110.-(1) Όποιος γνωρίζει ότι προβαίνει σε ψευδή κατάθεση σε δικαστική διαδικασία ή για το σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας, που αφορά σε ο,τιδήποτε ουσιώδες για ζήτημα, το οποίο είτε εκκρεμεί είτε σκοπεύεται να εγερθεί στην πιο πάνω διαδικασία, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται ψευδορκία.
Είναι αδιάφορο κατά πόσο-
- η κατάθεση δόθηκε με όρκο ή με οποιαδήποτε άλλη νόμιμη διαβεβαίωση, ή
- οι τύποι και η διαδικασία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επαγωγή του όρκου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο δέσμευση αυτού που καταθέτει να πει την αλήθεια, αν συναίνεσε στη χρήση τους, ή
- η ψευδή κατάθεση δόθηκε προφορικά ή γραπτά, ή
- το Δικαστήριο ήταν συγκροτημένο κανονικά ή συνήλθε στον αρμόζοντα τόπο, αν αυτό ενεργεί πράγματι ως Δικαστήριο στη διαδικασία κατά την οποία δόθηκε τέτοια κατάθεση, ή
- αυτός που καταθέτει ήταν ικανός μάρτυρας ή όχι, ή κατά πόσο η κατάθεση ήταν αποδεκτή σε αυτή τη διαδικασία.
(2) Όποιος προκαλεί άλλο να διαπράξει ψευδορκία, την οποία αυτός που έχει προκληθεί πράγματι τη διαπράττει, κατά συνέπεια τέτοιας πρόκλησης, είναι ένοχος πλημμελήματος, το οποίο καλείται πρόκληση σε ψευδορκία.