οποιοδήποτε άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή οργανισμό που έχει συσταθεί με βάση οποιοδήποτε νόμο και εκδίδει βιβλιάρια επιταγών σε πελάτες του.
(8) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η παρουσίαση επιταγής περιλαμβάνει, τόσο τη φυσική παρουσίαση επιταγής, όσο και την παρουσίαση επιταγής με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με διαδικασίες που εγκρίνει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δυνάμει των εξουσιών που της χορηγούνται από το άρθρο 74Α του περί Συναλλαγματικών Νόμου.
- ΚΕΦ.154
- 36(I)/1997
- 37(I)/1999
- 129(I)/1999
- 25(I)/2003
- 70(I)/2008
306. Όποιος αποδέχεται ή κατακρατεί περιουσία, που γνωρίζει ότι αυτή εκλάπηκε ή αποκτήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο κάτω από περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου βαθμού (κακουργήματος ή πλημμελήματος) και υπόκειται-
(α) στην περίπτωση κακουργήματος, σε φυλάκιση πέντε χρόνων
(β) στην περίπτωση πλημμελήματος, σε φυλάκιση δύο χρόνων.
308. Αν τρίτο πρόσωπο αποκτήσει νόμιμο τίτλο σε πράγμα που αποκτήθηκε με οποιαδήποτε πράξη που συνιστά κακούργημα ή πλημμέλημα ή με πράξη που διενεργήθηκε εκτός της Δημοκρατίας, η οποία είναι ποινικό αδίκημα δυνάμει των νόμων του τόπου όπου διενεργήθηκε θα συνιστούσε όμως ποινικό αδίκημα αν διενεργόταν στη Δημοκρατία, οποιαδήποτε μεταγενέστερη αποδοχή αυτού δεν συνιστά ποινικό αδίκημα, αν και ο αποδέχτης γνωρίζει ότι το πράγμα αποκτήθηκε προηγουμένως με αυτό τον τρόπο.
309. Όποιος έχει στην κατοχή του κινητό, χρήματα, αξιόγραφο ή οποιαδήποτε άλλην περιουσία, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι είναι κλοπιμαία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι μηνών, εκτός αν αποδείξει με αυτό τον τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι απόκτησε νόμιμα την κατοχή τους.
310. Όποιος, είναι επίτροπος εμπιστεύματος οποιασδήποτε περιουσίας, καταστρέφει την περιουσία με σκοπό καταδολίευσης ή για τον ίδιο σκοπό διαθέτει αυτή σε χρήση που δεν είναι εξουσιοδοτημένη από το εμπίστευμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού ο όρος “επίτροποι εμπιστευμάτων” περιλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο τους ακόλουθους, δηλαδή-
(α) επίτροπους εμπιστευμάτων με ρητά εμπιστεύματα, που συστάθηκαν με συμβόλαιο, διαθήκη ή έγγραφο για δημόσιο, ιδιωτικό ή για κάποιο αγαθοεργό σκοπό
(β) επίτροπους εμπιστευμάτων που διορίστηκαν από ή δυνάμει νόμου για οποιοδήποτε τέτοιο σκοπό
(γ) πρόσωπο στο οποίο περιέρχονται τα καθήκοντα από οποιοδήποτε τέτοιο εμπίστευμα, όπως αναφέρεται πιο πάνω
(δ) εκτελεστές και διαχειριστές.
311. Όποιος-
(α) ενώ είναι διευθυντής ή αξιωματούχος οργανισμού ή εταιρείας, λαμβάνει ή κατέχει ως τέτοιος περιουσία του οργανισμού ή της εταιρείας με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ή για πληρωμή δικαιολογημένου χρέους ή απαίτησης και με σκοπό καταδολίευσης, παραλείπει να καταχωρίσει πλήρως και με ακρίβεια το γεγονός στα βιβλία και λογαριασμούς του οργανισμού ή της εταιρείας, ή να προκαλέσει ή να διατάξει τέτοια καταχώριση ή
(β) ενώ είναι διευθυντής, αξιωματούχος ή μέλος οργανισμού ή εταιρείας, με σκοπό καταδολίευσης, διαπράττει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις, δηλαδή-
(i) καταστρέφει, αλλοιώνει, ακρωτηριάζει ή παραποιεί βιβλίο, έγγραφο, αξιόγραφο ή λογαριασμό που ανήκει στον οργανισμό ή την εταιρεία ή οποιαδήποτε καταχώριση σε οποιοδήποτε τέτοιο βιβλίο, έγγραφο ή λογαριασμό ή έχει σχέση με οποιαδήποτε τέτοια πράξη ή
(ii) προβαίνει σε ψευδή καταχώριση σε οποιοδήποτε τέτοιο βιβλίο, έγγραφο ή λογαριασμό ή έχει σχέση με οποιαδήποτε τέτοια καταχώριση ή
(iii) παραλείπει να καταχωρίσει κάποιο ουσιώδες στοιχείο σε οποιοδήποτε τέτοιο βιβλίο, έγγραφο ή λογαριασμό, ή έχει σχέση με οποιαδήποτε τέτοια παράλειψη,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
312. Όποιος, ενώ είναι ιδρυτής, διευθυντής, αξιωματούχος ή ελεγκτής οργανισμού ή εταιρείας που έχουν συσταθεί ή που πρόκειται να συσταθούν, εκδίδει, κυκλοφορεί ή δημοσιεύει ή συμφωνεί στην έκδοση, κυκλοφορία ή δημοσίευση έγγραφης δήλωσης ή λογαριασμού, τα οποία, γνωρίζει ότι ως προς ουσιώδες στοιχείο είναι ψευδή, για τον ακόλουθο σκοπό, δηλαδή-
(α) να εξαπατήσει ή να καταδολιεύσει μέλος, μέτοχο ή πιστωτή, συγκεκριμένο ή όχι, του οργανισμού ή της εταιρείας ή
(β) να υποκινήσει οποιοδήποτε πρόσωπο, συγκεκριμένο ή όχι, να γίνει μέλος του οργανισμού ή της εταιρείας ή να εμπιστευτεί ή να προκαταβάλει οποιαδήποτε περιουσία στον οργανισμό ή στην εταιρεία ή να παρέχει οποιαδήποτε ασφάλεια σε όφελος τους,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
313. Όποιος, ενώ είναι γραμματέας ή υπηρέτης ή απασχολούμενος ή αν ενεργεί υπό την ιδιότητα γραμματέα ή υπηρέτη διαπράττει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις με σκοπό καταδολίευσης, δηλαδή-
(α) καταστρέφει, αλλοιώνει, ακρωτηριάζει ή παραποιεί βιβλίο, έγγραφο, αξιόγραφο ή λογαριασμό που ανήκουν ή είναι στην κατοχή του εργοδότη του ή οποιαδήποτε καταχώριση σε οποιοδήποτε τέτοιο βιβλίο, έγγραφο ή λογαριασμό ή έχει σχέση με οποιαδήποτε τέτοια πράξη ή
(β) προβαίνει σε ψευδή καταχώριση, σε οποιοδήποτε βιβλίο, έγγραφο ή λογαριασμό ή έχει σχέση με οποιαδήποτε τέτοια καταχώριση ή
(γ) παραλείπει να καταχωρίσει κάποιο ουσιώδες στοιχείο σε οποιοδήποτε τέτοιο βιβλίο, έγγραφο ή λογαριασμό ή έχει σχέση με οποιαδήποτε τέτοια παράλειψη,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
314. Όποιος, ενώ είναι λειτουργός επιφορτισμένος με την παραλαβή, φύλαξη ή διαχείριση οποιουδήποτε μέρους των δημοσίων προσόδων ή περιουσίας, γνωρίζει ότι δίνει ψευδή δήλωση ή απολογισμό για χρήματα ή περιουσία που λήφθηκαν από αυτόν ή που εμπιστεύθηκαν σε αυτόν ή για οποιοδήποτε υπόλοιπο χρημάτων ή περιουσίας που είναι στην κατοχή ή τον έλεγχο του, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
314Α.(1) Πρόσωπο το οποίο κατά την παροχή οποιουδήποτε δανείου, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, λαμβάνει, εισπράττει, χρεώνει, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον οικονομικό όφελος ή περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το επιτόκιο αναφοράς, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου «επιτόκιο αναφοράς» σημαίνει το μέσο όρο των ετήσιων επιτοκίων, συμπεριλαμβανομένων προμηθειών, επιβαρύνσεων ή οποιωνδήποτε εξόδων χρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα για καταναλωτικά δάνεια, αυξανόμενο κατά το ήμισυ, με ελάχιστη αύξηση πέντε ποσοστιαίες μονάδες και μέγιστη αύξηση μέχρι δέκα ποσοστιαίες μονάδες. Το επιτόκιο αναφοράς υπολογίζεται ανά τριμηνία από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, η οποία το δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
314Β.(1) Οι διατάξεις του άρθρου 314Α δεν εφαρμόζονται:
(α) σε πιστωτικά ιδρύματα,
(β) σε περίπτωση δανείου όπου ο δανειστής και ο χρεώστης είναι νομικά πρόσωπα τα οποία για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 33 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου θεωρούνται συνδεδεμένα πρόσωπα,
(γ) σε περίπτωση δανείου προς νομικό πρόσωπο όπου το κεφάλαιο από το οποίο παρέχεται το δάνειο προέρχεται άμεσα ή έμμεσα από το εξωτερικό, νοουμένου ότι το ποσό του δανείου υπερβαίνει το €1.000.000 και η ελάχιστη εκταμίευση είναι €500.000,
(δ) σε περίπτωση δανείου προς νομικό πρόσωπο που εκταμιεύεται στο εξωτερικό, νοουμένου ότι το ποσό του δανείου υπερβαίνει το €1.000.000 και η ελάχιστη εκταμίευση είναι €500.000.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος «πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο.
314Γ.(1) Πρόσωπο το οποίο, ενώ γνωρίζει την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία ή την ψυχική έξαψη άλλου, εκμεταλλεύεται την κατάσταση αυτή λαμβάνοντας, εισπράττοντας, χρεώνοντας, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν την αξία της δικής του παροχής, έτσι ώστε, ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις, να βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς αυτήν, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
(α) “ανάγκη” σημαίνει τη δύσκολη και πιεστική κατάσταση προσώπου όπου για να μην υποστεί σημαντική βλάβη στη ζωή, στην υγεία ή στην τιμή του πρέπει να αποκτήσει χρήματα·
(β) “πνευματική αδυναμία” σημαίνει την ελαττωμένη πνευματική ανάπτυξη προσώπου, η οποία δεν του επιτρέπει την κατανόηση των δυσμενών γι’ αυτό όρων της συναλλαγής· και
(γ) “ψυχική έξαψη” είναι η συναισθηματική ταραχή που εμποδίζει την πλήρη συνείδηση των δυσμενών όρων της συναλλαγής.
315. Όποιος εσκεμμένα και παράνομα θέτει φωτιά-
(α) σε οποιοδήποτε μηχανοκίνητο όχημα, κτίριο ή οικοδομή, αποπερατωμένο ή όχι ή
(β) σε οποιοδήποτε σκάφος, αποπερατωμένο ή όχι ή
(γ) σε δάσος το οποίο ανήκει σε ιδιώτες ή στην κυβέρνηση ή τελεί υπό την προστασία, τον έλεγχο ή τη διαχείριση της κυβέρνησης· ή
(δ) σε μεταλλείο ή στο χώρο εξόρυξης, στις εγκαταστάσεις ή συσκευές μεταλλείου,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων στην περίπτωση του κακουργήματος που προβλέπεται στις παραγράφους (α), (β) και (δ) και σε φυλάκιση είκοσι χρόνων στην περίπτωση του κακουργήματος που προβλέπεται στην παράγραφο (γ).
316. Όποιος-
(α) αποπειράται παράνομα να θέσει φωτιά σε οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα πράγματα στο άρθρο 315 ή
(β) εσκεμμένα και παράνομα θέτει φωτιά σε πράγμα που είναι τοποθετημένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνεται πιθανή η μετάδοση της φωτιάς από αυτό σε οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα πράγματα στο άρθρο 315,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων, εξαιρουμένης της περίπτωσης που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του άρθρου 315 για την οποία υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
317. Όποιος εσκεμμένα και παράνομα θέτει φωτιά-
(α) σε φυτεία δημητριακών, σιτηρών ή καλλιεργημένων φυτικών προϊόντων, κομμένων ή όχι ή
(β) σε φυτεία σανού ή χλόης υπό καλλιέργεια, φυτευμένα εκ φύσεως ή όχι, κομμένων ή όχι ή
(γ) σε δένδρα που δεν είναι κομμένα, δενδρύλια ή θάμνους, υπό καλλιέργεια φυτευμένα εκ φύσεως ή όχι
(δ) σε σωρό δημητριακών, σιτηρών, σανού, άχυρου ή καλλιεργημένων φυτικών προϊόντων ή ορυκτής ή φυτικής καύσιμης ύλης,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
318. Όποιος-
(α) αποπειράται παράνομα να θέσει φωτιά σε οποιαδήποτε από τα αναφερόμενα πράγματα στο άρθρο 317 ή
(β) εσκεμμένα και παράνομα θέτει φωτιά σε πράγμα που είναι τοποθετημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται πιθανή η μετάδοση της φωτιάς από αυτό σε οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα πράγματα στο άρθρο 317,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι χρόνων.
319. Όποιος εσκεμμένα και παράνομα θέτει φωτιά σε ύλη ή σε πράγμα που βρίσκεται εντός ή από κάτω ή που στηρίζεται σε οποιοδήποτε κτίριο, ανεξάρτητα αν προκαλείται πυρκαγιά στο κτίριο αυτό ή όχι, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
320. Όποιος αποπειράται παράνομα να θέσει φωτιά σε ύλη ή σε πράγμα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 319, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
321. Όποιος-
(α) εσκεμμένα και παράνομα προκαλεί το ναυάγιο ή καταστρέφει σκάφος, αποπερατωμένο ή όχι ή
(β) εσκεμμένα ή παράνομα διενεργεί πράξη που τείνει στην άμεση απώλεια ή την καταστροφή σκάφους σε κίνδυνο ή
(γ) με σκοπό να οδηγήσει σκάφος σε κίνδυνο, επεμβαίνει σε οποιοδήποτε φως, φάρο, σημαντήρα, σημείο ή σήμα που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς ναυσιπλοϊας ή επιδεικνύει απατηλό φως ή σήμα,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
322. Όποιος αποπειράται παράνομα να προκαλέσει το ναυάγιο σκάφους ή να το καταστρέψει, αποπερατωμένο ή όχι ή αποπειράται παράνομα να διενεργήσει πράξη που τείνει στην άμεση απώλεια ή την καταστροφή σκάφους σε κίνδυνο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
323. Αυτός που εσκεμμένα και παράνομα φονεύει, ακρωτηριάζει ή τραυματίζει ζώο που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος.
Προκειμένου για άλογο, φοράδα, μουνούχο, γαϊδούρι, μουλάρι, καμήλα, ταύρο, αγελάδα, βόδι, γίδα, χοίρο, κριάρι, αρνί, ευνουχισμένο κριάρι ή το νεογνό οποιουδήποτε τέτοιου ζώου, ο υπαίτιος είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
Σε κάθε άλλη περίπτωση ο υπαίτιος είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
324.-(1) Όποιος εσκεμμένα και παράνομα καταστρέφει ή προξενεί ζημιά σε περιουσία, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος, το οποίο εκτός αν προνοείται διαφορετικά είναι πλημμέλημα, αυτός αν δεν προβλέπεται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές:
Νοείται ότι οι διατάξεις του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε ποινική δίωξη που ασκείται δυνάμει του άρθρου αυτού, νοουμένου ότι ο κατηγορούμενος αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι η ισχυριζόμενη άσκηση ειλικρινούς αξίωσης δικαιώματος ήταν και εύλογη υπό τις περιστάσεις.
(2) Προκειμένου για αλώνι, γεωργική μηχανή, πηγάδι ή διάτρηση νερού ή του φράγματος, όχθης, τοιχώματος ή θύρας για πλήρωση δεξαμενής μύλου ή λίμνης ή για φυτεία καλλιεργημένων φυτικών προϊόντων, που είναι φυτευμένα, κομμένα ή όχι, ή δένδρα, δενδρύλια ή θάμνοι υπό καλλιέργεια ή γέφυρα, οδογέφυρα, υδραγωγείο ή υδατοδεξαμενή, ο υπαίτιος είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
(3) Προκειμένου για κατοικία ή σκάφος, αν η βλάβη προκαλείται από την έκρηξη εκρηκτικής ύλης, και αν-
(α) στην κατοικία ή στο σκάφος βρίσκεται οποιοδήποτε πρόσωπο, ή
(β) η καταστροφή ή η βλάβη θέτει πράγματι σε κίνδυνο τη ζωή οποιουδήποτε προσώπου,
ο υπαίτιος είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
(4) Προκειμένου για έγγραφο τελευταίας βούλησης, ανεξάρτητα αν ο διαθέτης ζει ή πέθανε ή για μητρώο ή αρχείο του οποίου η τήρηση εξουσιοδοτείται ή απαιτείται σύμφωνα με το νόμο για βεβαίωση ή καταχώριση του τίτλου από οποιαδήποτε περιουσία ή για καταχώριση γεννήσεων, βαπτίσεων, γάμων, θανάτων ή τάφων ή για αντίγραφο μέρους τέτοιου μητρώου ή αρχείου το οποίο απαιτείται σύμφωνα με το νόμο να αποσταλεί σε δημόσιο λειτουργό, ο υπαίτιος είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
(5) Προκειμένου για σκάφος που βρίσκεται σε κίνδυνο ή που ναυάγησε ή εξόκειλε ή ο,τιδήποτε που ανήκει σε τέτοιο σκάφος, ο υπαίτιος είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
(6) Προκειμένου για οποιοδήποτε μέρος σιδηροδρόμου ή έργου που σχετίζεται με σιδηρόδρομο, ο υπαίτιος είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
(7) Προκειμένου για έγγραφο που κατατέθηκε ή φυλάγεται σε δημόσιο γραφείο ή έγγραφο αποδεικτικού τίτλου ή άλλου δικαιώματος σε γη, ο υπαίτιος είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
325. Όποιος παράνομα και με σκοπό να καταστρέψει ή να προξενήσει ζημιά σε περιουσία, τοποθετεί εκρηκτική ύλη σε οποιοδήποτε χώρο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
326. Όποιος εσκεμμένα και παράνομα προκαλεί ή έχει σχέση με την πρόκληση ή αποπειράται να προκαλέσει τη διάδοση μολυσματικής νόσου σε ζώο ή μεταξύ ζώων τα οποία δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο κλοπής, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
327. Όποιος εσκεμμένα και παράνομα και με σκοπό καταδολίευσης, μετακινεί ή παραμορφώνει αντικείμενο ή σημείο που ανεγέρθηκε νόμιμα ή που κατασκευάστηκε για ένδειξη των ορίων οποιασδήποτε γης, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
328. Όποιος-
(α) εσκεμμένα μετακινεί, παραμορφώνει ή βλάπτει χωρομετρικό σημείο ή ορόσημο που κατασκευάστηκε ή ανεγέρθηκε από ή με εντολή Κυβερνητικού Τμήματος ή κατά τη διεξαγωγή ή για τους σκοπούς Κυβερνητικής χωρομέτρησης ή
(β) έχει υποχρέωση να επισκευάζει ορόσημο που κατασκευάστηκε ή που ανεγέρθηκε όπως αναφέρεται στα πιο πάνω, παραλείπει ή αρνείται να το επισκευάσει ή
(γ) εσκεμμένα μετακινεί, παραμορφώνει ή βλάπτει σημείο που ανεγέρθηκε από πρόσωπο που προτίθεται να υποβάλει αίτηση για οποιαδήποτε εκμίσθωση, άδεια ή δικαίωμα δυνάμει οποιουδήποτε νόμου που αφορά μεταλλεία ή ορυκτά,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών ακόμη δε δύναται να διαταχτεί από το Δικαστήριο να πληρώσει τα έξοδα επισκευής ή αντικατάστασης του χωρομετρικού σημείου ή ορόσημου και οποιασδήποτε χωρομέτρησης που είναι αναγκαία από την πράξη ή την παράλειψη του υπαίτιου.
329. Όποιος-
(α) εσκεμμένα προξενεί ζημιά ή βλάβη ή παρεμποδίζει, οποιοδήποτε έργο, δίοδο, οδό, κτίριο, περιστροφική ή άλλη πύλη, φράγμα διοδίων, φράκτη, ζυγιστική μηχανή, μηχανή, εφοδιοφόρο, άμαξα, βαγόνι, άμαξα φορτίου, υλικό ή εγκαταστάσεις, που αποκτήθηκαν για σιδηροδρομικά έργα ή που ανήκουν σε αυτά ή
(β) εκριζώνει, μετακινεί, παραμορφώνει ή καταστρέφει ή με οποιοδήποτε τρόπο επεμβαίνει σε στύλο, πάσσαλο, σημαία, σφηνίσκο, γραμμή, σημείο ή ο,τιδήποτε που είναι μπηγμένο εντός ή είναι τοποθετημένο στο έδαφος, δένδρο, λίθο ή κτίριο ή οποιοδήποτε άλλο υλικό, που ανήκει σε σιδηροδρομικά έργα ή
(γ) προκαλεί οποιαδήποτε οχληρία ή εισέρχεται παράνομα σε γη, κτίρια ή υποστατικά που αποκτήθηκαν για σιδηροδρομικά έργα ή που ανήκουν σε αυτά ή
(δ) εσκεμμένα ενοχλεί, παρεμποδίζει ή εμποδίζει τον υπεύθυνο σιδηρόδρομου ή τους βοηθούς του ή εργάτες κατά την εκτέλεση της εργασίας που διεξάχθηκε ή που θα διεξαχθεί αναφορικά με την κατασκευή ή τη συντήρηση οποιουδήποτε τέτοιου σιδηρόδρομου, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών.
330. Όποιος, ενώ γνωρίζει το περιεχόμενο του, αποστέλλει, παραδίδει, θέτει σε κυκλοφορία ή άμεσα ή έμμεσα συντελεί στο να ληφθεί οποιαδήποτε επιστολή ή γραπτό που απειλεί να κάψει ή να καταστρέψει κατοικία σιτοβολώνα ή άλλα κτίρια ή θυμωνιά ή σωρό σιτηρών, σανού, άχυρου ή άλλο γεωργικό προϊόν, είτε εντός ή κάτω από το κτίριο είτε όχι, ή πλοίο ή σκάφος ή που απειλεί να φονεύσει, να ακρωτηριάσει ή να τραυματίσει οποιαδήποτε ζώα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
331. Πλαστογραφία είναι ο καταρτισμός πλαστού έγγραφου με σκοπό καταδολίευσης.
332. Ο όρος έγγραφο στο Μέρος αυτό δεν περιλαμβάνει εμπορικό σήμα ή οποιοδήποτε άλλο σήμα που χρησιμοποιείται σε συνάφεια με εμπορικά είδη και αν ακόμη αυτό είναι γραπτό ή εκτυπωμένο.
333. Καταρτίζει πλαστό έγγραφο όποιος-
(α) καταρτίζει έγγραφο που εμφανίζεται ως να μην είναι στην πραγματικότητα
(β) αλλοιώνει έγγραφο χωρίς εξουσία κατά τέτοιο τρόπο ώστε αν η αλλοίωση είχε εξουσιοδοτηθεί, αυτή θα μετέβαλλε τις συνέπειες του εγγράφου
(γ) κατά τη σύνταξη του εγγράφου, εισάγει κάτι σε αυτό χωρίς εξουσία το οποίο, αν εισαγόταν κατόπιν εξουσίας θα μετέβαλλε τις συνέπειες του εγγράφου
(δ) υπογράφει έγγραφο-
(i) με το όνομα άλλου χωρίς την εξουσιοδότηση του, ανεξάρτητα αν το όνομα αυτό είναι το ίδιο με εκείνο που υπογράφει αυτός ή όχι
(ii) με το όνομα φανταστικού προσώπου που προβάλλεται ότι υπάρχει, ανεξάρτητα αν το φανταστικό πρόσωπο προβάλλεται ή όχι, ότι έχει το ίδιο όνομα με εκείνο που υπογράφει ή
(iii) με όνομα παριστάμενου ότι ανήκει σε πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που υπογράφει και που σκοπεύεται να θεωρηθεί ότι είναι το όνομα του εν λόγω προσώπου
(iv) με το όνομα προσώπου, πλαστοπροσωπουμένου από εκείνο που υπογράφει το έγγραφο, νοουμένου ότι οι συνέπειες του εγγράφου εξαρτώνται από την ταύτιση εκείνου του προσώπου που υπογράφει το έγγραφο με το πρόσωπο το οποίο αυτός ισχυρίζεται ότι είναι.
334. Πρόθεση καταδολίευσης τεκμαίρεται, αν φαίνεται ότι κατά το χρόνο όταν καταρτίστηκε το πλαστό έγγραφο υπήρχε συγκεκριμένο πρόσωπο, εξακριβωμένο ή όχι, που δύναται να καταδολιευθεί με το έγγραφο, και το τεκμήριο αυτό δεν ανατρέπεται με την απόδειξη ότι ο υπαίτιος έλαβε ή προετίθετο να λάβει μέτρα για να αποτρέψει την καταδολίευση στην πράξη τέτοιου προσώπου, ή για το γεγονός ότι ο υπαίτιος είχε ή νόμιζε ότι είχε δικαίωμα στο πράγμα που θα αποκτώταν με το πλαστό έγγραφο.
335. Όποιος πλαστογραφεί έγγραφο είναι ένοχος ποινικού αδικήματος το οποίο, εκτός αν προνοείται διαφορετικά, είναι κακούργημα, αυτός δε υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων, εκτός αν λόγω των περιστατικών της πλαστογραφίας ή της φύσης του πλαστογραφημένου, προβλέπεται κάποια άλλη ποινή.
336. Όποιος πλαστογραφεί διαθήκη, έγγραφο τίτλου γης, δικαστικό πρακτικό, πληρεξούσιο έγγραφο, τραπεζογραμμάτιο, συναλλαγματική, γραμμάτιο εις διαταγή ή άλλο διαπραγματεύσιμο έγγραφο, ασφαλιστήριο, τραπεζιτική επιταγή ή άλλη εξουσιοδότηση πληρωμής χρημάτων από πρόσωπο που διεξάγει εργασία ως τραπεζίτης, περιλαμβανομένης πιστωτικής κάρτας, υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.
337. Όποιος πλαστογραφεί δικαστικό ή επίσημο έγγραφο, υπόκειται σε φυλάκιση δέκα χρόνων.
338. Όποιος-
(α) πλαστογραφεί χαρτόσημο, σφραγιστό ή κινητό που χρησιμοποιείται για σκοπούς προσόδων από οποιαδήποτε Κυβέρνηση ή
(β) χωρίς νόμιμη δικαιολογία (της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης) κατασκευάζει ή γνωρίζει ότι έχει στην κατοχή του βαφή ή όργανο που δύναται να χρησιμοποιηθεί για την αποτύπωση τέτοιου χαρτοσήμου ή
(γ) με δόλιο τρόπο κόβει, σχίζει με οποιοδήποτε τρόπο ή αποσπά από οποιοδήποτε πράγμα χαρτόσημο που χρησιμοποιείται για σκοπούς προσόδων από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας με σκοπό άλλης χρήσης αυτού ή μέρους του ή
(δ) με δόλιο τρόπο ακρωτηριάζει τέτοιο χαρτόσημο όπως αναφέρονται στα αμέσως πιο πάνω, με σκοπό άλλης χρήσης του ή
(ε) με δόλιο τρόπο βάζει ή τοποθετεί σε οποιοδήποτε πράγμα ή σε τέτοιο χαρτόσημο όπως αναφέρονται στα αμέσως πιο πάνω, χαρτόσημο ή μέρος του, το οποίο δόλια ή όχι κόπηκε, σχίστηκε ή με άλλο τρόπο αποσπάστηκε από οποιοδήποτε άλλο πράγμα ή άλλο χαρτόσημο ή
(στ) με δόλιο τρόπο απαλείφει ή με άλλο τρόπο, είτε πραγματικά είτε προφανώς, αφαιρεί από χαρτοσημασμένο πράγμα όνομα, ποσό, ημερομηνία ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή πράγμα που είναι γραμμένο σε αυτό, με σκοπό άλλης χρήσης του χαρτοσήμου σε τέτοιο πράγμα ή
(ζ) σε γνώση του και χωρίς νόμιμη δικαιολογία (της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης) έχει στην κατοχή του χαρτόσημο ή μέρος του το οποίο αποκόπηκε δόλια, σχίστηκε ή αποσπάστηκε με άλλο τρόπο από οποιοδήποτε πράγμα ή χαρτόσημο το οποίο δόλια ακρωτηριάστηκε ή χαρτοσημασμένο πράγμα από το οποίο απαλείφτηκε δόλια ή με άλλο τρόπο, πραγματικά ή προφανώς, αφαιρέθηκε οποιοδήποτε όνομα, ποσό, ημερομηνία ή άλλο στοιχείο ή πράγμα,
υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
339. Όποιος γνωρίζει και θέτει με δόλιο τρόπο σε κυκλοφορία πλαστό έγγραφο, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν είχε πλαστογραφήσει το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος.
340. Όποιος γνωρίζει ότι θέτει σε κυκλοφορία αντί του εγγράφου που υπάρχει και ισχύει, θέτει οποιοδήποτε έγγραφο του οποίου η ανάκληση, ακύρωση ή αναστολή διατάχθηκε δυνάμει νόμιμης εξουσίας ή του οποίου η ισχύς έπαψε λόγω παρέλευσης χρόνου, ή λόγω θανάτου ή κάποιου άλλου γεγονότος είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν είχε πλαστογραφήσει το έγγραφο.
341. Όποιος με ψευδείς και δόλιες παραστάσεις ως προς το χαρακτήρα, το περιεχόμενο ή την ισχύ εγγράφου, προκαλεί άλλο να υπογράψει ή να εκτελέσει το έγγραφο, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν είχε πλαστογραφήσει το έγγραφο.
342. Όποιος με σκοπό καταδολίευσης-
(α) εξαλείφει, αλλοιώνει ή προσθέτει στη διγράμμιση τραπεζιτικής επιταγής ή
(β) γνωρίζει ότι θέτει σε κυκλοφορία δίγραμμη τραπεζιτική επιταγή της οποίας εξαλείφτηκε η διγράμμιση, έτυχε προσθήκης ή αλλοιώθηκε,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
343. Όποιος, με σκοπό καταδολίευσης-
(α) χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία, καταρτίζει, υπογράφει ή εκτελεί εκ μέρους, στο όνομα, ή για λογαριασμό άλλου, είτε με εξουσιοδότηση είτε με άλλο τρόπο, οποιοδήποτε έγγραφο ή γραπτό ή
(β) εν γνώσει θέτει σε κυκλοφορία οποιοδήποτε έγγραφο ή γραπτό που με τον πιο πάνω τρόπο καταρτίστηκε, υπογράφτηκε ή εκτελέστηκε από άλλο,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
344. Όποιος εξασφαλίζει την παράδοση ή πληρωμή για τον εαυτό του ή για άλλον, περιουσία ή χρήματα δυνάμει επικύρωσης διαθήκης ή εγγράφων διορισμού διαχειριστή κληρονομιάς, τα οποία εχορηγήθηκαν με βάση πλαστογραφημένου εγγράφου τελευταίας βούλησης, ο οποίος γνωρίζει ότι τέτοιο έγγραφο είναι πλαστογραφημένο ή με βάση ή δυνάμει επικύρωσης διαθήκης ή εγγράφων διορισμού διαχειριστή κληρονομιάς τα οποία εξασφαλίστηκαν βάσει ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, γνωρίζει ότι η χορήγηση επιτεύχθηκε με αυτό τον τρόπο είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, ωσάν είχε πλαστογραφήσει το έγγραφο ή το πράγμα δυνάμει του οποίου εξασφάλισε την παράδοση ή πληρωμή.
345. Όποιος χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης, αγοράζει ή λαμβάνει από άλλο ή έχει στην κατοχή του πλαστογραφημένο τραπεζογραμμάτιο, συμπληρωμένο ή όχι, γνωρίζει ότι αυτό είναι πλαστογραφημένο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
346. Όποιος είναι δημόσιος λειτουργός, γνωρίζει και με σκοπό καταδολίευσης, εκδίδει ή παραδίδει σε άλλο ένταλμα πληρωμής χρημάτων που πρέπει να πληρωθούν στη δημόσια εξουσία για ποσό μεγαλύτερο ή μικρότερο από εκείνο στο οποίο δικαιούται το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου εκδίδεται το ένταλμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
347. Όποιος, έχει την πραγματική φύλαξη μητρώου ή αρχείου, τηρουμένων δυνάμει νόμιμης εξουσίας, γνωρίζει ότι επιτρέπει καταχώριση η οποία, αναφορικά με κάποιο ουσιώδες στοιχείο γνωρίζει ότι είναι ψευδής, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
348. Στα άρθρα 348 μέχρι 356 (περιλαμβανομένων και των δύο)-
ο όρος “που κυκλοφορεί” σε σχέση με νόμισμα σημαίνει αυτό που χρησιμοποιείται νόμιμα ως χρήμα στη Δημοκρατία ή
ο όρος “παραχαραγμένο” σημαίνει νόμισμα όχι γνήσιο αλλά παρόμοιο ή προφανώς που σκοπεύεται να παρομοιάζει ή θεωρείται ότι είναι γνήσιο νόμισμα και περιλαμβάνει γνήσιο νόμισμα που παρασκευάστηκε ή αλλοιώθηκε ώστε να θεωρείται ότι είναι γνήσιο ανώτερης αξίας.
349. Όποιος κατασκευάζει ή αρχίζει να κατασκευάζει παραχαραγμένο νόμισμα, είναι ένοχος κακουργήματος.
Αν το ποινικό αδίκημα διαπράχτηκε σε σχέση με το νόμισμα που κυκλοφορεί αυτός υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
Αν το ποινικό αδίκημα διαπράττεται σε σχέση με νόμισμα ξένου Ηγεμόνα ή Κράτους, αυτός υπόκειται στη φυλάκιση επτά χρόνων.
350. Όποιος-
(α) επιχρυσώνει ή επαργυρώνει τεμάχιο μετάλλου οποιουδήποτε μεγέθους ή σχήματος κατάλληλου για νομισματοκοπία, με σκοπό να κοπεί παραχαραγμένο χρυσό ή αργυρό νόμισμα ή
(β) προσδίνει σε τεμάχιο μετάλλου οποιοδήποτε κατάλληλο μέγεθος ή σχήμα για να κοπεί με ευχέρεια από αυτό παραχαραγμένο νόμισμα, με σκοπό να κατασκευαστεί από αυτό τέτοιο νόμισμα ή
(γ) χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία (της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης)-
(i) αγοράζει, πωλεί, παραλαμβάνει, πληρώνει ή διαθέτει παραχαραγμένο νόμισμα σε τιμή χαμηλότερη από την υποδηλούμενη από αυτό ή προφανώς που σκοπεύεται να υποδηλωθεί ή προσφέρεται να διαπράξει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω πράξεις ή
(ii) φέρνει ή παραλαμβάνει στη Δημοκρατία παραχαραγμένο νόμισμα, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι παραχαραγμένο ή
(iii) κατασκευάζει ή επισκευάζει ή αρχίζει ή προπαρασκευάζει την κατασκευή ή επισκευή, ή έχει στην κατοχή του ή διαθέτει σφραγίδα ή καλούπι το οποίο είναι διασκευασμένο ώστε να κάνει το ομοίωμα και των δύο ή καθεμιάς ή μέρος της καθεμιάς από τις πλευρές του νομίσματος, γνωρίζοντας ότι η σφραγίδα ή το καλούπι είναι τέτοιο ή διασκευασμένο με αυτό τον τρόπο ή
(iv) κατασκευάζει ή επισκευάζει ή αρχίζει ή προπαρασκευάζει την κατασκευή ή επισκευή ή έχει στην κατοχή του ή διαθέτει εργαλείο, όργανο ή μηχάνημα, το οποίο είναι διασκευασμένο και σκοπεύεται να χρησιμοποιηθεί για τη σήμανση της εξωτερικής περιφέρειας νομίσματος με σημεία ή σχήματα τα οποία προσομοιάζουν προφανώς με την εξωτερική περιφέρεια οποιουδήποτε νομίσματος, γνωρίζοντας ότι είναι διασκευασμένα και προορισμένα με αυτό τον τρόπο
(v) κατασκευάζει ή επισκευάζει ή αρχίζει ή προπαρασκευάζει την κατασκευή ή επισκευή ή έχει στην κατοχή του ή διαθέτει νομισματοκοπικό πιεστήριο ή εργαλείο, όργανο ή μηχάνημα που είναι διασκευασμένο για την κοπή στρογγύλων τεμαχίων από λωρίδες χρυσού, αργυρού ή άλλου μετάλλου, γνωρίζοντας ότι τέτοιο πιεστήριο, εργαλείο, ή μηχάνημα χρησιμοποιήθηκε ή σκοπεύεται να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή παραχαραγμένων νομισμάτων,
είναι ένοχος κακουργήματος.
Αν το ποινικό αδίκημα διαπράττεται σε σχέση με νόμισμα που κυκλοφορεί αυτός υπόκειται στην ποινή της φυλάκισης διά βίου.
Αν το ποινικό αδίκημα διαπράττεται σε σχέση με νόμισμα ξένου Ηγεμόνα, ή Κράτους, αυτός υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
351. Όποιος, χειρίζεται χρυσό ή αργυρό νόμισμα που κυκλοφορεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να ελαττώνεται το βάρος του, με σκοπό αφού τύχει τέτοιου χειρισμού, να είναι δυνατόν να θεωρηθεί αυτό ότι είναι το χρυσό ή το αργυρό που κυκλοφορεί, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
352. Όποιος, παράνομα έχει στην κατοχή του ή διαθέτει ρινίσματα ή αποκόμματα χρυσού ή αργυρού ή χρυσό ή αργυρό υπό τη μορφή ράβδων, σκόνης, διάλυσης ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή, που προήλθαν από το χειρισμό του χρυσού ή του αργυρού που κυκλοφορεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαττώνεται το βάρος του, γνωρίζοντας ότι αυτά προήλθαν με αυτό τον τρόπο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα επτά χρόνια.
353. Όποιος θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο νόμισμα, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι παραχαραγμένο, είναι ένοχος πλημμελήματος.
Αν το ποινικό αδίκημα διαπράττεται σε σχέση με το νόμισμα που κυκλοφορεί, αυτός υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων.
Αν το ποινικό αδίκημα διαπράττεται σε σχέση με νόμισμα ξένου Ηγεμόνα ή Κράτους, αυτός υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
354. Όποιος-
(α) θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο νόμισμα που κυκλοφορεί γνωρίζοντας ότι αυτό είναι παραχαραγμένο, κατά το χρόνο που διαπράττει με αυτό τον τρόπο, έχει στην κατοχή του οποιοδήποτε άλλο παραχαραγμένο νόμισμα που κυκλοφορεί ή
(β) θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο νόμισμα που κυκλοφορεί γνωρίζοντας ότι αυτό είναι παραχαραγμένο και είτε κατά την ίδια ημέρα είτε σε οποιαδήποτε από τις αμέσως επόμενες δέκα μέρες, θέτει σε κυκλοφορία οποιοδήποτε άλλο παραχαραγμένο νόμισμα που κυκλοφορεί γνωρίζοντας ότι αυτό είναι παραχαραγμένο ή
(γ) έχει στην κατοχή του τρία ή περισσότερα τεμάχια παραχαραγμένου νομίσματος που κυκλοφορεί, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι παραχαραγμένα και με σκοπό να θέσει οποιοδήποτε από αυτά σε κυκλοφορία,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.
355. Όποιος, με σκοπό καταδολίευσης, θέτει σε κυκλοφορία ως νόμισμα που κυκλοφορεί-
(α) νόμισμα το οποίο δεν κυκλοφορεί ή
(β) μέταλλο ή τεμάχιο μετάλλου με τη μορφή νομίσματος ή όχι, που έχει αξία κατώτερη του νομίσματος που κυκλοφορεί για το οποίο αυτό τίθεται σε κυκλοφορία,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
356. Όποιος, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία, της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης, εξάγει από τη Δημοκρατία ή τοποθετεί σε σκάφος ή σε οποιοδήποτε όχημα για το σκοπό εξαγωγής του από τη Δημοκρατία, οποιοδήποτε παραχαραγμένο νόμισμα, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι παραχαραγμένο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση διά βίου.
357. Όποιος, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία, της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης-
(α) κατασκευάζει, ή επισκευάζει ή αρχίζει ή προπαρασκευάζει την κατασκευή ή την επισκευή ή τη χρήση ή γνωρίζει ότι έχει στην κατοχή του ή διαθέτει, βαφή, πλάκα ή όργανο, κατάλληλα να δημιουργήσουν αποτύπωμα που προσομοιάζει με αυτό που δημιουργήθηκε με βαφή, πλάκα ή όργανο, που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ενσήμου, σφραγιστού ή κινητού που χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς δημοσίων προσόδων ή του Τμήματος Ταχυδρομείων ή Τηλεγραφείων στη Δημοκρατία ή σε ξένη χώρα ή κατάλληλα να παράξουν εντός ή σε χαρτί λέξεις, αριθμούς ή σχήματα, γράμματα, σημεία ή γραμμές που προσομοιάζουν με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν εντός ή σε χαρτί που παρέχεται ειδικά για οποιοδήποτε τέτοιο σκοπό από την αρμόδια αρχή ή
(β) γνωρίζει ότι έχει στην κατοχή του ή διαθέτει χαρτί ή άλλο υλικό τα οποία έχουν σε αυτά τα αποτυπώματα τέτοιας βαφής, πλάκας, ή οργάνου ή χαρτί που έχει πάνω ή εντός του τέτοιες λέξεις, αριθμούς ή σχήματα, γράμματα, σημεία ή γραμμές όπως αναφέρεται πιο πάνω,
είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
358. Όποιος, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης-
(α) κατασκευάζει ή αρχίζει ή προπαρασκευάζει την κατασκευή ή χρησιμοποιεί για ταχυδρομικούς σκοπούς ή έχει στην κατοχή του ή διαθέτει απομίμηση ή παράσταση σε χαρτί ή άλλο υλικό, οποιουδήποτε ενσήμου που χρησιμοποιείται ως δηλωτικό οποιουδήποτε ποσού ταχυδρομικού τέλους της Δημοκρατίας ή κάποιας ξένης χώρας ή
(β) κατασκευάζει ή επισκευάζει ή αρχίζει ή προπαρασκευάζει την κατασκευή ή επισκευή ή χρησιμοποιεί ή έχει στην κατοχή του ή διαθέτει, βαφή, πλάκα, όργανο ή υλικό για την κατασκευή τέτοιας απομίμησης ή παράστασης,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου ή σε χρηματική ποινή χίλιων λιρών τα γραμματόσημα, ένσημα καθώς και κάθε άλλο τέτοιο πράγμα όπως αναφέρονται πιο πάνω, τα οποία δυνατόν να ανευρεθούν στην κατοχή του, κατάσχονται.
Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, το οποίο φέρεται επίσημα ως δηλωτικό ποσό ταχυδρομικού τίτλους οποιασδήποτε χώρας, θεωρείται ότι χρησιμοποιείται επίσημα για ταχυδρομικούς σκοπούς στη χώρα αυτή μέχρι απόδειξης του αντιθέτου.
359. Όποιος, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία, της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης-
(α) κατασκευάζει ή επισκευάζει ή αρχίζει ή προπαρασκευάζει την κατασκευή ή επισκευή ή γνωρίζει ότι έχει στην κατοχή του ή διαθέτει πλάκα ή όργανο, κατάλληλα να δημιουργήσουν αποτύπωμα που προσομοιάζει με αυτό που δημιουργήθηκε από την πλάκα ή όργανο που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή σφραγίδας, σφραγιστής ή κινητής, που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της δημόσιας υπηρεσίας ή από τον εκάστοτε κοινοτάρχη χωριού, δημοτική αρχή, πιστοποιούντα υπάλληλο ή από οποιοδήποτε πρόσωπο που είναι διορισμένο κανονικά σύμφωνα με το νόμο να χρησιμοποιεί σφραγίδα, ή κατάλληλα να παράξουν εντός ή σε χαρτί λέξεις, αριθμούς ή σχήματα, γράμματα, σημεία ή γραμμές, που προσομοιάζουν με αυτά που χρησιμοποιούνται εντός ή σε χαρτί που παρέχεται ειδικά με οποιοδήποτε τέτοιο σκοπό από την αρμόδια αρχή ή
(β) γνωρίζει ότι έχει στην κατοχή του ή διαθέτει χαρτί ή άλλο υλικό τα οποία έχουν σε αυτά το αποτύπωμα τέτοιας πλάκας ή οργάνου ή χαρτί που έχει πάνω ή σε αυτό τέτοιες λέξεις, αριθμούς ή σχήματα, γράμματα, σημεία ή γραμμές όπως αναφέρεται πιο πάνω,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου ή σε χρηματική ποινή χίλιων λιρών.
360. Όποιος, με σκοπό καταδολίευσης οποιουδήποτε προσώπου, παριστάνει τον εαυτό του ψευδώς ότι είναι άλλο πρόσωπο, ζωντανό ή πεθαμένο, είναι ένοχος πλημμελήματος.
Αν η παράσταση συνίσταται στο ότι ο υπαίτιος είναι πρόσωπο που δικαιούται από διαθήκη ή από το νόμο συγκεκριμένη περιουσία και αυτός διαπράττει το ποινικό αδίκημα για εξασφάλιση τέτοιας περιουσίας ή κατοχής της, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
361. Όποιος, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία (της οποίας έχει και το βάρος της απόδειξης), προβαίνει σε αναγνώριση οποιουδήποτε είδους υποχρέωσης, ή σε αναγνώριση οποιουδήποτε εγγράφου, εν ονόματι άλλου προσώπου, ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστήριου ή προσώπου που είναι νόμιμα εξουσιοδοτημένο να δέχεται τέτοια αναγνώριση, είναι ένοχος πλημμελήματος.
362. Όποιος θέτει σε κυκλοφορία έγγραφο που εκδόθηκε σε άλλο πρόσωπο, δυνάμει νόμιμης εξουσίας, και το οποίο πιστοποιά ότι το πρόσωπο αυτό κατέχει τα αναγνωρισμένα προσόντα σύμφωνα με το νόμο για οποιοδήποτε σκοπό ή ότι κατέχει οποιοδήποτε αξίωμα ή ότι δικαιούται να εξασκεί κάποιο επάγγελμα επιτήδευμα ή επιχείριση ή ότι έχει οποιοδήποτε δικαίωμα ή προνόμιο ή ότι απολαύει οποιοδήποτε βαθμό ή θέση και παριστάνει τον εαυτό του ψευδώς ότι είναι το κατονομαζόμενο πρόσωπο στο έγγραφο, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή ωσάν να είχε πλαστογραφήσει το έγγραφο.
363. Όποιος, είναι πρόσωπο στο οποίο εκδόθηκε δυνάμει νόμιμης εξουσίας έγγραφο που πιστοποιά ότι αυτός κατέχει τα αναγνωρισμένα προσόντα σύμφωνα με το νόμο για οποιοδήποτε σκοπό ή ότι κατέχει οποιοδήποτε αξίωμα ή ότι δικαιούται να εξασκεί κάποιο επάγγελμα, επιτήδευμα ή επιχείρηση ή ότι έχει οποιοδήποτε δικαίωμα ή προνόμιο ή ότι απολαύει οποιοδήποτε βαθμό ή θέση, πωλεί, δίνει ή δανείζει το έγγραφο σε άλλο πρόσωπο, με σκοπό όπως το άλλο πρόσωπο να παραστήσει τον εαυτό του ότι είναι το κατονομαζόμενο πρόσωπο στο έγγραφο, είναι ένοχος πλημμελήματος.
364. Όποιος, με σκοπό την εξασφάλιση εργασίας, θέτει σε κυκλοφορία έγγραφο που έχει πιστοποιητικό χαρακτήρα, αν δοθεί σε άλλο, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου.
365. Όποιος, ενώ είναι πρόσωπο στο οποίο εδόθηκε έγγραφο όπως αναφέρεται στο άρθρο 364, δίνει, πωλεί ή δανείζει αυτό σε άλλο πρόσωπο, με σκοπό όπως το άλλο πρόσωπο να θέσει σε κυκλοφορία το έγγραφο αυτό για το σκοπό εξασφάλισης εργασίας, είναι ένοχος πλημμελήματος.
366. Όποιος προτίθεται να διαπράξει ποινικό αδίκημα, αρχίζει να θέτει την πρόθεση του σε εφαρμογή με μέσα που είναι πρόσφορα για την πραγμάτωση της και φανερώνει τέτοια πρόθεση με κάποια έκδηλη πράξη, αλλά δεν πραγματώνει την πρόθεση του σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαπράξει το ποινικό αδίκημα, θεωρείται ότι αποπειράται να το διαπράξει.
Είναι αδιάφορο, εκτός καθόσον αφορά στην ποινή, κατά πόσο ο υπαίτιος διενήργησε οτιδήποτε το οποίο ήταν αναγκαίο εκ μέρους του για συμπλήρωση της διάπραξης του ποινικού αδικήματος ή κατά πόσο η πλήρης πραγμάτωση της πρόθεσης του αποτράπηκε λόγω περιστατικών ανεξάρτητων από τη βούληση του ή κατά πόσο υπαναχώρησε εκούσια από την περαιτέρω επιδίωξη της πρόθεσης του.
Είναι αδιάφορο ότι, λόγω περιστατικών που δεν είναι γνωστά στον υπαίτιο, η πραγμάτωση του ποινικού αδικήματος ήταν εξ αντικειμένου αδύνατος.
367. Όποιος αποπειράται να διαπράξει κακούργημα ή πλημμέλημα, είναι ένοχος πλημμελήματος εκτός αν προνοείται διαφορετικά.
368. Όποιος αποπειράται να διαπράξει κακούργημα που επισύρει θανατική ποινή ή ποινή φυλάκισης δέκα χρόνων και άνω, με ή χωρίς άλλη ποινή, είναι ένοχος κακουργήματος και αν δεν προνοείται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων.
369. Όποιος, γνωρίζει ότι άλλος σχεδιάζει να διαπράξει ή διαπράττει κακούργημα, παραλείπει να χρησιμοποιήσει κάθε εύλογο μέσο για να αποτρέψει τη διάπραξη ή τη συμπλήρωση αυτού, είναι ένοχος πλημμελήματος.
370. Όποιος διεγείρει ή αποπειράται να υποκινήσει άλλο να διαπράξει ποινικό αδίκημα, ανεξάρτητα αν ο άλλος συναινεί ή όχι να διαπράξει αυτό, είναι ένοχος-
(α) κακουργήματος, αν το ποινικό αδίκημα για το οποίο γίνεται λόγος είναι κακούργημα, και αν δεν προνοείται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή προκειμένου για κακούργημα που επισύρει κατά ανώτατο όριο ποινή κατώτερη από τη φυλάκιση των επτά χρόνων, σε τέτοια κατώτερη ποινή
(β) πλημμελήματος, αν για το ποινικό αδίκημα για το οποίο γίνεται λόγος είναι πλημμέλημα και αν δεν προνοείται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή προκειμένου για πλημμέλημα που επισύρει κατά ανώτατο όριο ποινή κατώτερη από τη φυλάκιση των δύο χρόνων, σε τέτοια κατώτερη ποινή.
371. Όποιος συνωμοτεί με άλλο να διαπράξει κακούργημα ή να διενεργήσει πράξη σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου η οποία αν διενεργόταν στη Δημοκρατία θα ήταν κακούργημα και η οποία είναι ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στον τόπο όπου σκοπεύεται να διενεργηθεί, είναι ένοχος κακουργήματος και αν δεν προνοείται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή προκειμένου για κακούργημα που επισύρει κατά ανώτατο όριο ποινή κατώτερη από τη φυλάκιση επτά χρόνων, σε τέτοια κατώτερη ποινή.
372. Όποιος συνωμοτεί με άλλο να διαπράξει πλημμέλημα ή να διενεργήσει πράξη σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, η οποία αν διενεργόταν στη Δημοκρατία θα ήταν πλημμέλημα και η οποία είναι ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τους νόμους που ισχύουν στον τόπο όπου σκοπεύεται να διενεργηθεί, είναι ένοχος πλημμελήματος.
373. Όποιος συνωμοτεί με άλλο για επίτευξη οποιουδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς, δηλαδή-
(α) να παρεμποδίσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση ή επιβολή οποιουδήποτε νόμου ή διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου ή
(β) να προξενήσει βλάβη στο πρόσωπο ή την υπόληψη άλλου, ή να μειώσει την αξία περιουσίας άλλου ή
(γ) να αποτρέψει ή να παρεμποδίσει την ελεύθερη και νόμιμη διάθεση περιουσίας από τον ιδιοκτήτη της στην εύλογη της αξία
(δ) να βλάψει άλλο στο επιτήδευμα ή στο επάγγελμα του ή
(ε) να αποτρέψει ή να παρεμποδίσει την ελεύθερη και νόμιμη άσκηση σε άλλο στο επιτήδευμα, επάγγελμα ή στην ασχολία του, με πράξη ή πράξεις οι οποίες αν διενεργούνταν από μεμονωμένο πρόσωπο θα συνιστούσαν ποινικό αδίκημα εκ μέρους του ή
(στ) να επιτύχει νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα,
είναι ένοχος πλημμελήματος.
374. Όποιος εσκεμμένα-
(α) παρεμποδίζει την ελεύθερη διέλευση σε δημόσια δίοδο ή δημόσιο χώρο με την τοποθέτηση σε αυτά οποιαδήποτε υλικά ή άλλα πράγματα
(β) τοποθετεί ή εγκαταλείπει σε δημόσια δίοδο ή σε δημόσιο χώρο σκύβαλα ή απορρίματα που προκαλούν ή που είναι προορισμένα να προκαλέσουν δυσοσμίες
(γ) παραλείπει να τοποθετήσει κατά τη διάρκεια νύχτας φανάρι ή φως πάνω σε σωρό χωμάτων, πέτρων ή άλλων υλικών ή σε αυλάκι ή οχετό ή άλλης εκσκαφής κατά τη διενέργεια νόμιμα εκτελούμενων έργων επισκευής σε δημόσια δίοδο ή σε δημόσιο χώρο
(δ) ρίχνει απορρίμματα ή άλλα πράγματα σε δημόσια δίοδο ή σε δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο ώστε να προξενεί βλάβη ή ενόχληση σε οποιοδήποτε διαβάτη
(ε) αν διατάχτηκε εγγράφως από τον Έπαρχο να επισκευάσει ή να κατεδαφίσει κτίριο ή οικοδομή οποιουδήποτε είδους που είναι σε ερειπωμένη ή σε επικίνδυνη κατάσταση, παραμελεί ή παραλείπει να το διαπράξει με αυτό τον τρόπο.
(στ) παραμελεί ή παραλείπει να καθαρίσει ή να επισκευάσει καμίνι ή καπνοδόχο εργαστηρίου ή εργοστασίου όπου χρησιμοποιείται φωτιά.
(ζ) πυροδοτεί πυροτεχνήματα σε δημόσια δίοδο ή σε δημόσιο χώρο με τρόπο που προορίζεται να προξενήσει βλάβη ή ενόχληση σε οποιοδήποτε πρόσωπο.
(η) πυροβολεί με πυροβόλο όπλο μέσα στα όρια πόλης, χωριού ή άλλης κατοικημένης περιοχής.
(θ) αρνείται να δεχτεί στην ονομαστική τους αξία μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα που κυκλοφορεί στη Δημοκρατία,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες.
3 του Ν.37(Ι)/99. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου τυγχάνουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε εκκρεμή διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου σ’ οποιοδήποτε στάδιο βρίσκεται.
(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.126(I)/2007] αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 2, αρχίζουν από την ημερομηνία που θα καθορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίησή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Μετά την τροποποίηση της λέξης επτά χρόνων σε δεκατέσσερα αλλάχθηκε η πτώση της λέξης αυτής σε δεκατεσάρων λόγω συντακτικού λάθους.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 131(Ι)/2013] δεν εφαρμόζεται επί αδικημάτων σε σχέση με τα οποία καταχωρήθηκε ποινική δίωξη πριν από την έναρξη ισχύος του.
Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικού) Νόμου του 2007 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 126(Ι)/2007], το άρθρο 187 του βασικού νόμου, όπως αυτό τροποποιήθηκε με την παράγραφο (β) του άρθρου 2 του περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικού) Νόμου του 2007 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 126(Ι)/2007], τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2017.
3. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 134(Ι)/2020] τίθενται σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 2020.