34.-(1) Όταν πρόσωπο το οποίο καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση δύο ή περισσότερων χρόνων, καταδικαστεί ξανά για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα που τιμωρείται επίσης με την πιο πάνω ποινή, το Δικαστήριο δύναται, αν κρίνει αυτό σκόπιμο, κατά την επιβολή της ποινής της φυλάκισης, να διατάξει επιπρόσθετα ότι αυτός που καταδικάστηκε θα είναι υπό επιτήρηση όπως αναφέρεται πιο κάτω για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια από την ημερομηνία της εκπνοής της ποινής αυτής:
Νοείται ότι σε περίπτωση ακύρωσης της καταδικαστικής απόφασης κατόπι έφεσης, ή με άλλο τρόπο, ακυρώνεται ταυτόχρονα και το διάταγμα που επιβάλλει την επιτήρηση:
Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να ακυρώσει διάταγμα για την επιτήρηση, εφόσον η διαγωγή, την οποία έδειξε εκείνος που είναι υπό επιτήρηση, δυνατόν να καταστήσει περιττή την περαιτέρω επιτήρηση του.
(2) Εκτός αν το Δικαστήριο ήθελε ορίσει διαφορετικά, πρόσωπο που είναι υπό επιτήρηση, που δεν είναι σε περιορισμό, οφείλει να εμφανίζεται προσωπικά, μια φορά το μήνα στον κατονομαζόμενο στο διάταγμα κηδεμονευτικό λειτουργό, κατά τον χρόνο που ορίζεται από τέτοιο λειτουργό και χωρίς καθυστέρηση να γνωστοποιεί σε αυτό οποιαδήποτε τυχόν αλλαγή που θα γίνεται στη διαμονή του.
(3) Πρόσωπο υπό επιτήρηση, που δεν είναι σε περιορισμό, το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί σε οποιοδήποτε από τους όρους που προνοούνται στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο, εκτός αν αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι προέβηκε σε οτιδήποτε που είναι δυνατό για να συμμορφωθεί με τους όρους που έχουν τεθεί σε αυτό, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.